Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟY ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟY



Επιμέλεια: Νατάσα Ξαρχάκου
Κείμενα: Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκος Δασκαλοθανάσης, Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Ευθυμίας Γεωργιάδου-Κουντουρά, Ρένας Ζαμάρου, Άρη Μαραγκόπουλου, Ευγένιου Ματθιόπουλου, Νίκης Λοϊζίδη, Ανδρέα Μπελεζίνη, Έλλης Φιλοκύπρου, Θανάση Χατζόπουλου
Φωτογραφίες: Aρχείο Eθνικού Kέντρου Bιβλίου και αρχείο Ως3
ΑφιέρωμαΒιογραφικόVideo


Ο Νίκος Εγγονόπουλος
Του Ανδρέα Εμπειρίκου

Δεν θα μιλήσω χρησιμοποιών όρους της τεχνοκριτικής, διότι δεν είμαι κριτικός, ούτε τρέφω συμπάθειες για την κριτική. Δεν θα μιλήσω ως αισθητικός, διότι η αισθητική είναι αντιποιητική, και, εκπορευομένη από τα εκλογικευτικά στοιχεία της διανοίας, αντι να οξύνη, ουσιαστικώς, αμβλύνει τις αισθήσεις. Δε θα μιλήσω ως φιλόσοφος ή κοινωνιολόγος, όπως είναι της μόδας να κάμνουν σήμερα άνθρωποι τελείως άσχετοι με αυτές τις ειδικευμένες επιστήμες, διότι η φιλοσοφία και η κοινωνιολογία όπως και η πολιτική είναι άσχετες με την ποίηση και τη ζωγραφική, όταν δεν είναι η ίδια η διενέργειά των πράξις ποιητική. Θα μιλήσω μόνον ως θαυμαστής του Νικολάου Εγγονοπούλου, του μεγάλου ημών ποιητού και ζωγράφου, για να του πλέξω το εγκώμιον και για να του ανταποδώσω με προβολές συναισθηματικής υφής τις βαθύτατα συγκλονιστικές συγκινήσεις που μας δίδει πάντοτε η ποίησίς του. Κοιτάξτε τον.
Νικόλαε Εγγονόπουλε, βράχε τραχύτατε του Ελμπασάν, και πράσινη απαλή δαντέλλα του Βοσπόρου, σε χαιρετώ αλβανιστί, με το δεξί μου χέρι εμπρός εις την καρδιά, και τη θερμή παλάμη μου απλωμένη παράλληλα στο οιονδήποτε χώμα που πατώ...





Ο Εγγονόπουλος σουρεαλιστής;
Του Νίκου Δασκαλοθανάση

(επίκουρος καθηγητής Ιστορίας της Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών)

Η ανακοίνωση επιχειρεί να διερευνήσει την ομολογημένη αλλά μη επαρκώς τεκμηριωμένη σχέση του ζωγραφικού έργου του Νίκου Εγγονόπουλου με τον σουρεαλισμό, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της άρθρωσης του ψευδαισθητικού χώρου του πίνακα. Η προσέγγιση του έργου του Εγγονόπουλου πραγματοποιείται με βάση μορφολογικά και ιστορικά κριτήρια. Στην πρώτη περίπτωση, ανιχνεύεται η σύνδεση της ζωγραφικής του Εγγονόπουλου με τις τρεις παραδόσεις που ορίζουν το χώρο του «παραστατικού» σουρεαλισμού: την κληρονομιά του νταντά, τα ανορθόδοξα προοπτικά τεχνάσματα συγκεκριμένων ιστορικών τεχνοτροπιών και, κυρίως, τον αντιφατικό χώρο των πρώιμων έργων του Giorgio de Chirico. Στη δεύτερη περίπτωση, θίγονται ζητήματα που αφορούν το ειδικό ιστορικό περιβάλλον εντός του οποίου διαμορφώνεται η ζωγραφική του καλλιτέχνη κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Στόχος της ανακοίνωσης, η ενεργοποίηση μιας συζήτησης που θα οδηγήσει στην ακριβέστερη οροθέτηση της σχέσης Εγγονόπουλου-σουρεαλισμού και, εντέλει, στη θεραπεία πολλών στρεβλώσεων και παρανοήσεων.





Οι ελιγμοί της "Ιστορίας": 
Καβαφικές στιγμές στα κείμενα του Εγγονόπουλου
Του Μιχάλη Χρυσανθόπουλου

(αναπληρωτής καθηγητής Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης).
Η διαπιστωμένη από τους μελετητές «παρουσία» του Καβάφη στο έργο του Εγγονόπουλου αποτελεί την αφετηρία της παρούσας ανακοίνωσης, η οποία στόχο έχει να θεματοποιήσει τη λειτουργία της "Ιστορίας" σε σχέση και με τη λειτουργία της παράδοσης. Μέσω της έννοιας της "κατασκευής" διερευνάται η έννοια της νεοτερικότητας, επειδή και στους δύο ποιητές η αφήγηση μιας ήδη αφηγημένης ιστορίας αποτελεί αφορμή για να αρθρώσουν έναν μεταφορικό θεωρητικό λόγο για τη διαδικασία της εξιστόρησης...





Γυναίκες του μύθου στην ποίηση
και στη ζωγραφική του Νίκου Εγγονόπουλου 

Της Ευθυμίας Γεωργιάδου - Κουντουρά

(αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης)

Ο Εγγονόπουλος, όπως και πολλοί δημιουργοί του 20ού αιώνα, εικαστικοί, λογοτέχνες, μουσικοί, άντλησε θέματα από την αρχαία ελληνική μυθολογία και επιχείρησε, με χιούμορ, κριτική και αναμορφωτική διάθεση, νέες πρωτότυπες και ευφάνταστες αναγνώσεις. Οι γυναίκες του μύθου στην ποίηση αλλά κυρίως στη ζωγραφική του Εγγονόπουλου συνοδεύουν το διάσημο σύντροφό τους, Ορφεύς και Ευρυδίκη, Οδυσσεύς και Πηνελόπη, Ιάσων και Μήδεια, Έκτωρ και Ανδρομάχη, Πηλεύς και Θέτις, Ηρώ και Λέανδρος, και σπάνια παρουσιάζονται σε πολυπρόσωπες συνθέσεις, όπως στο Μήλον της Έριδος. Κι ενώ πίσω από τα προσωπεία των μυθικών ανδρών (Ορφεύς, Ερμής) κρύβεται συνήθως ο ίδιος ο "μυστικός ποιητής" οι γυναικείες μορφές του μύθου, νέες και αισθησιακές, ημίγυμνες ή ντυμένες εκκεντρικά, φαντάζουν ως τα πολλαπλά πρόσωπα της μούσας του καλλιτέχνη και εκφράζουν τη βαθύτερη πίστη του για τη γυναίκα...





Ο Νίκος Εγγονόπουλος συνομιλεί με τον Διονύσιο Σολωμό
Διερεύνηση πηγών και προθέσεων
Της Ρένας Ζαμαρού

(επίκουρη καθηγήτρια Κλασικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών)

Σύμφωνα με επανειλημμένες δηλώσεις του Νίκου Εγγονόπουλου, ο Διονύσιος Σολωμός υπήρξε ο ποιητής που τον επηρέασε περισσότερο από κάθε άλλον. Η ως σήμερα έρευνα έχει επισημάνει ορισμένα από τα στοιχεία της σολωμικής παρουσίας στο έργο του Εγγονόπουλου. Η παρούσα ανακοίνωση φιλοδοξεί να καταδείξει μια πληρέστερη και ευκρινέστερη εικόνα της σολωμικής επιρροής πάνω στον νεότερο ποιητή. Στηριζόμενοι στις πολλές και ποικίλες, άμεσες και έμμεσες, ρητές και υπαινικτικές αναφορές του Εγγονόπουλου στον Σολωμό και μελετώντας  διεξοδικά το ίδιο το έργο του επισημαίνουμε τις βαθύτερες σχέσεις του με τον εθνικό ποιητή, τις επιρροές του στο επίπεδο του λεκτικού, του ύφους, των θεμάτων κ.λπ. αλλά και τη συγγένεια των ποιητικών προθέσεων του Εγγονόπουλου με τις σολωμικές ποιητικές επιταγές...





Το χιούμορ ως μηχανισμός υπέρβασης
της «έξαλλης εικονολατρίας» του Νίκου Εγγονόπουλου

Της Νίκης Λοϊζίδη 

(καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών) 

Το χιούμορ υπήρξε βασικό συστατικό στοιχείο της ποιητικής του Νίκου Εγγονόπουλου. Η ευφάνταστη χρήση του «υπονομευτικού» χιούμορ του βοηθά να αποφεύγει την παγίδευση ή την εμμονή σ' αυτές ακριβώς τις ιδέες και τις αξίες που τον εμπνέουν. Ο μηχανισμός του χιούμορ -έντονα επηρεασμένος από την υπερρεαλιστική/φροϋδική αντίληψη της άμυνας του εγώ- τίθεται σε λειτουργία όταν ο δημιουργός νιώθει απόλυτα συνεπαρμένος από τις πηγές ή τις μεγάλες καλλιτεχνικές μορφές που τον ενέπνευσαν. Το χιούμορ του δεν διακωμωδεί ούτε σαρκάζει αλλά αντίθετα διασώζει τους στίχους ή την εικόνα του από τη μίμηση ή τη ρητορεία. Ιδιαίτερα στο ζωγραφικό του έργο, η χρήση του χιούμορ -όταν μάλιστα απευθύνεται σε μορφές και σύμβολα της παράδοσης- λειτουργεί με τρόπο θετικό λύνοντας προβλήματα τεχνικής και αδυναμίες που έχουν κυρίως την αιτία τους στη μεγάλη επίδραση που δέχτηκε από τη βυζαντινή τέχνη και τους αυστηρούς κανόνες της...





Νίκος Εγγονόπουλος: ανοίκεια μορφή / ανοίκειο περιεχόμενο
Του ΄Αρη  Μαραγκόπουλου

(συγγραφέας - κριτικός λογοτεχνίας)

Μια συγκριτική ανάγνωση του ποιητικού και του ζωγραφικού έργου του Εγγονόπουλου.
Όπου το Έργο κρίνεται ως ενιαία καλλιτεχνική ενότητα: με περιεχόμενο το Ποίημα και μορφή τον Πίνακα.
Όπου επιχειρείται σύγκριση με το έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου και την αντίστοιχη σχέση Φωτογραφίας και Ποιημάτων του.
Όπου, τέλος, το συνολικό Έργο του Εγγονόπουλου κρίνεται ως αποτέλεσμα των κοινωνικών/πολιτισμικών συνθηκών της εποχής του (φοβική κοινωνική συνθήκη, εισαγόμενη, εν πολλοίς πολιτισμική στάση κ.λπ.)...






Με τη βυθοκόρο των ονείρων στο Canal Grande

Η  συμμετοχή του Νίκου Εγγονόπουλου στην Μπιεννάλε της Βενετίας του 1954
Του Ευγένιου Δ. Ματθιόπουλου

(επίκουρος καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης)
Από το 1948 η Διεύθυνση της Esposizione Biennale Internazionale d'Arte της Βενετίας, είχε αποφασίσει να οργανώνει μεγάλες εκθέσεις με θέμα κάθε φορά ένα από τα ιστορικά κινήματα της μοντέρνας τέχνης? σε αυτό το κεντρικό θέμα προσκαλούνταν να ανταποκριθούν οι εθνικές συμμετοχές. Ύστερα από τον Ιμπρεσιονισμό το 1948, τον Φωβισμό το 1950 και τον Εξπρεσιονισμό το 1952, είχε ανακοινωθεί ότι θεματικός άξονας της Biennale του 1954, θα ήταν ο Σουρεαλισμός. Η «Μόνιμος Επιτροπή Διεθνούς Εκθέσεως Βενετίας» του Υπουργείου Παιδείας της Ελλάδας, εκλαμβάνοντας ως δεσμευτικό το παραπάνω πλαίσιο, πρότεινε αρχικά στους Γιώργο Γουναρόπουλο και Διαμαντή Διαμαντόπουλο να εκπροσωπήσουν τη χώρα και, ύστερα από την άρνησή τους, αποφάσισε να οργανώσει μεγάλη ατομική έκθεση του Νίκου Εγγονόπουλου στο ελληνικό περίπτερο. Η αναδρομική αυτή έκθεση ήταν μοναδική ευκαιρία να παρουσιαστεί το έργο του στο διεθνές κοινό, ταυτόχρονα με εκείνο των Joan Miro, Jean Arp, Max Ernst, Rene Magritte κ.ά.





Tο ποιητικό αυτοσυναίσθημα του Νίκου Εγγονόπουλου
Του Ανδρέα Μπελεζίνη

(κριτικός λογοτεχνίας)

Αντί άλλου τυπικού ορισμού της έννοιας «αυτοσυναίσθημα», θα αναχθούμε στην πρωταρχική και γενέθλια σκηνή της ελληνικής ποίησης και κριτικής, ήτοι στη διαμάχη Ζαμπελίου - Πολυλά σχετικά με τους στίχους 1-5 του αποσπάσματος 1 του Σχεδίου Γ΄ των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» του Δ. Σολωμού. Εάν οι στίχοι αυτοί με τον ενδοτικό τους τύπο αποτελούν την κορυφαία, κατά την ισορροπία,  πληρότητα, και μετριασμό, έκφραση της εσωτερικής κατάφασης του λυρικού γενάρχη στο προσωπικό του χάρισμα, πως εκδηλώνεται μετά έναν αιώνα περίπου το ίδιο αυτό συναίσθημα στο ποιητικό έργο του Ν. Εγγονόπουλου; Με την πεποίθηση ότι το αυτοσυναίσθημα προσλαμβάνεται διττώς, ως διακήρυξη εγγενούς προς την ποιητική λειτουργία υπεροχής και «κυρώσεως», και συγχρόνως ως φορέας και όχημα ποιητικότητας, θα στραφούμε στο έργο ενός υπερρεαλιστή ποιητή (και πρωτίστως ζωγράφου) ο οποίος βιώνει και προβάλλει τη συνείδηση της προσωπικής του αξίας κατά διάτορο, πρωτοφανή και προκλητικό τρόπο. Μολονότι η εσωτερική κατάφαση και υπερύψωση της προσωπικής του αξίας είναι διάσπαρτη στις 8(+1) συλλογές του Εγγονόπουλου, θα στραφούμε κυρίως σε δύο κείμενά του, στον ύμνο «Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα» (1942/43-1944) και στο αλληγορικό πεζόμορφο ποίημα «Περί ύψους» (1956-1957)...





Το σαρκοβόρο βιολί. Η μουσική στην ποίηση ενός ζωγράφου
Της ΄Ελλης Φιλοκύπρου

(Λέκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών)

Στο ποιητικό έργο του Νίκου Εγγονόπουλου αφθονούν οι αναφορές σε τραγούδια και σε μουσικά όργανα, υπαρκτά ή φανταστικά, που ηχούν ή σωπαίνουν.
Παρότι "ζωγράφος το επάγγελμα", ο Εγγονόπουλος στρέφεται προς τη μουσική ακολουθώντας έναν συμβολιστικό προσανατολισμό. Υπονομεύοντας την αναφορικότητα των λέξεων, προκρίνοντας την ηχητική τους παρουσία καθώς και τις συνδηλώσεις τους, κάποτε αισθάνεται ότι γίνεται "ο χαλκός ο ηχών της αγάπης", "το κύμβαλον το αλαλάζον της αγάπης". Συχνότερα, ωστόσο, διαπιστώνει πως οι λέξεις, κατασκευασμένες και αυθαίρετες, στέκουν εμπόδιο σε μια τέτοια μεταμόρφωση η οποία περιλαμβάνει την έξαρση και την κατάδυση στα βάθη της συνείδησης. Το μυστήριο της φύσης, την υπέρβαση του θανάτου,την ερωτική ευτυχία, την ομορφιά, τη μελαγχολία, τη χαρά της ζωής, ο Εγγονόπουλος τα βλέπει να εγκατοικούν στη μουσική και να ανταλλάσσουν μαζί της την ουσία τους. Μέρος της ύπαρξής του και ταυτοχρόνως απρόσιτη μέσω της ποίησης, η μουσική κατατρώει τον ποιητή εσωτερικά σαν ένα "σαρκοβόρο βιολί"...





Η κοιλάδα με τους ανθρώπους 
Του Θανάση  Χατζόπουλου

(συγγραφέας)

"Αλβανοί χορεύοντες σκέπτονται να στρέψουν προς νέες διευθύνσεις τις ενέργειές τους, εις τρόπον ώστε τα παιδιά να μην καταλάβουν τίποτες από τις πικρίες και τας απογοητεύσεις της ζωής. Να μήν καταλάβουν τίποτες πριν από τον καιρό τους." Από την εναρκτήρια φράση του ποιήματος «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν» της πρώτης ποιητικής συλλογής του (1938) μέχρι το "έλα να πούμε την αλήθεια στα παιδιά" που συναντάμε στο ποίημα «Το γράμμα» του τελευταίου βιβλίου του Στην κοιλάδα με τους ροδώνες (1978) ανοίγεται σαν ένα άνυσμα η ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου. Όπως ένα εκκρεμές περνάει από τη μία άκρη μιας πικρής απόφασης στην άλλη με ένα και μοναδικό ερώτημα: πώς να μιλήσουμε στα παιδιά για τη ζωή, πώς να τους πούμε την αλήθεια στην ώρα τους, πώς να μην πούμε περισσότερα ούτε λιγότερα γι' αυτή την αλήθεια. Εξίσου η ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου λέει την αλήθεια της για την κοιλάδα με τους ανθρώπους χωρίς κανείς να μπορεί να την καταλάβει πριν την ώρα του, πριν δηλαδή να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει αυτή την αλήθεια...





Είμαι ζωγράφος και ποιητής!

Ως είμαι ζωγράφος το επάγγελμα, και θεωρώ άλλωστε την ποίηση σαν ζήτημα εντελώς προσωπικό, δεν ένοιωσα ποτέ κανενός είδους επιθυμία να ιδώ τα ποιήματά μου δημοσιευμένα. Μου αρκούσε, κυρίως, που τα έγραφα. Κατόπιν, βέβαια, δεν είχα καμιάν αντίρρηση ναν τα διαβάσω σε κάναν φίλο, ενίοτε σε μικρό κύκλο ακροατών, δυο-τρεις το πολύ, που μου το ζητούσαν. Πάντως δε θα έστεργα ποτέ ναν τα δώσω για τύπωμα πριν από τα μέσα του 1938. Ήταν η χρονιά όπου ετελείωνα τις εργαστηριακές μου σπουδές στη ζωγραφική. Μαθήτευα πλησίον του Κωνσταντίνου Παρθένη, και το εύρισκα άπρεπο απέναντι στον σεβαστό κι αγαπητό δάσκαλο να θέλω να εκδηλωθώ προσωπικά, και μάλιστα σε διαφορετική «σχολή», τον υπερρεαλισμό, την στιγμή που καταρτιζόμουνα κοντά του για το μελλούμενο καλλιτεχνικό μου στάδιο. Δεν πιστεύω να ήτανε και αντίθετο στην επιθυμία του μεγάλου Παρθένη να βλέπη τους μαθητάς του, μετά το πέρας, όμως, των σπουδών τους, να παίρνουν τον δικό τους δρόμο, σύμφωνα με την ιδιαίτερή τους διάθεση και τις ιδιαίτερές τους κλίσεις.
Όταν ο χαριτωμένος ποιητής Απόστολος Μελαχρινός, προχωρημένο πια το καλοκαίρι του 1938, μου εζήτησε ποιήματα για ναν τα περιλάβη σε τεύχος του περιοδικού του Κύκλος, τότε το μπορούσα, και του έδωσα αρκετά της παραγωγής μου εκείνης της χρονιάς, να διαλέξη όσα ήθελε. Του ήρεσαν τόσο («Τα αρέσω», μου είπεν αυτολεξεί), όπου, όχι μόνο δημοσίεψε πολλά στο αμέσως επόμενο τεύχος του Κύκλου, αλλά προσφέρθηκε και επέμεινε και να βγάλη σε βιβλίο, πάλι στις εκδόσεις του Κύκλου, όλα όσα του είχα δώσει.
Ο ευγενής αυτός άνθρωπος κάθησε μαζί μου και κάναμε τη σελιδοποίηση. Ύστερα φρόντισε τη στοιχειοθέτηση. Αρκετά στοιχειοθέτησε και με το ίδιο του το χέρι ― δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτή τη μεγάλη τιμή που μου έγινε ― καθώς είχε εγκατεστημένο το τυπογραφείο του Κύκλου σ' ένα δωμάτιο της τότε κατοικίας του, στην οδό Δαιδάλου. Ο αλησμόνητος Μελαχρινός φρόντισε ιδιαιτέρως το τύπωμα: μετά από τον διορθωτή, διάλεξε και τον καλύτερο πιεστή που μπορούσε να βρεθή στην Αθήνα εκείνο τον καιρό. Επέμενε, μάλιστα, για το εξώφυλλο και για την εσωτερική πρώτη σελίδα του τίτλου να χρησιμοποιηθούν δυο χρωμάτων μελάνια. Και το βιβλίο παρουσιάστηκε, ένα, ή το πολύ, δυο μήνες ύστερ' από το περιοδικό.
Ήδη είχαμε προανακρούσματα από την κυκλοφορία του περιοδικού. Αλλά, με την εμφάνιση του βιβλίου, το «σκάνδαλο» το εκσπάσαν υπερέβαινε όχι μόνο κάθε τι το ανάλογο που είχε ποτέ φανερωθή στα ελληνικά γράμματα, αλλά και τις προβλέψεις της πιο τολμηρής φαντασίας. Αστραπιαίως έλαβε τέτοιαν ένταση και τέτοιες διαστάσεις, που κι ο ίδιος ο «ανάδοχός» μου, ο Μελαχρινός, τα έχασε. Αυτός, όπου με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να πούμε ότι του έλειψε ποτέ η λεβεντιά. Δεν ανήγγειλε την έκδοση ούτε, ποτέ, περιέλαβε το βιβλίο στους καταλόγους των εκδόσεων του Κύκλου, που δημοσίευε τακτικά, πίσω, στο εξώφυλλο του περιοδικού.
Το δημιουργηθέν σκάνδαλο κι η επακολουθήσασα κατακραυγή εναντίον μου δεν μπορώ να πω πως δεν με έθιξαν, βαθύτατα. Η βίαιη κακομεταχείρισις σαν υποδοχή μιας γνήσιας προσφοράς είναι, το λιγώτερο, σκληρά άδικη. Περιοδικά, εφημερίδες, le premier chien coiffe venu, παρωδούσαν και αναδημοσίευαν, κοροϊδευτικά, τα ποιήματά μου. Μια δε εφημερίδα, από τις μεγάλες, δεν θυμούμαι τώρα ποια, αυθαδέστατα, ποδοπατώντας κάθε ιδέα πνευματικής, τέλος πάντων, ιδιοκτησίας, αναδημοσίευσε, σε μια ή δυο συνέχειες... ολόκληρο το βιβλίο! Συνοδεία, πάντοτε, χλευαστικών και κακεντρεχών, όσο κι επιπόλαιων, σχολίων.
Ποτέ δεν μ' ενδιέφεραν η φήμη, η δόξα. Μόνος πόθος μου: να περνώ πάντα απαρατήρητος, αν δεν το μπορούσα ευχάριστος, ανάμεσα στους συγκαιρινούς μου «συνοδίτας». Κι όμως άκουσα κι αυτή την κουβέντα, που μου εξετόξευσε, δεν ξέρω πια σε τι φύλλο, αγανακτισμένος «φιλολογικός» του συνεργάτης: «Εγγονόπουλε, πάψε πια να βασανίζεσαι και να μας βασανίζης!»
Αν η ζωή μου είναι αφιερωμένη στη ζωγραφική και στην ποίηση, είναι γιατί η ζωγραφική και η ποίησις με παρηγορούν και με διασκεδάζουν. Έτσι και τότε, παρ' όλη την απογοήτευσή μου, εξακολουθούσα ανελλιπώς να ζωγραφίζω, «να γράφω» ποιήματα. Κι όταν, μεσούντος του 1939, ο μακαρίτης Τάσος Βακαλόπουλος, Ναυπλιεύς, μου πρότεινε να μου δημοσιεύση συλλογή, του παρέδωσα τα ποιήματα των Κλειδοκυμβάλων της Σιωπής, που κυκλοφόρησαν στο τέλος της ίδιας εκείνης χρονιάς.
Εδώ πρέπει να πω πως, αν δεν εδαπάνησα ποτέ τίποτα για τη δημοσίευση των ποιημάτων μου, δεν απεκόμισα και ποτέ κανένα απολύτως υλικό όφελος απ' αυτά.
Με τις ίδιες, αν όχι κι εντονώτερες αντιδράσεις, υπεδέχθησαν, τη νέα μου συλλογή, οι «πνευματικοί» κύκλοι των συμπολιτών. Γεγονός άξιο να εξαρθή όλως ιδιαίτερα, αν ληφθή υπ' όψη ότι οι καιροί, τώρα, ήσαν μάλλον δύσκολοι: στη Δύση ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ήδη αρχινισμένος, και, στον αττικόν ορίζοντα, είχαν μαζευτεί απελπιστικά μαύρα σύννεφα, που μηνούσαν πολύ προσεγγίζουσες συμφορές.
Τώρα, ποιοι οι αποτελούντες τ' οργισμένο πλήθος, που με καταδίκαζε κι εμένα; Οι αιώνιοι, οι γνωστοί, οι συνηθισμένοι. Πριν απ' όλα οι αδιάφοροι, που οι συνήθεις ασχολίες τους είναι τελείως άλλες και για τους οποίους: πνεύμα, ποίησις, τέχνες, είναι άφραγο χωράφι, όπου πιστεύουν ότι δικαιούνται να μπαίνουν ως το κρίνει το κέφι τους, ν' ανοηταίνουν, να «σπαν πλάκα» κατά το δη λεγόμενο. Μάλιστα όταν βρεθούν και καλοθελητές να τους εμπνεύσουν και ναν τους κάμουν την αρχή!... Γιατί από μόνοι τους δεν θα «επεσήμαιναν» τα αξιοκατάκριτα, τ' αξιογέλαστα: δε θα μπορούσαν, ίσως και δεν θα τολμούσαν2. Ύστερα οι «νερόβραστοι», αυτοί που πιθανόν να έχουν κάποιο μικρό ενδιαφέρον για μιαν ελάχιστη περιοχή της τέχνης και που, μέσ' στην άγνοια και την αμάθειά τους, την ημιμάθειά τους έστω, παίρνουν κι αυτοί το δικαίωμα να επιτίθενται και να βρίζουν μ' όσους διαφωνούν. Έπειτα οι καθαρώς κακοί, που απονέμουν εις εαυτούς, έτσι, το δικαίωμα να βλάπτουν τους συνανθρώπους με κάθε πρόφαση. Αλήθεια, οι αναγνωρίζοντες εις εαυτούς δικαιώματα δεν αξίζουν και πολλά πράγματα: ο πραγματικά πνευματικός άνθρωπος καθήκοντα, και μόνο, παραδέχεται κι αναγνωρίζει στον εαυτό του.
Για να δώσω μια σαφή εικόνα της όλης καταστάσεως, αντιγράφω από άρθρο γνωστού κριτικού, σχετικά με τον καιρό που λέω: «Την εποχή εκείνη των ακαθόριστων ακόμη αισθητικά και κριτικά όρων και αποχρώσεων της νέας ποίησης, οι δύο συλλογές του Εγγονόπουλου συμβάλανε αποφασιστικά για την τελειωτική αποκρυστάλλωση της έννοιας υπερρεαλισμός στην αντίληψη πολλών, σαν πνευματικό σκάνδαλο, δίχως προηγούμενο στην ιστορία της λογοτεχνίας μας. Ο Εγγονόπουλος έγινε από τότε στόχος μιας παράφορης κι αντιπνευματικής, στο βάθος, καταδρομής από χρονογράφους, επιθεωρησιογράφους, λόγιους, κριτικούς και ποιητές, που γρήγορα γενικεύτηκε σε τυφλή επίθεση κατά της νέας μας ποίησης και λογοτεχνίας. Μα ενώ σιγά-σιγά το έργο των άλλων άρχισε να γίνεται δεκτό "κατά δόσεις" σαν αληθινή και νέα ποίηση, στον Εγγονόπουλο δε δόθηκε ακόμη χάρη και τ' όνομά του, στημένο στην πιο απλησίαστη περιοχή της λογοτεχνίας μας σαν κατηγορηματική απαγόρευση,...» κλπ. Και πρέπει να γίνη απόλυτα πιστευτός ο κριτικός μας, γιατί έχει τις πληροφορίες του από θετική πηγή. Ενώ, σήμερα, έχω την τιμή να τον συγκαταλέγω ανάμεσα στους πιο χαριτωμένους μου φίλους, φίλους και του προσώπου μου και της δουλειάς μου, πρέπει να ομολογήσω πως, τότε, μετριόνταν ανάμεσα στους πιο ανελέητους, στους πιο αδυσώπητους επιτιμητάς κι επικριτάς μου.
Η κυρία Μ. Κρανάκη, μετά την έκδοση του Domaine Grec, δηλαδή μετά το 1947, περιγράφει αυτή την «ηρωική εποχή» στον τόπο μας, στο παρισινό περιοδικό Critique: «...la reaction du public fut beaucoup plus violente qu'ailleurs. Le seul titre assez peu provocant de Clavecins du Silence, recueil de vers d'Engonopoulos, souleva des vagues d'hysterie».
Σημειωτέον ότι στο μεταξύ ο πόλεμος είχε φτάσει πια ως εδώ. Στρατεύθηκα και με έστειλαν στην πρώτη γραμμή, στην «γραμμή πυρός», όπου με βαστήξανε πεισματάρικα, μέχρι το τέλος των επιχειρήσεων. Δίχως καμιάν ανάπαυλα, αν εξαιρέσω ένα αρκετά βασανιστικό «ιντερμέδιο» στη «Διλοχία Πειραιώς», απλούν «πειθαρχικόν λόχον». Γιατί κανείς δεν αγνοεί ότι, ιδιαίτερα στην περίοδο της όντως αλησμονήτου «4ης Αυγούστου», ο όρος «διανοούμενος» συνεπήγετο και την έννοια του «υπόπτου». Ύστερα από φονικότατη μάχη, στις 13 Απριλίου 1941, συνελήφθην αιχμάλωτος, κρατήθηκα, με τους συναδέλφους μου, παρανόμως, από τους Γερμανούς, σε στρατόπεδα «εργασίας αιχμαλώτων», δραπέτευσα, αλώνισα, με τα πόδια, πάνω από την μισήν Ελλάδα, και τέλος επέστρεψα εις τα ίδια. Η εχθρότης και τα «rires jaunes» διατηρόνταν ακόμη αναλλοίωτα, και διετηρήθησαν μέχρι την εποχή του «Μπολιβάρ». Το ποίημα άρεσε στην τότε νεολαία και, σιγά-σιγά, η κατάσταση άρχισε να μαλακώνη. Ίσαμε το σημείο να μου απονεμηθή, το 1958, από το Υπουργείο Παιδείας, το «Α? βραβείο ποιήσεως» για την εκδοθείσα τον προηγούμενο χρόνο συλλογή μου, αλλά και «διά την προτέραν ποιητικήν προσφοράν» μου. Είναι η μόνη τιμή που μου έγινε ποτέ από το επίσημο κράτος. Με ξάφνιασε δε διπλά, γιατί πρώτον δεν είχα κάμει καμιάν αίτηση και, ως το συνηθίζω, κανένα διάβημα, γι' αυτό το σκοπό, αλλά και γιατί τα περισσότερα μέλη της Επιτροπής δεν ήσαν φίλοι της δουλειάς μου, και πολλά εξακολουθούν να μην είναι και σήμερα.
Είπα, πιο πάνω, ότι οι βιαιότητες των εναντίον μου επιθέσεων δεν με σταματήσανε ποσώς από του να ζωγραφίζω και να «γράφω» ποιήματα. Δεν μπορώ όμως να πω ότι δεν με δυσκόλεψαν, και πολύ μάλιστα, στη ζωή μου5. Καθώς δεν είμαι «οικονομικώς ανεξάρτητος», και μη έχοντας ικανότητα καμιά γι' αυτά που λεν «διπλωματίες», εργάστηκα συνεχώς, σκληρά, ως υπάλληλος, χωρίς να λείψω ούτε στιγμή. Για να εξασφαλίσω και την ελευθερία μου, και τον λίγο καιρό, και τα ακόμη λιγώτερα μέσα που μου επέτρεψαν να εργαστώ καλλιτεχνικά. Ένας Θεός ξέρει τι απαιτητική, τι πολυδάπανη είναι η ζωγραφική επιστήμη. Τον Μαικήνα δεν τον συνήντησα ποτέ. Υπήρξα καλός υπάλληλος κι αυτό μου το επιτρέπουν ναν το πω τα διάφορα πιστοποιητικά «ικανοποιήσεως» των κατά καιρούς, λίγων ευτυχώς, εργοδοτών μου. Εύκολο να φανταστή κανείς με τι επιεική διάθεση οι διάφοροι εργοδόται είχαν την όρεξη να του εξασφαλίσουν «τα προς το ζην», σε υφιστάμενο που είχε την φήμη του ποιητού, και μάλιστα του «σκανδαλώδους ποιητού»! Ένας-δυο μού εφέρθηκαν και αφάνταστα σκληρά. Σήμερα, η πείρα μου μού επιτρέπει ναν το πω, με απόλυτη ευθύνη, πως, στον τόπο μας, και μάλιστα στα χρόνια τα δικά μας, η εκτίμησις εκδηλώνεται με αμείλικτη καταδίωξη. Πιστεύω πως, παλαιότερα, τον πνευματικό άνθρωπο, η νεο-ελληνική κοινωνία τον περιέβαλλε μόνο μ' απόλυτη αδιαφορία, δίχως μίσος.
Πάντως το πλέον οδυνηρό της όλης προπολεμικής μου αυτής περιπέτειας ήταν άλλο. Η στάσις των «ανθρώπων του πνεύματος» και των «συναδέλφων» γύρω μου. Από τους αδιάφορους προς την ποίηση, ή μάλλον τους ξεκάθαρα εχθρούς της ποιήσεως, οι λοιδωρίες κι οι επιθέσεις σ' έναν γνήσιο εκπρόσωπό της. Χαρά τους να τον βρίσουν, να προσπαθήσουν να τον εξοντώσουν. Μέχρις εκείνων που μπορούσανε να καταλάβουν τι έλεγα, και να προσπαθήσουν να απαλύνουν, να κατευνάσουν το άνομο φέρσιμο, αλλά δεν το έκαμαν, ωθούμενοι είτε από συμφέρον, είτε από σκέτη ζήλεια. Μιαν απέραντη κλίμακα, απαισία τη θέα, ανθρωπίνων αδυναμιών και ανανδρίας. Μπροστά μου, άλλοι μου έκαναν τον φίλο, άλλοι τον επιεική, πίσω μου όλοι τους συνένωναν τις φωνές τους με το σκυλολόι. Να μη λείψουν να εκδικηθούν, με τον τρόπο τους, εκείνον που έκανε αυτό που κι οι ίδιοι θα ποθούσαν να έκαναν, αλλά δεν είχαν την ικανότητα.
Κι οι Θεοί ηττώνται όταν τα βάλουν με τη βλακεία (Dummheit), λέει ο Γερμανός ποιητής. Πού θα βρισκόμουν καταβαραθρωμένος, που δεν είμαι, απλώς, παρά ένας ζωγράφος και ποιητής με σώμα θνητό; Αν εσώθηκα, αυτό το χρωστώ στους ελάχιστους φίλους που μου παραστάθηκαν. Και, προ πάντων, σε δύο μεγάλους που μ' ευεργετήσανε ποικιλοτρόπως, και για τους οποίους πρέπει να πω εδώ την μεγάλη μου ευγνωμοσύνη. Εννοώ τον μεγάλο ζωγράφο Κωνσταντίνο Παρθένη και τον μεγάλο ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο.
Ο Κωνσταντίνος Παρθένης είναι ένας πραγματικά μεγάλος ζωγράφος. Ένας από τους πιο μεγάλους της εποχής μας και συνεπώς όλων των εποχών. Ευτύχησα να σπουδάσω κοντά του. Έτσι, όχι μόνο επωφελήθηκα της υπέροχης διδασκαλίας του: ό,τι γνωρίζω στη ζωγραφική το οφείλω, αποκλειστικά, σ' αυτόν. Αλλά, ταυτόχρονα, μου επετράπη να γνωρίσω τον άνδρα και να εμψυχωθώ, για όλη μου τη ζωή, έναν άνθρωπο υψηλόφρονα, ευθύ, άτεγκτο και ανεπηρέαστο στο δρόμο της αρετής, μεγάλης καλλιεργείας, αφάνταστου ψυχικού πλούτου και μεγαλείου, κομψότατο, απέραντο καλό, έναν αληθινό αριστοκράτη του πνεύματος και της ζωής.
Τα ίδια έχω να πω και για τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Ευτύχησα, επίσης, να γνωρίσω κάπως από κοντά τον μεγάλο ποιητή. Πάντοτε με έθελξαν και με γοήτευσαν και με παρηγόρησαν στη ζωή (νά η αποστολή της ποιήσεως!), τα υπέροχα έργα του. Τα ποιήματά του, καθώς και όλα του τα γραπτά, είναι προϊόντα μιας μεγάλης φαντασίας, ενός πάρα πολύ πλουσίου πνευματικού και ψυχικού κόσμου, μιας άψογης όσο και βαθειάς γνώσης του ωραίου και του καλού. Τα έργα του και η ζωή του τοποθετούν τον Ανδρέα Εμπειρίκο, ισάξιο, πλάι σ' έναν Σολωμό, σ' έναν Baudelaire, σ' έναν Lautreamont, σ' έναν Δάντη. Ο άνδρας, ακριβώς όπως ο Παρθένης: υπέροχος. Πρέπει να ειπωθή το ίδιο και γι' αυτόν όπως και για τον μεγάλο ζωγράφο: ένας αριστοκράτης του πνεύματος και της ζωής.
Τον Εμπειρίκο ευγνωμονώ και γι' άλλο κάτι: είναι ο πρώτος που, στο μεγάλο σάλο, σήκωσε θαρραλέα τη φωνή και διαμαρτυρήθηκε για τον άδικο κατατρεγμό μου. Και επέβαλε σιωπή. Γιατί ποτέ δεν έστερξε την ψευτιά και την αδικία. Πάντοτε στάθηκε έτοιμος να υπερασπίση ό,τι θεωρούσε σωστό και δίκαιο, και να στηλιτεύση κάθε τι που έβλεπε άδικο, ή απλώς κακό. Απίστευτα ανιδιοτελής, ποτέ ο ίδιος δεν καταδέχτηκε μικροσυμφέροντα και μικροπολιτικές, όπως συνηθίζεται, ευρύτατα, εδώ κι αλλού. Όμοια με τον Παρθένη, δουλεύει μέσ' στην καθαρή χαρά, κι είναι το έργο τους, το έργο τους και μόνο, και των δυονώ, που θαν τους τοποθετήσει, ασφαλώς και ακόπως, στη θέση που κατέχει δικαιωματικά ο καθείς τους και στον ελληνικό ορίζοντα και στον παγκόσμιο: μια από τις πρώτες.
Το σημείωμα αυτό, που πρέπει να είναι όσο το δυνατό συντομώτερο, δεν μου επιτρέπει να επεκταθώ και στο ποιητικό μου «πιστεύω». Άλλωστε ενυπάρχει μέσα στις γραμμές των ποιημάτων των συλλογών. Τον καλό μου αναγνώστη, αν θέλη, θα τον παραπέμψω στα άρθρα, διαλέξεις, κεφάλαια βιβλίων, με τα οποία ετίμησαν το ποιητικό μου έργο οι κύριοι Ανδρέας Εμπειρίκος, Robert Levesque, Rene Etiemble, Ανδρέας Καραντώνης και Γεώργιος Θέμελης. Εκεί εξηγούν και τις προθέσεις μου και τα επιτεύγματά μου.
Θα περιοριστώ σε μερικές γραμμές μόνο για τη γλώσσα που χρησιμοποιώ. Κι η οποία δέχτηκε συχνά τον χαρακτηρισμό, σαν ψόγο, της «μικτής». Πρέπει να πω πως είναι απλούστατα η γλώσσα που μιλώ. Άλλωστε πρωτεύουσα σημασία δεν έχει το να γίνεται κανείς αντιληπτός από κείνους που επιθυμούν, πραγματικά, να τον καταλάβουν; Νόμιμη γλώσσα, για μας, είναι η γλώσσα η ελληνική. Δεν έχουν κανένα νόημα απολύτως αυτές οι γνώμες οι φανατικές για «μικτή», «καθαρεύουσα», «δημοτική». Πρέπει ν' αντιμετωπίζονται με απόλυτη αδιαφορία ή, αν το θεωρούμε σκόπιμο, μ' αυτόν τον μόνον επιτρεπόμενο φανατισμό: εκείνον που εμπνέει τον πόλεμο εναντίον κάθε είδους φανατισμού.
Τις γνώσεις μου στη γλώσσα την ελληνική πιστεύω πως τις βοήθησε η απέραντη αγάπη που έχω για την ανάγνωση αρχαίων, βυζαντινών και μεταβυζαντινών κειμένων. Τα βιβλία μου με τ' αρχαία και τα βυζαντινά κείμενα ήτανε, τα περισσότερα, σ' «ευρωπαϊκές» εκδόσεις, με τις εξηγήσεις και τα σχόλια γραμμένα στα γαλλικά ή τα λατινικά. Πολλά βυζαντινά και, σχεδόν, τα πιο πολλά μεταβυζαντινά, ήσαν δικών μας εκδόσεων. Η καθαρεύουσα (και καμιά φορά υπέρ-καθαρεύουσα) των Σάθα, Λάμπρου, Ξανθουδίδη, και των σημερινών ακόμη, στις σημειώσεις και τις μελέτες που συνόδευαν τα κείμενα, όχι μόνο δεν μ' εξένιζε, σαν τις γαλλικές και τις λατινικές που είπα, αλλ' αντίθετα μ' έκανε να παρατηρήσω πώς συνδέονταν και, στο τέλος, συγχέονταν με τη γλώσσα του μελετούμενου γραπτού. Έτσι κατάλαβα πως η γλώσσα η ελληνική είναι μία. Κι ότι είναι μάλλον έλλειψη σοφίας να προσηλώνεται κανείς πεισματάρικα σε μια και μόνο, αποκλειστικά, μορφή της, να περιφρονή αυτόν τον αμύθητο πλούτο, το θησαυρό, που έχει στη διάθεσή του. Και να μην αντλή, ελεύθερα, με σεβασμό και προσοχή φυσικά, για να λαμπρύνη το στίχο του, να ενισχύση το νόημά του. Ακριβώς όπως μας διδάσκουν τ' αθάνατα γραπτά του Παπαδιαμάντη και του Καβάφη. Όπως κάμω στη ζωγραφική μου. Όπου δεν αποκλείω κανένα χρώμα να βρη την κατάλληλη θέση του και να συμβάλη, κι αυτό, στην γενική αρμονία του πίνακος. Όπως, πλάι από τα διδάγματα του Πολυτεχνείου, πάλι στη ζωγραφική μου, προσθέτω, και συνθέτω, τα διδάγματα των Βυζαντινών, των Αρχαίων και των «λαϊκών», σαν τον Θεόφιλο και τους άλλους.
Θα ήταν ασυχώρετη παράλειψις να μην πω, εδώ, για τα λίγα, φευ, χρόνια που πέρασα κοντά στον Μενέλαο Φιλήντα. Πράγματι, πρόλαβα τον μεγάλο γέροντα, και είχα την μεγάλη τύχη ν' ακούσω τα σοφά και πολύτιμα λόγια του μεγαλοφυούς γλωσσολόγου.
(Aπό το βιβλίο: Νίκος Εγγονόπουλος, Ποιήματα Α', Ίκαρος, 1977).






ΑφιέρωμαΒιογραφικόVideo
Βιογραφικό

Νίκος Εγγονόπουλος
(1907-1985)
1907 21 Οκτωβρίου. Γέννηση του Νίκου Εγγονόπουλου στην Αθήνα, δεύτερος γιος του Παναγιώτη και της Ερριέττης.
1914 Καλοκαίρι. Ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη. Η οικογένεια εγκαθίσταται αναγκαστικά εκεί μετά την κήρυξη του πολέμου.
1923-1927 Ο Νίκος Εγγονόπουλος γράφεται εσωτερικός σε Λύκειο στο Παρίσι. Τις αργίες μένει στο σπίτι του θείου του ιατρού Λιάμπεη.
1927 (Νοέμβριος) - 1928 (Ιούλιος). Υπηρετεί τη θητεία του ως στρατιώτης ακροβολιστής στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού.
1928-1930 Εργάζεται ως μεταφραστής σε Τράπεζα και ως γραφέας στο Πανεπιστήμιο. Παράλληλα πηγαίνει στο νυχτερινό Γυμνάσιο του Ψυρρή για να αποκτήσει και ελληνικό Απολυτήριο.
1930 (Οκτώβριος) - 1933 (Μάρτιος). Εργάζεται ως ημερομίσθιος σχεδιαστής στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων.
1932 Γράφεται στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και γίνεται μαθητής του Κωνσταντίνου Παρθένη. Παράλληλα φοιτά στο εργαστήριο του Φώτη Κόντογλου όπου ένα χρόνο πριν είχε ξεκινήσει ο Γιάννης Τσαρούχης. Οι δύο μαθητές θα βοηθήσουν τον Κόντογλου στις τοιχογραφίες του σπιτιού του.
1934 «Εγγονόπουλος Φαναριώτης», πορτρέτο «δια χειρός Φωτίου Κόντογλου». (Αυγό σε ξύλο 25,5 x 20 εκ. Συλλογή Ρ. Κοψίδη). Μαϊος. Διορίζεται στην Τοπογραφική Υπηρεσία του Υπουργείου Δημοσίων Έργων ως ημερομίσθιος υπάλληλος. Μετά έξι χρόνια ακριβώς, τον Μαϊο του 1940, μονιμοποιείται (Σχεδιαστής Α΄ Τάξεως).
1937 Πεθαίνει ο πατέρας του στην Κωνσταντινούπολη.
1938 Ιανουάριος. [Οι «ακαδημαϊκοί και η Τέχνη»] απάντηση σε έρευνα του περ. Νεοελληνική Λογοτεχνία (τεύχος 3). Ο Νίκος Εγγονόπουλος παρουσιάζει για πρώτη φορά έργα του, τέμπερες σε χαρτί που εικονίζουν παλιά σπίτια πόλεων της Δ. Μακεδονίας, στην Έκθεση «Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως», οργανωμένη από το σύλλογο «Ελληνική Λαϊκή Τέχνη» στην Αίθουσα Στρατηγοπούλου. Συνεργάζεται ακόμη στις μακέτες των αρχοντικών που κατασκευάζει Δ. Πικιώνης με χορηγία του Υφυπουργού Τουρισμού. Φεβρουάριος. Μεταφράζει ποιήματα του Tristan Tzara που δημοσιεύονται στο τεύχος Υπερ(ρ)εαλισμός Α'. [Τα ίδια ποιήματα αναδημοσιεύονται στο βιβλίο Tristan Tzara, Υπερρεαλισμός και μεταπόλεμος, «Ύψιλον/βιβλία», 1979]. Τελειώνει τις εργαστηριακές σπουδές στη Σχολή του. (Το δίπλωμα θα το πάρει αρκετά χρόνια μετά, τον Ιανουάριο του 1956].
Δημοσιεύει τρία ποιήματα - Εκεί, Ο μυστικός ποιητής, Νυκτερινή Μαρία - στο περ. Ο Κύκλος (τεύχος 4) του Απόστολου Μελαχρινού. Ιούνιος. Τυπώνεται η πρώτη ποιητική του συλλογή: Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν / 1938 / «Κύκλος» / Αθήναι. 8ο, σελ.64. «Τυπώθηκε στας Αθήνας τον Ιούνιο του 1938 στα τυπογραφεία του «Κύκλου».
Σχεδιάζει τα σκηνικά και τα κουστούμια για το έργο του Πλαύτου Μέναιχμοι (Θέατρο Κοτοπούλη, Σκηνοθεσία Γ. Σαραντίδης). Δεκέμβριος.  Τυπώνεται το βιβλίο: Απόστολου Μελαχρινού / Απολλώνιος / με εικόνες του ζωγράφου Νίκου Εγγονόπουλου / έκδοση «Κύκλου» / Αθήνα 1938.
1939 Σεπτέμβριος. Τυπώνεται η συλλογή ποιημάτων του: Τα Κλειδοκύμβαλα της Σιωπής / Αθήναι / «Ιππαλεκτρυών» / 1939. 8ο, σελ.98. Νοέμβριος. Πρώτη ατομική έκθεση ζωγραφικής στο σπίτι του Νίκου Καλαμάρη (Κριεζώτου και Ελευθ. Βενιζέλου).
Κυκλοφορεί το Λεύκωμα Ελληνικής Μόδας με εξώφυλλο και σχέδια του Νίκου Εγγονόπουλου.
Κατασκευάζει μετάλλιο για λογαριασμό του Υπουργείου Τύπου και Τουρισμού. Σχεδιάζει τα σκηνικά και τα κουστούμια για την Ηλέκτρα του Σοφοκλή (Θέατρο Κοτοπούλη. Σκηνοθεσία Κάρολου Κουν). Συμμετέχει σε ομαδική έκθεση Ελλήνων καλλιτεχνών στην Ν.Υόρκη.
1941 Ιανουάριος. Επιστρατεύεται για το Αλβανικό μέτωπο.
1942 Συμμετέχει στην «Επαγγελματική» έκθεση ζωγραφικής του Ζαππείου. Το ίδιο και τον επόμενο χρόνο(1943). Ο σύλλογος «Ελληνική Λαϊκή Τέχνη» αναθέτει στους αρχιτέκτονες Ν. Αργυρόπουλο κα Αλ. Παπαγεωργίου καθώς και στον Νίκο Εγγονόπουλο να σχεδιάσουν παλιά σπίτια της Αθήνας. Γράφει το Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα.
1944 Μάρτιος. Δημοσιεύει «Επτά ποιήματα» στο περ. Τα Νέα Γράμματα (χρ.Ζ' τεύχος2).
Σεπτέμβριος. Τυπώνεται σε βιβλίο ο Μπολιβάρ / «Ίκαρος», Αθήνα 1944.
1945 Άνοιξη. Δημοσιεύει τρία ποιήματα στο περ. Τετράδιο (τεύχος 1ο). Μάιος.
Αποσπάται από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων στο Ε. Μ. Πολυτεχνείο ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου του Δ. Πικιώνη. Στη θέση αυτή θα παραμείνει, με συνεχείς ανανεώσεις της απόσπασης, ως το 1956. Ιούλιος.  Δημοσιεύει επτά ποιήματα από την «Επιστροφή των πουλιών» στο περ. Τα Νέα Γράμματα (χρ. Ζ', τεύχος 5-6). Σεπτέμβριος.
Γράφει το ποίημα Πικασσό ποιητής και το άρθρο Ο Πικασσό ποιητής (όπου και μεταφράσεις ποιημάτων του Πικασσό) για το περ. Τετράδιο (τεύχος 2ο). Σχεδιάζει τα σκηνικά και τα κουστούμια για το έργο Καποδίστριας Ν. Καζαντζάκη (Εθνικό Θέατρο. Σκηνοθεσία Σωκράτη Καραντίνου). Δεκέμβριος. Κυκλοφορεί το περ. Τετράδιο με εξώφυλλο Νίκου Εγγονόπουλου και το κείμενο του Ανδρέα Εμπειρίκου «Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου» (τεύχος 3ο).
1946 Μάιος. Τυπώνεται η ποιητική του συλλογή: Η / Επιστροφή των Πουλιών / «Ίκαρος» /1946.
1948 Ιανουάριος. Συμμετέχει με κείμενο του στο «Αφιέρωμα των ελλήνων ποιητών στον ποιητή Απόστολο Μελαχρινό για τα 40 χρόνια των Παραλλαγών του» που εκδίδει το περ. Ο κύκλος. Δεκέμβριος. Τυπώνεται η συλλογή του: Έλευσις / «Ίκαρος» / 1948.
Πίνακες του Νίκου Εγγονόπουλου από την Καστοριά («Σπίτι Πηχεών») και την Ζαγορά («Το Σχολείο του Ρήγα») τυπώνονται στα λευκώματα της σειράς «Πινακοθήκη της Τέχνης του Ελληνικού Λαού. Α' Αρχιτεκτονική των κοσμικών μνημείων», Τεύχος 1. Αρχοντικά της Καστοριάς. Αθήνα 1948 και Τεύχος 2. Σπίτια της Ζαγοράς Πηλίου. Αθήνα 1949, που εκδίδονται από το σύλλογο «Ελληνική Λαϊκή Τέχνη».
1949 Συμμετέχει στην Πανελλήνια Έκθεση του Ζαππείου (το ίδιο τις χρονιές 1952, 1957, 1963, 1965, 1967, 1971, 1973 και 1975). Συμμετέχει στην Ίδρυση του καλλιτεχνικού ομίλου «Αρμός» που έχει σκοπό την προώθηση μιας σύγχρονης αισθητικής κίνησης στην Ελλάδα (άλλα μέλη είναι ο Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Γ. Τσαρούχης, ο Γ. Μόραλης, ο Ν. Νικολάου, η Ναταλία Μελά, ο Π. Τέτσης, ο Γ. Μαυροϊδης). Εκθέτει έργα του με τον «Αρμό» τον ίδιο χρόνο, το 1950 (Αθήνα και Θεσσαλονίκη) και το 1952. Πίνακες του παρουσιάζονται και στο Ελληνικό Περίπτερο της Παγκοσμίου Εκθέσεως της Νέας Υόρκης. Σεπτέμβριος.
Δουλεύει στο Υπουργείο Οικισμού και Ανοικοδομήσεως με την ομάδα αρχιτεκτόνων του Δ. Πικιώνη για τον σχεδιασμό νέων κτιρίων στις καταστραμμένες περιοχές (Πειραιάς κ.α.).
Σχεδιάζει τη μακέτα της Πανελληνίου Εκθέσεως Λαϊκής Βιοτεχνίας και Χειροτεχνίας.
1950 Μάρτιος. Γάμος με τη Νέλη Ανδρικοπούλου.
1951 Συμμετέχει σε ομαδική έκθεση σκηνικών Θεάτρου στο Όσλο (και στις παρόμοιες του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου (Ι.Τ.Ι) Αθηνών το 1957 και το 1962, όπως επίσης του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών το Δεκέμβριο του 1959). Συμμετέχει στην έκθεση της Διεθνούς Ένωσης Αρχιτεκτόνων (U.I.A.) Αθηνών (το ίδιο και το 1954). Γέννηση του γιου του Πάνου.
1952 Σχεδιάζει τα σκηνικά και τα κουστούμια για το έργο του Γκολντόνι Ο καλόκαρδος γκρινιάρης (Εθνικό Θέατρο. Σκηνοθεσία Σωκρ. Καραντινού). Συμμετέχει στην αγιογράφηση της εκκλησίας του Αγ. Σπυρίδωνα στη Νέα Υόρκη (που έχει αναλάβει ο Φ. Κόντογλου). Ο Νίκος Εγγονόπουλος κάνει τις εικόνες του Δωδεκαόρτου και του τέμπλου.
1953 Συμμετέχει σε ομαδική έκθεση Ελλήνων ζωγράφων στη Ρώμη και στην Οττάβα (η έκθεση συνεχίζεται στο Έντμοντον, το Τορόντο, το Βανκούβερ το 1954 και το Σάο Πάολο το 1955).
1954 Δημοσιεύει το ποίημα «Ο Ατλαντικός» στο περ. Αγγλοελληνική Επιθεώρηση (τόμος ΣΤ', τεύχος 3ο, Χειμώνας '53-'54) μαζί με μία ελαιογραφία [Ιάσων]. Φεβρουάριος.
Ανάτυπο: Ο Ατλαντικός / Αθήνα 1954 Καλοκαίρι. Εκπροσωπεί την Ελλάδα στην 27η Διεθνή Έκθεση Biennale της Βενετίας με 72 έργα του. [Κατάλογος La Biennale di Venezia (XXVII), Grecia, Nicos Engonopoulos, «Lombroso» Venezia, 1954 με εισαγωγή του R. Paluchini και ένα κείμενο του D.E. Evanghelides]. Διαφημιστική μακέτα για το περ. Ο Ταχυδρόμος.
Βγαίνει το διαζύγιο του με τη Νέλη Ανδρικοπούλου. 1956 (Μάιος) [«Σημεία επαφής της Μοντέρνας Τέχνης με το ιδεώδες της Ελληνικής Τέχνης»] απάντηση σε έρευνα του περ. Ζυγός (τεύχος 7). Ιούνιος.  Εκλέγεται μόνιμος επιμελητής του Ε. Μ. Πολυτεχνείου (Εισηγητές είναι ο Δ. Πικιώνης και Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας). Διορίζεται στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου. Παραιτείται οριστικά από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων.
1957 Απρίλιος. Τυπώνεται η νέα ποιητική συλλογή: Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω / «Ίκαρος» / 1957. Μάιος. Διορίζεται επιμελητής στην έδρα Γενικής Ιστορίας της Τέχνης (καθηγητής Δημήτρης Ευαγγελίδης). Συμμετέχει σε ομαδική έκθεση ζωγραφικής στη Θεσσαλονίκη. Όμοια το 1966 και το 1973 (Αίθουσα «Τέχνη»). Σχεδιάζει τα σκηνικά και τα κουστούμια για τις παραστάσεις Κόρη, Μορφές μιας γυναίκας, Μήδεια και Ρίγκ και Τρομπέττα του «ΕλληνικούΧοροδράματος», της Ραλλούς Μάνου. Νοέμβριος. Μακέτα για το τουριστικό φυλλάδιο του ΕΟΤ: Αίγινα. Το ξενοδοχείο του χωριού.
1958 Δεκέμβριος. Παίρνει το Πρώτο Βραβείο Ποιήσεως του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας για την τελευταία του συλλογή.
1959 Συμμετέχει στην ομαδική έκθεση του «Ζυγού».  Σχεδιάζει τα σκηνικά και τα κουστούμια για το έργο του Ευριπίδη Ίων και του Αισχύλου Προμηθέας Δεσμώτης («Θυμελικός Θίασος» του Λίνου Καρζή).
1960 Δεύτερος γάμος του Νίκου Εγγονόπουλου με την Ελένη Τσιόκου. Μαϊος.
Διορίζεται επιμελητής στο Εργαστήριο Προπλασμάτων (Διευθυντής ο καθηγητής Κ. Μπίρης). Αύγουστος. Ταξίδι στην Ελβετία, Γερμανία και Αυστρία.
1961 Γέννηση της κόρης του Ερριέττης. Αύγουστος
Ένα κείμενο για τον Φουτουρισμό στο περ. Ζυγός (τεύχος 68-69).  «Η αρχιτεκτονική των Αθηνών της σήμερον», στο περ. Τεχνική Επιθεώρησις (τεύχος 5).
«Το χορόδραμα» και [«Η μεταφορά των ελληνικών φορεμάτων, πάνω στη σκηνή»]. Δύο κείμενα στον τόμο Ελληνικό Χορόδραμα.
1962 Μάρτιος. Το ποίημα «Η εικών» στο περ. Πνευματική Κύπρος. Ιούνιος.
[«Για το ενιαίο Πνευματικό Κέντρο»] απάντηση στο περ. Ζυγός (τεύχος 78-79).
Σκηνικά και κουστούμια για το έργο του Μπέρτολντ Μπρεχτ Το ρομάντζο της πεντάρας (Σκηνοθεσία Ν. Χατζίσκου), του Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω Καίσαρ και Κλεοπάτρα (Σκην. Αλέξη Σολομού), και του Μολιέρου Ο αρχοντοχωριάτης (Κρατικό Θέατρο Β. Ελλάδος. Σκην. Σωκράτη Καραντινού).  Δεκέμβριος. Τυπώνεται σε νέα έκδοση, με σημειώσεις, το ποίημα: Μπολιβάρ / Δευτέρα έκδοσις / Με 8 έγχρωμους πίνακες / εκτός κειμένου / Ίκαρος 1962.
1963 Φεβρουάριος. Ατομική έκθεση ζωγραφικής στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο. Στα εγκαίνια, ομιλία του με θέμα «Ελάχιστα τινά περί της γενέσεως του έργου μου».
«Ελάχιστα για το θαύμα του Κρητικού Θεάτρου», ένα κείμενο στο περ. Θέατρο, (τεύχος 7).
Μάρτιος. Η ομιλία που έκανε στα εγκαίνια της έκθεσής του στο Α.Τ.Ι. δημοσιεύεται με τον τίτλο «Διάλεξη» στο περ. Επιθεώρηση Τέχνης (τομ ΙΖ', τεύχος 99). Και σε ανάτυπο «με 5 εικόνες εντός του κειμένου και 1 έγχρωμη εκτός κειμένου». Πεθαίνει η μητέρα του στην Αθήνα.
1964 Ιανουάριος. Συμμετέχει στην Αναμνηστική Έκθεση για τον Γ. Μπουζιάνη και τον Δ. Ευαγγελίδη. Φεβρουάριος. Παραιτείται από το Ε. Μ. Πολυτεχνείο. «Δύο μορφές ενός πίνακος και τρία ποιήματα για το θάνατο τριών ποιητών» στο περ. Πάλι (τεύχος 2-3).
Σχεδιάζει τα σκηνικά και τα κουστούμια για το έργο του Ευριπίδη Ιππόλυτος (Κρατικό Θέατρο Β. Ελλάδος. Σκην. Σωκρ. Καραντινού) Συμμετέχει σε ομαδική έκθεση Ελλήνων ζωγράφων στις Βρυξέλλες. Νοέμβριος. Κυκλοφορεί ο δίσκος Ο Εγγονόπουλος διαβάζει Εγγονόπουλο από την εταιρεία «Διόνυσος».
1965 Σχεδιάζει τα σκηνικά και τα κουστούμια για το έργο του Αριστοφάνη Λυσιστράτη (Κρατικό Θέατρο Β. Ελλάδος. Σκην. Σωκρ. Καραντινού). Ιούλιος. Δήλωση [«Για τη Δημοκρατία»] στο έκτακτο τεύχος του περ. Επιθεώρηση Τέχνης.
1966 Τιμάται για το ζωγραφικό του έργο με το παράσημο Χρυσούς Σταυρός του Γεωργίου του Α'. Ιούνιος. [«Για τον Άγγελο Σικελιανό»] στην εφημ. Τα Νέα (22/6). Οκτώβριος Δεύτερη έκδοση από τον «Ίκαρο» των συλλογών Μην ομιλείτε ει τον οδηγόν και Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής σε ένα τόμο με σχόλια και σημείωμα αυτοβιογραφίας. Δεκέμβριος Δημοσιεύει στο περ. Πάλι (τεύχος 6) εννέα ποιήματα και δύο πίνακες.
1967 Οκτώβριος. Εκλέγεται έκτακτος μόνιμος καθηγητής του Ε. Μ. Πολυτεχνείου στην έδρα του Ελευθέρου Σχεδίου.
1968 Μαϊος. Γνώμη περί της «υποθέσεως Παρθένη» δημοσιευμένη στην εφημ. Έθνος (28/5). Δεκέμβριος. Δημοσιεύει στο περ. Λωτός (τεύχος 3) τα ποιήματα «Σύντομος βιογραφία του ποιητού Κωνσταντίνου Καβάφη» και «Essai sur l' inegalite des races humaines».
Κυκλοφορεί ο δίσκος Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα. Μια σύνθεση του Νίκου Μαμαγκάκη σε φόρμα λαϊκής καντάτας. Τραγούδι Γιώργος Ζωγράφος από την εταιρεία «Λύρα».
1969 Δημοσιεύεται το ποίημα «Των ιερών Εβραίων» στο περ. Φιλολογική Πρωτοχρονιά.
Απρίλιος. Εκλέγεται τακτικός καθηγητής στην έδρα του Ελευθέρου Σχεδίου και εντεταλμένος στην έδρα Γενικής Ιστορίας και Τέχνης. Μαϊος. Δημοσιεύει στο περ. Λωτός (τεύχος 4-5) το ποίημα «Ου δύναται τις δυσί κυρίοις δουλεύειν». Δεκέμβριος. Ένα κείμενο για τον Καραγκιόζη στο περ. Λωτός (τεύχος 6).
1971 Συμμετέχει στην έκθεση «Η Νεοελληνική Τέχνη διά το '21. Ζωγραφική - Γλυπτική -Χαρακτική» του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας. Φθινόπωρο.
Δημοσιεύεται το ποίημα «Η μπαλλάντα του Ισιδώρου - Σιδερή Στέικοβιτς» στο περ. Προσανατολισμοί (τεύχος 7, Λάρισα). Νοέμβριος. «Ο γλύπτης Θεόδωρος Βασιλείου», άρθρο στην εφημ. Το Βήμα (28/11). Δεκέμβριος. Του απονέμεται το παράσημο Σταυρός του Ταξιάρχη του Φοίνικος.
1972 Τυπώνεται από τις εκδόσεις του Ε. Μ. Πολυτεχνείου το λεύκωμα Ελληνικά Σπίτια με 18 έγχρωμους πίνακες [«ψυχογραφίες σπιτιών» όπως τους είχε άλλωτε χαρακτηρίσει ο Δ. Πικιώνης]. Τα ποιήματα «Η σημαία» και «Ένα όνειρο: η ζωή», στοιχειοθετούνται για το 6ο τεύχος του περ. Τραμ που όμως διακόπτει τον Ιούνιο την έκδοσή του.
1973 Αύγουστος. Με την συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, αποχωρεί από το Ε. Μ. Πολυτεχνείο. Το 1976 ονομάζεται ομότιμος καθηγητής του. «Τα γκωλ-ποστ», «Το κουτί της Πανδώρας», «Η σημαία» τυπώνονται στον τόμο Χρονικό '73 (έκδοση της γκαλερί «Ώρα»).
1974 Ιανουάριος. «Η βυκάνη», ένα ποίημα στο περ. Ευθύνη (τεύχος 25).
1975 Φεβρουάριος. Ένα κείμενο για τους Τσαγγάρηδες στο περ. Ζυγός (τεύχος 12). Ιούλιος. Απόψεις του [«Για τον Διονύσιο Σολωμό»] περ. Υδρία (τεύχος 16). Οκτώβριος.
Τρία ποιήματα στο περ. Σπείρα (τεύχος 3): «Ο Ορφεύς» (μαζί με τον ομότιτλο πίνακα), «Ένα όνειρο: η ζωή» και «Αλληλουχίες». Και σε ανάτυπο. Ένα κείμενο «Για τον Κόντογλου» στο συλλογικό τόμο Μνήμη Φ. Κόντογλου των εκδόσεων «Αστήρ». Δεκέμβριος.
«Περί ανέμων, υδάτων και άλλων», «Περί αμαδρυάδων» και «Μπερουτιανό» δημοσιεύονται στην ανθολογία Ποίηση '75 των Θ. Θ. Νιάρχου και Α. Φωστιέρη.
1976 Ιανουάριος. Τα ποιήματα «Περί Κροκοδείλου Κλαδά» και «Βιτσέντζος Κορνάρος»δημοσιεύονται στο περ. Η Νέα Ποίηση (τεύχος 7). Τυπώνεται στο Παρίσι και σε μετάφραση Franchita Gonzalez Battle το «Bolivar, un poeme grec». Δίγλωσση έκδοση «VoixFrancois Maspero» σε 2.200 αντίτυπα. Μάρτιος. «Ο Ανδρέας Εμπειρίκος», ένα κείμενο στο αφιέρωμα του περ. Ηριδανός (τεύχος 4). Κείμενο «Για τον Μάρκο Αυγέρη» στο«Αφιέρωμα» των εκδόσεων «Κέδρος». Νοέμβριος. Έκθεση έργων ζωγραφικής του στην Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και ΓενικήςΠαιδείας της Σχολής Μωραϊτη. Τα ποιήματα «Αναπροσαρμογή» και «Το ξάφνιασμα», μαζί με ένα πίνακα εκτός κειμένου, δημοσιεύονται στο περ. Τραμ (2η διαδρομή, τεύχος 3).
1977 Νοέμβριος. Τυπώνεται από τον «Ίκαρο» ο δεύτερος τόμος των Ποιημάτων του, με τις συλλογές: Μπολιβάρ, Η επιστροφή των πουλιών, Έλευσις, Ο Ατλαντικός, Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω. Δεκέμβριος. «Διώνη», «Ένας κάπως ηλικιωμένος γενναίος στρατηγός» δημοσιεύονται στην ανθολογία Ποίηση '77 των Θ. Θ. Νιάρχου και Α. Φωστιέρη.
1978 Οκτώβριος. «Για τον Φώτη Κόντογλου». Κείμενο στο περ. Ζυγός (τεύχος 31).
Νοέμβριος. Τυπώνεται από τον «Ίκαρο» η ποιητική του συλλογή Στην κοιλάδα με τουςροδώνες, με είκοσι έγχρωμους πίνακες και ένα σχέδιο. «Είναι τα ποιήματα μιας εικοσαετίας, μαζί με μερικά άλλα». (Από τις «Σημειώσεις» του ίδιου).
1979 Του απονέμεται για δεύτερη φορά το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως. «Το Ηράκλειο Κρήτης και το Γ' Χριστιανικόν Παρθεναγωγείον», κείμενο στο βιβλίο Έλλη Αλεξίου. Μικρό αφιέρωμα. Εκδ. «Καστανιώτη».
1980 Νοέμβριος. Το κείμενο Ο Καραγκιόζης, ένα ελληνικό θέατρο σκιών, τυπώνεται σε βιβλίο από τις εκδόσεις «Ύψιλον/βιβλία».
1981 Ιανουάριος. «Η Γιαβουκλού», ποίημα στο περ. Η λέξη, τεύχος 1(μικρό αφιέρωμα στον Νίκο Εγγονόπουλο με μια συνέντευξή του, σχέδια και ένα κείμενο του Κ. Γεωργουσόπουλου).
1983 Μάρτιος. Αναδρομική έκθεση του έργου του με 105 πίνακες στην Εθνική Πινακοθήκη /Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου. Απρίλιος. «Καβάφης, ο τέλειος», κείμενο στο Αφιέρωμα στον Καβάφη του περ. Η λέξη (τεύχος 23). Δεκέμβριος. «Τα γαρούφαλα», ποίημα στο περ. Η λέξη (τεύχος 29-30). Η Juventud Griega de Venezuela και ο Editorial Arcadia εκδίδουν από κοινού στο Καράκας το Bolivar. Un poema Griego σε μετάφραση Miguel Castillo Didier.
1984 Νοέμβριος. Ατομική έκθεση με ακουαρέλες, σχέδια και τέμπερες στην γκαλερί «Ζουμπουλάκη».
1985 31 Οκτωβρίου Ο Νίκος Εγγονόπουλος πεθαίνει από ανακοπή της καρδιάς. Κηδεύεται στο Α' Νεκροταφείο της Αθήνας με δημόσια δαπάνη.
...Ναι, εκτελώ συχνά dessins preparatoires ή esquisses για τα έργα μου. Στην αρχή, φτιάχνω πολύ μικρά σχέδια [έργα], σαν αυτό, (15 Χ 15 περίπου εκατοστά) για να μπορέσω να συλλάβω την σύνθεση του πίνακα μου στην τελική της μορφή. Το αρχικό αυτό σχέδιο [έργο] προσπαθώ στη συνέχεια να μεταφέρω στη δοσμένη επιφάνεια του πίνακα. Τοποθετώ ένα χαρτί στο τελάρο όπου εκτελώ το σχέδιο μου με τα repentirs του. Μετά χρησιμοποιώ ένα ψιλό χαρτί, papier riz δηλαδή, για το τελικό σχέδιο. Το σχέδιο αυτό μεταφέρω στον πίνακα με χαρτί carbon. Μετά, χωρίζω στις μορφές τους τόνους. Γιατί η ζωγραφική μου γίνεται κατά τρόπο αρκετά περίεργο. Όταν υπάρχει ένταση ή ιδιαιτερότητα, σε κάποια στιγμή της ζωής, σχηματίζονται στο νου μου εικόνες, τις οποίες προσπαθώ να μεταφέρω στο μουσαμά μου. Στην αρχή δημιουργούνται σχήματα και χρώματα ακαθόριστα, που σιγά σιγά παίρνουν μορφή...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου