Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΕΜΕΙΣ: θεατρικό βασισμένο σε κείμενα του Μακρυγιάννη


Makrygiannis.jpgΑ΄ ΣΚΗΝΗ: Πώς σώθηκε ο Μακρυγιάννης όταν ήταν μωρό πρόσωπα:
αφηγητής ή αφηγήτρια 1
αφηγητής ή αφηγήτρια 2

1. Ο Μακρυγιάννης όταν ήταν μωρό, κόντεψε να πεθάνει και σώθηκε με τρόπο θαυμαστό.

2. Οι Τούρκοι του Αλή Πασά θέλανε να τους σκλαβώσουν. Τότε όλη η φαμελιά του κι όλο του το σόι σηκώθηκαν να πάνε στη Λιβαδειά να ζήσουν εκεί.

1. Έπρεπε όμως να περάσουν το γιοφύρι του Λιδορικιού. Εκεί πάντα φυλάνε καρτέρι οι Τούρκοι.

2. Δεκαοχτώ μέρες γκιζερούσανε στα δάση και τρώγανε αγριοβέλανα κι η μάνα του τον βύζαινε κάθε μέρα.

1. Μην υποφέροντας άλλο την πείνα, αποφάσισαν να περάσουν το γιοφύρι κρυφά.

2. Για να μη κλάψει το μωρό και χαθούν όλοι, της είπαν της μάνας του και το πέταξε στο δάσος.

1. Μετά από λίγο όμως η μάνα μετανογάει και τους λέει:

2. Η αμαρτία του βρέφους θα μας χάσει. Περνάτε εσείς, κι εγώ το παίρνω κι αν έχω τύχη και δεν κλάψει θα σας βρω.

1. Ο Θεός και η Παναγία έβαλαν το χέρι τους και δεν έκλαψε το μωρό.

2. Σώθηκε κι αυτό, σώθηκε κι η μάνα του.

1. Κι όταν έφτασαν στη Λιβαδειά, τους περασπίστηκαν φιλάνθρωποι άρχοντες.

2. Πιάστηκαν, έκαναν σπίτια και υποστατικά.

Β΄ ΣΚΗΝΗ: Όταν οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν
πρόσωπα:
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ
ΚΙΤΣΟΣ
ΜΗΤΡΟΣ

ΚΙΤΣΟΣ: Καπετάν Γιάννη, ο Ντερνύς, ο Γάλλος ναύαρχος λέει πως οι θέσεις μας είναι αδύνατες.

ΜΗΤΡΟΣ: Τι πόλεμο, λέει, θα κάνουμε με τον Μπραΐμη;

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Να του πείτε, είναι αδύνατες οι θέσεις μας, όμως είναι δυνατός ο Θεός που μας προστατεύει.

ΚΙΤΣΟΣ: Μα ο Μπραΐμης έχει λεφούσια στρατό.

ΜΗΤΡΟΣ: Κι εμείς είμαστε ολίγοι μπροστά στο πλήθος του Μπραΐμη.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Κι αν είμαστε ολίγοι, παρηγοριόμαστε ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους.

ΚΙΤΣΟΣ: Ναι, αλλά τώρα πρέπει να τα βάλουμε με θεριά!

ΜΗΤΡΟΣ: Δεν έχει τέλος η καβαλαρία του Μπραΐμη.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούν. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά!

ΚΙΤΣΟΣ: Άμα όμως τα θεριά είναι πολλά;

ΜΗΤΡΟΣ: Τι μπορεί να πετύχουμε εμείς οι ολίγοι;

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Όταν οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν και κάνουν αυτήν την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές φορές κερδαίνουν! Το καταλάβατε, παλικάρια μου;

ΚΙΤΣΟΣ: Ναι.

ΜΗΤΡΟΣ: Έχεις δίκιο, καπετάν Γιάννη.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Άντε, λοιπόν, πάτε στις θέσεις σας και νάστε έτοιμοι για πόλεμο.

Γ΄ ΣΚΗΝΗ: Δι’ αυτά πολεμήσαμεν!

πρόσωπα:
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ
ΘΟΔΩΡΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ

ΘΟΔΩΡΗΣ: Τι σε ήθελαν οι Ευρωπαίοι, Κωνσταντή;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ: Στον Πόρο βρήκα δύο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο.

ΘΟΔΩΡΗΣ: Ήταν ωραία;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ: Ατόφια! Φαίνονται οι φλέβες. Τόση εντέλεια έχουν.

ΘΟΔΩΡΗΣ: Κι οι Ευρωπαίοι θέλουν να τα αγοράσουν;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ: Χίλια τάλαρα δίνουν.

ΘΟΔΩΡΗΣ: Τόσα πολλά; Ε, να τα δώσεις, βρε παιδί μου.

(εμφανίζεται ο Μακρυγιάννης)

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Γιατί σας δίνουν χίλια τάλαρα οι Ευρωπαίοι, παλικάρια μου;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ: Θέλουν να αγοράσουν κάτι αγάλματα που βρήκαμε στον Πόρο.

ΘΟΔΩΡΗΣ: Μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουν, να μην το καταδεχτείτε να βγουν απ’ την πατρίδα μας.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ: Για ποιο λόγο;

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Δι’ αυτά πολεμήσαμεν! Θα σας δώσω εγώ, τρακόσια πενήντα τάλαρα κι όταν φιλιωθούμεν με τον Κυβερνήτη, τα δίνω και σας δίνει ό,τι του ζητήσετε διά να μείνουν εις την πατρίδα. Μ’ ακούτε;

ΘΟΔΩΡΗΣ: Σ’ ακούμε, καπετάν Γιάννη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ: Θα κάνουμε όπως μας είπες.

Δ’ ΣΚΗΝΗ: Είμαστε στο εμείς.

2 αφηγητές ή αφηγήτριες

1: Η Ελλάδα τελικά απελευθερώθηκε αλλά ήρθε η διχόνοια.

2: Οι Έλληνες άρχισαν να μαλώνουν μεταξύ τους.

1: Οι στρατιωτικοί με τους πολιτικούς, οι πλούσιοι με τους φτωχούς, οι δυνατοί με τους αδύνατους.

1: Άρχισε να χάνεται το «εμείς» και να μπαίνει μπροστά το «εγώ».

2: Και τότε, εκείνη την κρίσιμη ώρα ο Μακρυγιάννης είπε:

1: Τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί.

2: Και σοφοί κι αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί. Και πολιτικοί και στρατιωτικοί.

1: Το λοιπόν δουλέψαμε όλοι μαζί να τη φυλάμε και να μη λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ» ούτε ο αδύνατος.

2: Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»;

1: Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει «εγώ».

2: Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λέμε «εμείς».

1: Είμαστε στο «εμείς» και όχι στο «εγώ’.

Ε΄ ΣΚΗΝΗ: Να ζητήσουμε Σύνταγμα!

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ
ΜΗΤΡΟΣ ΝΤΕΛΗΓΙΩΡΓΗΣ
ΚΙΤΣΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ
ΘΟΔΩΡΗΣ

ΜΗΤΡΟΣ ΝΤΕΛΗΓΙΩΡΓΗΣ: Γιατί, καπετάν Γιάννη, τα ‘χεις βάλει με τους Μπαυαρέζους;

ΚΙΤΣΟΣ: Θα σε βάλουν φυλακή.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Μπορείτε να μου πείτε, πούναι τόσα μιλιούνια δάνεια; πούναι οι καλύτερες γες; πούναι τ’ αργαστήρια των Τούρκων και τα σπίτια; πούνα τα περιβόλια κι οι σταφιδότοποι; Ποιος τάχει παρμένα;

ΜΗΤΡΟΣ: Ο Αρμανσπέρης.

ΚΙΤΣΟΣ: Κι οι άλλοι Μπαυαρέζοι.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Ακριβώς. Για πες μου, Μήτρο, πού το τσάκισες εσύ το χέρι;

ΜΗΤΡΟΣ: Στο Μισολόγγι!

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Κι εγώ πού το τσάκισα;

ΚΙΤΣΟΣ: Στους Μύλους του Αναπλιού.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Διατί τα τσακίσαμεν;

ΜΗΤΡΟΣ: Διά την λευτεριά της πατρίδος.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Και πού είναι η λευτεριά κι η δικαιοσύνη;

ΚΙΤΣΟΣ: Δεν υπάρχει.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Γι’ αυτό πρέπει να ζητήσουμε ΣΥΝΤΑΓΜΑ. Κωνσταντή, εσύ αντέχεις να βλέπεις έτσι την πατρίδα;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ: Δεν μπορώ να βλέπω έτσι την πατρίδα μου. Δεν μπορώ να βλέπω των σκοτωμένων αγωνιστών τα παιδιά κι οι γριές να διακονεύουν διά ένα κομμάτι ψωμί.

ΘΟΔΩΡΗΣ: Γιομάτες οι φυλακές από αγωνιστές. Κι όσοι δεν είναι στις φυλακές, είναι στα σοκάκια και διακονεύουν.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ: Αυτοί οι αγωνιστές που χύσανε το αίμα τους!

ΘΟΔΩΡΗΣ: Χύσανε το αίμα τους διά να ξαναειπωθεί «ΠΑΤΡΙΔΑ ΕΛΛΑΣ»

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Εμπρός λοιπόν να ζητήσουμε ΣΥΝΤΑΓΜΑ!

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Εμπρός!


ΣΤ΄ ΣΚΗΝΗ: Η φυλάκιση του Μακρυγιάννη

2 αφηγητές ή αφηγήτριες

1: Η επανάσταση τελικά πέτυχε, αλλά οι Μπαυαρέζοι έπιασαν τον Μακρυγιάννη.

2: Τον βάζουν σε δυο αδρασκελιές κάμαρη, στη φυλακή του Μεντρεσέ, εκεί που φυλακώνουν τους κακούργους.

(Εμφανίζεται πίσω από τους αφηγητές ο Μακρυγιάννης με τα χέρια δεμένα πίσω, με σκυφτό το κεφάλι και τον ακολουθούν οι άντρες του).

1: Και βγαίνει η απόφαση: Καταδίκη σε θάνατο.

2: Ύστερα έγινε δεσμά. Ύστερα του χαρίστηκε.

1: Όμως ο Μακρυγιάννης έχει μείνει ένα λεβέντικο κουρέλι.

2: Το σπίτι και το περιβόλι του είναι ρημάδια.

1: Τα παιδιά του είναι ξυπόλητα και πνιγμένα στο κλάμα.

2: Ο Μακρυγιάννης δε μιλά παρά με το Θεό και τα μικρότερα παιδιά του.

1: Και κείνες τις δύσκολες ώρες γράφει:

2: Όσο αγαπώ την πατρίδα μου δεν αγαπώ άλλο τίποτας.

1: Ναρθή ένας να μου ειπή ότι θα πάγη ομπρός η πατρίδα, δέχομαι να μου βγάλει και τα δυο μου μάτια.

2: Γιατί γλυκύτερο πράμα δεν είναι άλλο από πατρίδα και θρησκεία.

Ακούγεται το τραγούδι «Μπαρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη» (Μουσική Σ. Ξαρχάκος, στίχοι Ν. Γκάτσος)

ΤΕΛΟΣ
Ααναδημοσίhttps://otanimoundaskalos.wordpress

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου