Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

O Eπιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου συνδέθηκε με τους εργατικούς αγώνες του λαού


O Eπιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου συνδέθηκε με τους εργατικούς αγώνες του λαού

ΚΕΙΜΕΝΟ: ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Δεν χρειάζεται να αναφερθώ στην απέραντη εκτίμηση, στον θαυμασμό και στην αγάπη που τρέφω για τον Γιάννη Ρίτσο. Ο Ρίτσος μάς δίδαξε ότι η μεγάλη ποίηση και οι μεγάλοι ποιητές μπορούν να ταυτιστούν με τη ζωή του πολίτη. Ο «Επιταφίος» συνδέθηκε με τους εργατικούς αγώνες του λαού, η «Ρωμιοσύνη» με την εθνική αντίσταση, τα «Λιανοτράγουδα» με τους αγώνες κατά της δικτατορίας. Εγώ πρόσφερα απλώς το “όπλο” για να σπάσουμε τα τείχη της μπουρζουαζίας και να μπούμε σε κάθε σπίτι. Ήταν από μέρους μου μια ηθελημένη επαναστατική πράξη, με στόχο να δοθεί ένα άλλο νόημα στο τραγούδι, αλλά και μια ελπίδα στο λαό. Τελικά, επηρεάσαμε και την αισθητική του, ενώ η επικοινωνία της τέχνης με το λαό όχι μόνο επετεύχθη, αλλά πήρε αργότερα διαστάσεις ανέλπιστες...

Το φως της οικουμένης
Στις 9 Μάη του 1936, γίνεται η αιματηρή καταστολή της διαδήλωσης των απεργών καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη που θρηνεί τον πρώτο της νεκρό. Ο Ρίτσος σε τρεις μέρες γράφει τα πρώτα 14 άσματα του «Επιταφίου».
Αυτό το μοιρολόι της μάνας μπροστά στο σώμα του σκοτωμένου γιου της μετατρέπεται σε κοινωνική διαμαρτυρία και εξέγερση. Στον ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο μετακενώνεται η δημοτική και λόγια παράδοση, φορτίζοντας το σύγχρονο δράμα. Η Δικτατορία της 4ης Αυγούστου κατάσχει τα εναπομείναντα 250 αντίτυπα και τα καίει στο Ολυμπιείο.
 «Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου.
Πού πέταξε τ’ αγόρι μου, πού πήγε, πού μ’ αφήνει
χωρίς πουλάκι το κλουβί, χωρίς νερό η κρήνη.
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δεν θωρείς που κλαίω
και δεν σαλεύεις δεν γρικάς τα που πικρά σου λέω…»
Ο Θρήνος 
«…Μέρα Μαγιού μου μίσεψες μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης…”
(Η μάνα βρίσκει ένα σκοπό ύπαρξης, έναν τρόπο ν’ αναστήσει το γιο).
«…Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει

κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει
Και δες, μ΄ανασηκώνουνε, χιλιάδες γιους ξανοίγω,
μα, γιόκα μου, απ΄το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω.
Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου εσύ κοιμήσου,
κι εγώ τραβάω στ΄αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.
Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.
Γιε μου, στ΄αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
Σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου εσύ πουλί μου…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου