Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Γιώργος Κοκκινίδης: Ο Ποιητής..



..
..
“Το ψυχιατρείο θα είναι ο τόπος που θα έρχομαι
συχνά ν’ αναπνέω.
Τις παλιές αλυσίδες  μου σκουριαμένες
να βλέπω..”
..
Όσοι παρακολουθήσατε το ντοκιμαντέρ που σας πρότεινα στην προηγούμενη ανάρτηση, αυτό δηλαδή εδώ του Σταύρου Ψυλλάκη με τίτλο “Οι Επιζώντες“, τον είδατε τον Γιώργο Κοκκινίδη. Είναι ένας απ’ τους Επιζώντες της Ψυχιατρικής, το πρώτο πρόσωπο που βλέπετε πριν αρχίσει να παίζει το video.  Ξεχωρίζει για τον ποιητικό του λόγο, όταν διηγείται τι βίωσε. Θα το προσέξατε. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού πάντα ο Γιώργος γράφει ποιήματα. Χάρηκα λοιπόν που για πρώτη φορά μετά από καιρό, τον είδα ξανά, έστω και μ’ αυτό τον τρόπο και σκέφτηκα να σας γράψω λίγα πράγματα για να τον γνωρίσετε καλύτερα.

Με τον Γιώργο βλέπετε, γνωριστήκαμε στην Κρήτη πριν από αρκετά χρόνια. Τότε ήμουν φοιτήτρια και δούλευα παράλληλα ως dj, σ’ ένα  γνωστό στέκι στην πλατεία Κοραή, στο Ηράκλειο. Εκείνος περνούσε, τα λέγαμε, μου ζητούσε ένα τσιγάρο κάθε φορά, άκουγε τα τραγούδια που έπαιζα, σχολίαζε και μου έγραφε ένα ποίημα ως αντίδωρο. Όσα “δανεικά” τσιγάρα, άλλα τόσα και ποιήματα. Ποιος έχει τέτοια τύχη ν’ ανταλλάσσει κάτι ασήμαντο και φθαρτό, με κάτι πολύτιμο και αιώνιο όπως η ποίηση; Τα κρατούσα λοιπόν τα ποιήματα του και κάποια υπάρχουν ακόμα και σήμερα, σ’ ένα κουτί στη ντουλάπα μου, απ’ αυτά τα κουτιά των μυστικών που όλοι κάπου έχουμε κρυμμένα.
Αλλά το βιβλίο του, Το σκηνικό μιας αιτίας”, φροντίζω να βρίσκεται πάντα σε εμφανή θέση στη βιβλιοθήκη μου, για να μην ξεχνάω..  Ο Γιώργος βλέπετε, απ’ την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε, μου ανέφερε πως μόλις είχε βγει απ’ το Θεραπευτήριο Ψυχικών Παθήσεων της Σούδας. Κι όταν έμεινα για λίγο μετέωρη, μέχρι να σκεφτώ τι πρέπει να πω με τη σειρά μου, μου απάντησε με γενναιότητα ότι δεν έχει πρόβλημα με την ψύχωση του και ότι την έχει αποδεχτεί την ταμπέλα του “τρελού”. Το θέμα, τόνισε, ήταν, να τον αποδεχτούμε ως άνθρωπο κι εμείς οι “υπόλοιποι”. Σας μιλάω λοιπόν για κάποιον, που πέρασε τα όρια και κάθε διαχωριστική γραμμή και η διαδρομή του είχε πολλά πισωγυρίσματα.
Κατάφερε όμως, ακόμη κι αυτή του την “τρέλα” να την υποτάξει, όσο κι αν φαίνεται δύσκολο για μας, τους “απ’ έξω”. Μαζεύει στοργικά τις εμπειρίες του απ’ το ψυχιατρείο, τα όνειρα του για ότι έγχρωμο υπάρχει μακριά απ’ τα κάγκελα και τις εικόνες που πιο πολύ τον συγκινούν και τα μεταμορφώνει σε λέξεις. Μας καλεί κάθε φορά σ’ έναν μυστικό δείπνο επικοινωνίας, αποκαλύπτοντας πράγματα που λίγοι έχουν το θάρρος να παραδεχτούν και πολύ περισσότερο: να μοιραστούν. Σε κάθε μυστικό δείπνο, υπάρχει διάχυτο το Αίμα και το Σώμα κι ο Γιώργος στα ποιήματα του, μας προσφέρει και τα δυο. Πιο ψηλά όμως σηκώνει πάντα, μια ψυχή διασυρμένη σε θαλάμους, κακοποιημένη απ’ το ψυχιατρικό σύστημα, μουδιασμένη απ’ τα φάρμακα. Μας τη χαρίζει με φανερές τις πληγές της, αλλά και με τη γνώση ότι την κέρδισε εντέλει άξια, στο παζάρι που λέγεται Ζωή.
Το βιβλίο του είχε κυκλοφορήσει σε 500 αντίτυπα, που εξαντλήθηκαν πάραυτα κι ήταν έκδοση του Θεραπευτηρίου που τον “φιλοξενούσε”. Όταν μου το έφερε, με μια υπέροχη αφιέρωση, δεν δέχτηκε επ’ ουδενί χρήματα. Πατσίσαμε πάλι μ’ ένα τσιγάρο. Γιατί έτσι αρέσει στον Γιώργο, να κάνει ανταλλαγές. Με τα χρόνια και τις συνεχείς μετακινήσεις μου από πόλη σε πόλη, αλλά και τις δικές του εντός και εκτός ψυχιατρείου, χαθήκαμε. Αλλά στο μυαλό μου, είναι σαν να είπαμε καληνύχτα μόλις χτες.
Γιατί ο Γιώργος είναι η αφορμή, να το σκεφτούν κάποιοι πριν αποκαλέσουν τον οποιονδήποτε διαφορετικό, “τρελό” και γιατί τα ποιήματα του αναδημοσιεύονται συνεχώς, επειδή έχουν ένα μοναδικό τρόπο να περιγράφουν τη ζωή εντός ψυχιατρείου με μια αλήθεια κοφτερή, που δεν μας επιτρέπει να σφυρίζουμε αδιάφορα. Τα πιο γνωστά του νομίζω  είναι το “Ψύχως” και το “Το Εξιτήριο μου“, που αναφέρονται στο πως βίωσε τον εγκλεισμό του, αλλά εγώ όταν θυμάμαι το Γιώργο, μου έρχεται στο νου, ένα ποίημα από κείνα τα χαρτάκια που μου έγραφε:
“Θεέ μου, χάρισε μου μια Ψυχή ν’ αντιμετωπίσω, το θάνατο των λουλουδιών…”
..

Ψύχως

Πως ρωτούν

ποιός είσαι “συ”;

Και δεν έχουν εκείνη

την πολύτιμη αιδώ

να δουν τα μάτια του ρωτούμενου.

Κι αν δεν μπορούν κατ΄ευθειαν τα μάτια

ας κοιτάξουν τα δάκρυ

κρύσταλλο που κυλά,

τόσο ζεστό στο μάγουλο.

Μόνο να δουν

το είδωλο τους το ψυχρό.

Λευκοί ντυμένοι

με υποδόρεια την νόηση

ρωτούν…

Και γω να μην θυμάμαι

Τίποτα από τα μάτια μου

τίποτα από τα δάκρυα μου.

Μόνο αυτούς στο Λευκό

Λευκό, λευκό

λευκό χαμόγελο

και κείνα τα χέρια.

Βλέπεις λειτουργούν

με αλυσίδες

σύρματα

βελόνες

Ακόμα..

..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου