Ταξίδευε ὁ Δεσπότης ἀπό τόν Ἀρχάγγελο γιά τό Σολόβσκι. Μέ τό ἴδιο καράβι ταξίδευαν καί προσκυνητές. Ὁ καιρός ἦταν θαυμάσιος, φύλλο δέν τρεμοσάλευε. Οἱ προσκυνητές ἀπολάμβαναν τό ταξίδι ἄλλοι κολατσίζοντας, ἄλλοι σιγοτραγουδῶντας, κάποιοι ξαπλωμένοι στήν κουβέρτα τοῦ πλοίου. Κάμποσοι συζητοῦσαν μαζεμένοι σέ συντροφιές. Ἔτσι συλλογίστηκε κι ὁ Δεσπότης νά βγεῖ λίγο νά ἀνασάνει καί νά χαρεῖ τό ὡραῖο ταξίδι. Πλησίασε στήν κουπαστή γιά νά παρακολουθήσει τήν κουβέντα τῆς συντροφιᾶς. Εἶναι περίεργος νά καταλάβει τί λέει ἐκεῖνος ὁ χωρικός μέ τό μαῦρο σκοῦφο πού ὅλο δείχνει μέ τό δεξί του χέρι κι οἱ ἄλλοι τόν ἀκοῦνε μέ προσήλωση καί τόσο ἐνδιαφέρον. Κοίταξε κι ὁ Δεσπότης πρός τήν ἴδια κατεύθυνση πού ἔστρεφαν νά δοῦν κι οἱ ἄλλοι μά δέν ἔβλεπε παρά μονάχα μιά ἀπέραντη γαλάζια θάλασσα πού ἄστραφτε κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ ἥλιου. Ὅταν ὁ χωρικός πρόσεξε πώς κοίταζε ὁ Δεσπότης, σά νά ντράπηκε λίγο καί σταμάτησε τήν κουβέντα του, βγάζοντας τον σκοῦφο καί χαιρετῶντας μέ σεβασμό. Τότε πρόσεξαν κι οἱ ἄλλοι τῆς συντροφιᾶς τό σεβάσμιο πρόσωπο καί χαιρέτησαν βγάζοντας τούς σκούφους τους.
ーΜήν ἀσχολεῖσθε, παιδιά μου, εἶπε ὁ Δεσπότης. Στάθηκα κι ἐγώ νά ἀκούσω τί τούς διηγεῖσαι ἐσύ, καλέ μου ἄνθρωπε.
Ἕνας ἐμπορευόμενος, ὁ λιγότερο ντροπαλός μουρμούρισε:
ーΜᾶς διηγεῖται ὁ ψαρᾶς γιά μιά περιπέτεια πού εἶχε σέ ἕνα νησάκι ὁπού ζοῦνε τρεῖς Γέροντες μακρυά ἀπό τόν κόσμο.
ーΑὐτό μέ ἐνδιαφέρει. Γιά νά ἀκούσω κι ἐγώ! εἶπε ὁ Δεσπότης. Πλησίασε περισσότερο στήν παρέα καί κάθισε πάνω σέ μιά παλιά κάσα πού βρέθηκε κοντά του.
Κι ὁ ψαρᾶς, ἄρχισε νά λέει:
ーΣτό νησάκι πού διακρίνετε – κι ἔδειξε κατευθεῖαν μπροστά του – ζοῦνε τρεῖς Γέροντες πού μονάζουν γιά νά σώσουν τήν ψυχή τους.