Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

Ο Παπαδιαμάντης και το σχολείο μας


Του Λάκη Προγκίδη* από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 9

Το καλοκαίρι του 2011, καθώς διάβαζα μερικά από τα πάμπολλα αφιερώματα, περιοδικών και εφημερίδων, που κυκλοφόρησαν με την ευκαιρία των εκατό χρόνων από τον θάνατο του Παπαδιαμάντη, σταμάτησα συχνά μπροστά στους ενδοιασμούς κάποιων αρθρογράφων σχετικά με την ικανότητα των σημερινών παιδιών να προσλάβουν το έργο του.
Πολλοί αναφέρονταν στην τότε απλή ζωή της υπαίθρου, αλλά και της πρωτεύουσας, και στο αγεφύρωτο, κατά συνέπεια, χάσμα που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στις αντίστοιχες παραστάσεις του σημερινού παιδιού και τις παραστάσεις που έθρεψαν τη φαντασία του καλλιτέχνη. Πώς να συγκινηθούν οι νέοι μας, αναρωτιούνταν, από τους φτωχούς ψαράδες του, τα ντροπαλά κοριτσόπουλα και τις εκδρομές στα ξωκκλήσια με όχημα τον γάιδαρο; Σωστή η ανησυχία. Σημειώνω μόνο ότι δεν έτυχε να δω ποτέ τους κριτικούς μας να διατυπώνουν παρόμοιες ανησυχίες όταν πρόκειται για τον Όμηρο και τον Ευριπίδη. Τί συμβαίνει; Γιατί συμπεριφερόμαστε σαν τάχα το υλικό που έθρεψε τη φαντασία των αρχαίων ποιητών να μας είναι πιο οικείο από αυτό των παππούδων μας; Τι συμβαίνει; Συμβαίνει νομίζω το εξής: Έχουμε εσωτερικεύσει την αξιολόγηση της πνευματικής και καλλιτεχνικής μας κληρονομιάς σύμφωνα με τα κριτήρια τα οποία υιοθέτησε και καθιέρωσε η Ευρώπη των Νέων Χρόνων. Διστάζουμε λοιπόν να αρθρώσουμε εκείνη την κριτική σκέψη κι εκείνον τον ορθό λόγο που θα μπορούσαν να καταδείξουν, προς εμάς τους ίδιους και προς τους ξένους, ότι μέσα μας ο Παπαδιαμάντης είναι εξ ίσου μεγάλος με τον Όμηρο και τον Ευριπίδη. Όταν ολοκληρώσουμε αυτό το τεράστιο έργο, τότε οι ξωμάχοι και τα γραΐδια του Παπαδιαμάντη δεν θα παραξενεύουν καθόλου τα παιδιά μας.
Άλλοι –συνεχίζω το ξεφύλλισμα των αφιερωμάτων– σκόνταφταν στην τόσο έκδηλα αποτυπωμένη στο έργο θρησκευτική συνείδηση του συγγραφέα. Δεν εννοώ τους κριτικούς που έχουν ενστερνιστεί το αξίωμα «Εκκλησία ίσον σκοταδισμός» και που πορεύονται στη ζωή και στα γράμματα με βάση τούτη την παραδοχή. Γι’ αυτούς εδώ, το θέμα της ζύμωσης του συλλογικού μας είναι με το έργο του Παπαδιαμάντη δεν τίθεται καν. Εννοώ αυτούς που, είτε πιστεύουν στη χριστιανική θρησκεία, είτε θεωρούν τον εαυτό τους πολιτισμικά χριστιανό, αισθάνονται κάπως άβολα μπροστά στην πληθώρα των χριστιανικών αναφορών του συγγραφέα του «Λαμπριάτικου Ψάλτη».
Φοβούνται δηλαδή μη τυχόν και η πεισματική προσκόλληση του Παπαδιαμάντη στο τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς και η ολοφάνερη τάση του να καταπιάνεται με θρησκευτικά θέματα, σταθούν εμπόδιο στην πρόσληψη από τους νεαρούς βλαστούς μας της άφατης, όπως λένε, ομορφιάς του έργου του. Φόβος εύκολα εξηγήσιμος. Σκέφτονται την εκ προοιμίου απόρριψη του Παπαδιαμάντη από την πλευρά των σημερινών μαθητών, που μεγαλώνουν στους κόλπους της επιβεβλημένης από τα άνω ανεξίθρησκης εκπαίδευσης. Έτσι, υποτονίζουν την παλιομοδίτικη για τα μάτια τους χριστιανική συνιστώσα του έργου –δεν είναι βέβαια «συνιστώσα» αλλά πηγή αστείρευτη–, για να προβάλλουν άλλες, σύστοιχες με τα κελεύσματα των μεταμοντέρνων καιρών μας. Η στάση τους υπαγορεύεται, υποτίθεται, από την αγάπη τους για το έργο. Δυσκολεύομαι εντούτοις να πεισθώ. Γιατί το κύριο μέλημα του κριτικού, όπως και του οποιουδήποτε αναγνώστη, είναι να σέβεται αυτό που αγαπάει βαθειά ο συγγραφέας κι όχι αυτό που θεωρεί αξία ο δικός του κόσμος.
Τέλος, όλοι σχεδόν οι σχολιαστές όλων των αφιερωμάτων, ο καθένας με τον τρόπο του, έθεταν το ζήτημα της γλωσσικής απόστασης ανάμεσα στο έργο του Σκιαθίτη συγγραφέα, που πέθανε μόλις πριν έναν αιώνα, και τα Ελληνικά που μαθαίνουν σήμερα τα παιδιά μας. Το πρόβλημα είναι υπαρκτό. Ποιος θα μπορούσε να το αρνηθεί; Αλλά ας δούμε λίγο τα πράγματα όπως έχουν. Το παπαδιαμαντικό κείμενο είναι αυτό που είναι. Αυτό τυπώνεται ξανά και ξανά. Τυπώνεται στα πολυάριθμα βιβλία που κυκλοφορούν. Αυτό πουλάει. Έχουν γίνει βέβαια κάποιες απόπειρες μεταγλώττισης, περιθωριακού όμως χαρακτήρα. Καλώς. Δεν είμαι ενάντιος. Όποιος συγγραφέας τολμά αυτό το εγχείρημα έχει τη συμπάθειά μου. Συγγραφέας είναι, το καλό του αναγνώστη σκέφτεται κατά τεκμήριο. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα. Η γλώσσα είναι το καζάνι στο οποίο βράζουμε όλοι μας και καμιά ατομική πρωτοβουλία δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί εκ των προτέρων. Εκείνο το οποίο οφείλουμε ν’ αποκλείσουμε εξάπαντος είναι η εκ των άνω λύση, η επιβολή στα σχολεία ενός μεταγλωττισμένου Παπαδιαμάντη. Όχι γιατί αποδέχομαι το επιχείρημα που επαναλαμβάνεται κατά κόρον από τους παπαδιαμαντολάτρες ότι όλη η μαγεία βρίσκεται στη γλώσσα του και ότι, αν διαβάσουμε Παπαδιαμάντη στα σημερινά Ελληνικά, το έργο του χάνει τα πάντα. Δεν μπορούμε, νομίζω, (και δεν πρέπει) να πάμε κόντρα στη ζωντανή ροή των γλωσσών. Και δεν υπάρχει για την αλληλοκατανόησή τους άλλος δρόμος εκτός από τον δρόμο της μεταγλώττισης και της μετάφρασης. Αλλά, για την ώρα, το πρόβλημα δεν τίθεται καν. Αν κάτι απέδειξε αναμφισβήτητα ο εορτασμός των εκατό χρόνων από τον θάνατο του Παπαδιαμάντη, είναι ότι το έργο του συνεχίζει να διαβάζεται στο πρωτότυπο και να συγκινεί νέους και ηλικιωμένους. Δεν δέχομαι λοιπόν να εγκαταλείψω αμαχητί τον ολοζώντανο ακόμα πλούτο της γλώσσας μας.
Πέρα όμως από τη μερικότερη συζήτηση γύρω από τις τρεις πια κλασικές δυσκολίες –θάνατος της υπαίθρου, φορτική παρουσία της ελληνορθόδοξης παράδοσης και δυσπρόσιτη γλώσσα– που εμποδίζουν τάχα τους νέους μας ν’ αγκαλιάσουν το έργο του Παπαδιαμάντη, έχω να κάνω μια γενική παρατήρηση πάνω στο αν και κατά πόσο είναι μεταδόσιμος από το σημερινό σχολείο. Γιατί κοπτόμαστε; Γιατί ειδικά ο Παπαδιαμάντης; Είναι μεταδόσιμος ο Φλωμπέρ, ο Ντοστογιέφσκι και ο Σεφέρης, και έμεινε εκτός των θυρών ο Παπαδιαμάντης; Ψάχνουμε για εμπόδια από τη μεριά του προς μετάδοση έργου. Κι αν τα εμπόδια βρίσκονται από τη μεριά του σχολείου;
Πριν τέσσερα χρόνια διάβασα ένα δοκίμιο σχετικά με τη φιλοσοφία που διέπει τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα και τη λειτουργία του σημερινού σχολείου, φιλοσοφία στηριγμένη βέβαια στα πρότυπα τα οποία έχει επεξεργαστεί και τα οποία εφαρμόζει η Δύση εδώ και τριάντα τουλάχιστον χρόνια. Τίτλος: Λατρεία και νεύρωση στην Παιδαγωγική της καινοτομίας.Συγγραφέας: Αντώνης Σμυρναίος. Είχα εδώ και πολλά χρόνια σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο το σχολείο σήμερα είναι πράγματι σχολείο. Αναρωτιόμουν για το νόημα της λέξης σχολείο στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Διάβασα βιβλία και μελέτες ανθρώπων με παρόμοιες ανησυχίες. Και επαναστατούσα κάθε φορά που έπεφτε στην αντίληψή μου κάποιο γεγονός δηλωτικό της κατευθυνόμενης, καθώς μου φαινόταν, της προαποφασισμένης, της συστηματικής και άνευ όρων παράδοσης του σχολείου μας στον κόσμο του ελεύθερου ανταγωνισμού και της αγοράς.
Παράδειγμα πρώτο: Το επιχείρημα με το οποίο δικαιολογήθηκε η καθιέρωση το 1982 του μονοτονικού συστήματος γραφής της γλώσσας μας, σε αντικατάσταση του συστήματος στο οποίο τυπώνονταν τα βιβλία μας επί εκατοντάδες χρόνια. Στη σχετική εγκύκλιο του τότε Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων προς το διδακτικό προσωπικό, διαβάζουμε ότι το νέο σύστημα είναι «πιο λογικό, πιο πρακτικό και πιο οικονομικό». Τί είναι τούτοι δω οι όροι; Λογικό! Πρακτικό! Οικονομικό! Από πότε μια γλώσσα, και κατ’ επέκταση η οποιαδήποτε συλλογική δημιουργία, μετριέται με τα κριτήρια των επιχειρήσεων και του εμπορίου; Κι όμως έγινε. Το επέβαλαν οι καιροί που ζούμε. Το απαίτησε η πανίσχυρη και μοναδική πια θεότητα της Αγοράς. Το φαρμάκι το κατάπιαμε χωρίς καν να το αισθανθούμε.
Και θα έρθει βέβαια η μέρα όπου κάποιοι τεχνολόγοι της γλώσσας θα καθιερώσουν ένα άλλο σύστημα γραφής ακόμα πιο λογικό, ακόμα πιο πρακτικό και ακόμα πιο οικονομικό από το ήδη υπάρχον. Και θα έρθει πάλι η μέρα όπου η ίδια μας η γλώσσα θ’ αποδειχτεί μη λογική, μη πρακτική και μη οικονομική σε σχέση με κάποια άλλη. Σ’ αυτές τις συνθήκες, τί μπορεί ν’ αντιπροσωπεύει το σχολείο αν όχι τον χώρο όπου τα τρυφερά μας βλαστάρια γαλουχούνται στο να μετρούν τα πάντα με βάση το χρήμα; Τα πάντα: γλώσσα, θεσμούς, αξίες;
Παράδειγμα δεύτερο: Νωπή είναι ακόμα στη μνήμη μας η διαμάχη γύρω από ένα βιβλίο Ιστορίας προορισμένο για την Έκτη Δημοτικού. Η διαμάχη επικεντρώθηκε κυρίως στο θέμα του σεβασμού της ιστορικής μνήμης του Έθνους. Πέρασε, έτσι, σχεδόν απαρατήρητο αυτό που στα μάτια μου αποτελούσε το μέγα σκάνδαλο: η εικονοποίηση του βιβλίου. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες. Όποιος κοπιάσει να το ξεφυλλίσει θα καταλάβει αμέσως το πρόβλημα. Οι σελίδες του είναι ολόιδιες μ’ αυτές των καταλόγων των εμπορικών κέντρων, όπου προτείνονται διάφορα αγαθά που ανταποκρίνονται, υποτίθεται, στις προτιμήσεις του αγοραστικού κοινού. Αναφέρω ενδεικτικά τη φωτογραφία της πρωταθλήτριας Πατουλίδου, η οποία είναι τέσσερεις φορές μεγαλύτερη από τη φωτογραφία του Σεφέρη. Έτσι, δηλαδή, για να μπορούν τα παιδάκια μας να συνεχίσουν ν’ αγαπούν τα εφήμερα είδωλά μας.
Θα μπορούσα να προσθέσω κι άλλα παραδείγματα εξ ίσου σημαντικά. Δεν είναι απαραίτητο. Το ζητούμενο είναι η βαθύτερη λογική που το διέπει, και σ’ αυτό το ερώτημα απαντάει πλήρως το βιβλίο του Αντώνη Σμυρναίου. Το σχολείο σήμερα, παρατηρεί ο συγγραφέας –ο οποίος υπήρξε για πολλά χρόνια δάσκαλος δημοτικού σχολείου–, δεν έχει καμιά σχέση με το σχολείο που ξέραμε. Στόχος του δεν είναι να προετοιμάσει τον μελλοντικό άνθρωπο αλλά τον μελλοντικό καταναλωτή. Δεν λειτουργεί ως θεσμός αναπαραγωγής της κοινωνίας και του πολιτισμού της. Λειτουργεί ως διεγερτικός μηχανισμός υπέρ της καινοτομίας και, κατ’ επέκταση, συμπληρώνω, της ανταγωνιστικότητας. Η οποία καινοτομία, τονίζει ο Σμυρναίος, δεν είναι πια μια απλή τάση της ανθρώπινης ψυχής προς το νέο και προς το άγνωστο, αλλά μια ιδεολογία, ένα πρόγραμμα επιβεβλημένο, στον χώρο της παιδείας πρώτα και κύρια, που κατατείνει στη συστηματική και τελεσίδικη ρήξη των δεσμών μας με το παρελθόν. Πάνω σ’ αυτή εδώ τη ρήξη, ρήξη πρωτοφανέρωτη στην ιστορία της ανθρωπότητας, στηρίζεται η φιλοδοξία του σχολείου των «καινοτόμων προγραμμάτων». Μόνη του έγνοια είναι μη τυχόν και γεμίσει το κεφάλι των παιδιών με άχρηστες γνώσεις. Είναι δε άχρηστη γνώση η γνώση που ζορίζει το υπό εκκόλαψη υποκείμενο της Αγοράς, που δεν το αφήνει ελεύθερο να εκφράσει τις επιθυμίες του, να γευθεί τις φαντασιώσεις του, να παίξει ανέμελα με τις ευκαιρίες που του προσφέρονται και να ικανοποιήσει τις καταναλωτικές του ορέξεις απαλλαγμένο από κάθε κοινωνικό, ηθικό και πνευματικό φραγμό.
Αν σκεφτούμε λοιπόν ποιο είναι το κύριο μέλημα του σημερινού αντικαταναγκαστικού σχολείου, του σχολείου του αυριανού καλού καταναλωτή, δεν θα παραξενευτούμε καθόλου που όλο και πυκνώνουν οι φωνές σχετικά με τις εγγενείς αδυναμίες του παπαδιαμαντικού έργου ν’ αγγίξει τις ψυχές των μαθητών. Επανέρχομαι στο θέμα. Δεν λέω ότι δεν είναι πραγματικές. Λέω να μην τις υπερτονίζουμε, γιατί ο πραγματικός σκόπελος στη διδασκαλία και την αφομοίωση του Παπαδιαμάντη είναι το ίδιο το σχολείο έτσι όπως είναι κι έτσι όπως τείνει να γίνει όλο και με μεγαλύτερο πείσμα από την πλευρά των υποτιθέμενων υπευθύνων, εν μέσω όλο και μεγαλύτερης ιδεολογικής τύφλωσης.
* * *
Το 2011, ένα βροχερό αυγουστιάτικο πρωινό, καθώς είχα καρφωμένο το βλέμμα μου στα παράθυρα που βλέπουν στην ίδια εσωτερική αυλή με το δικό μου και καθώς αναμασούσα τα του σχολείου μας σε σχέση με τον Παπαδιαμάντη, σηκώθηκα σαν υπνοβάτης και πήρα από το ράφι της βιβλιοθήκης τον τρίτο τόμο του «Δόμου». Ξαφνική και ανεξήγητη επιθυμία να διαβάσω το «Υπό την βασιλικήν δρυν». Φαίνεται ότι οι αναγνώσεις ωριμάζουν σιωπηλά μέσα μας μαζί με τα αινίγματα. Παρ’ όλο που συν τω χρόνω μπλέκονται και σχηματίζουν έναν αξεδιάλυτο κόμπο, έρχεται κάποια στιγμή ένα στοιχείο του έξω κόσμου –στην προκειμένη περίπτωση, το αίνιγμα που λέγεται «σημερινό σχολείο»– που μας κάνει να διαβάσουμε το άλφα ή βήτα έργο σαν να ’ταν η πρώτη φορά και σαν, σε όλο το μεσοδιάστημα, να μη βλέπαμε το πασιφανές. Η πεπατημένη θέλει τα σημαντικά έργα να μας μιλούν από μόνα τους. Η εμπειρία μου ως κριτικού του μυθιστορήματος είναι κάπως διαφορετική. Τα περί ων ο λόγος έργα πρέπει κατ’ αρχάς να επιθυμούν να μας μιλήσουν. Και, για να γίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να ερεθιστούν από την τεταμένη σχέση μας με τον κόσμο, από τα ερωτήματα που θέτουμε στον κόσμο μας.
Πόσες φορές διάβασα άραγε στη ζωή μου το «Υπό την βασιλικήν δρυν» από τότε που το άκουσα για πρώτη φορά όταν ήμουν δεκατεσσάρων χρόνων… Αμέτρητες. Πολλές φορές για την ευχαρίστησή μου. Άλλες, μπροστά σε γνωστούς και φίλους. Δεν σταμάτησα εξ άλλου να το φωτοτυπώ, είτε στο πρωτότυπο, είτε στη γαλλική του μετάφραση από τον René Bouchet, και να το μοιράζω προσπαθώντας να διευρύνω τον κύκλο των αναγνωστών του Παπαδιαμάντη. Μέχρι και που το δίδαξα. Το 2003 με προσκάλεσε ο Jacques Bouchard, διευθυντής του Τμήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Μόντρεαλ να κάνω ένα σεμινάριο με θέμα δικής μου επιλογής. Αποφάσισα να διδάξω Παπαδιαμάντη. Παρ’ όλο που ήξερα ότι θα απευθυνόμουν σ’ ένα κοινό το οποίο δεν είχε ακούσει ποτέ ούτε το όνομα. Θεώρησα λοιπόν σωστό να μπάσω τους φοιτητές στον κόσμο του Παπαδιαμάντη χάρη στη «βασιλική δρυ», χάρη σε τούτο το πεντασέλιδο διηγηματάκι του 1901. Δυστυχώς, το σχέδιο απέτυχε σε μεγάλο βαθμό. Αναγκάστηκα να ψαλιδίσω το μάθημα, να κόψω πολλές από τις περιδιαβάσεις που σκόπευα να κάνω στο υπόλοιπο έργο του Παπαδιαμάντη. Οι φοιτητές είχαν απέραντες δυσκολίες με το λεξιλόγιο και τη σύνταξη. Έπρεπε, συνεπώς, ν’ αφιερώνω τον περισσότερο χρόνο στις επεξηγήσεις, προσφεύγοντας σε μια λεκτική γκάμα πολύ περιορισμένη.
Το διήγημα της βελανιδιάς το άκουσα για πρώτη φορά κάτω από μια ελιά καθισμένος οκλαδόν πλάι στους συνομήλικούς μου. Ήμασταν η φουρνιά του πρώτου δεκαπενθήμερου του Αυγούστου. Μία από τις προσκοπικές ομάδες του Βόλου οι οποίες, εκείνη τη χρονιά του 1961, κατασκήνωναν η μία μετά την άλλη στο Μπούρτζι της Σκιάθου. Την απόφαση την είχε πάρει η Εφορεία προσκόπων Βόλου ως συμμετοχή στους εορτασμούς για τα πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Σκιαθίτη συγγραφέα. Το όνομά του μας ήταν γνωστό. Στο σχολείο είχαμε διδαχτεί τη «Σταχομαζώχτρα» και τον «Χριστό στο κάστρο». Τίποτα παραπάνω. Και η σχέση μου με το έργο του Παπαδιαμάντη θα παρέμενε στο στάδιο της απλής γνωριμίας με έντονη την τάση προς τη λησμονιά, όπως συμβαίνει τελείως φυσιολογικά με τον κάθε μεγάλο συγγραφέα που διδασκόμαστε στο σχολείο, αν δεν συνέβαινε το γεγονός εκείνου του καλοκαιριού.
Αγάπησα τον Παπαδιαμάντη γιατί οι Έφοροί μας είχαν τη φαεινή ιδέα να διανθίσουν τις μέρες της κατασκήνωσης με αναγνώσεις διηγημάτων του. Όχι μέσα στα κτίρια του Μπούρτζι όπου μέναμε. Οι επί κεφαλής της κάθε φουρνιάς μάς πήγαιναν στους τόπους όπου διαδραματίζονταν τα διηγήματα. Εκεί μας τα διάβαζαν. Στη λιμνοθάλασσα, υπήρχε ακόμα το «Ολόγυρα στη λίμνη». Στην Αγία Αναστασία ή στο Μοναστήρι της Παναγίας Κουνίστρας, τη «Φαρμακολύτρια»… Τους περισσότερους τόπους τούς έχω πια ξεχάσει. Θυμάμαι όμως καλά ότι, μια μέρα, πριν το μεσημεριανό συσσίτιο, ο αρχηγός μας διάλεξε μια γηραιά ελιά, λίγο έξω από το χωριό, για να μας διαβάσει το «Υπό την βασιλικήν δρυν». Κόρωνε ο αέρας από το λιοπύρι. Βούιζαν γύρω-τριγύρω τα τζιτζίκια. Τα ξερόχορτα τσιμπούσαν τους πισινούς μας. Κι εμείς χάσκαμε με τ’ ανδραγαθήματα ενός πιτσιρίκου που ερωτεύτηκε, λέει, μια βελανιδιά. Τον Σεπτέμβριο, λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία, ζήτησα από τον Κ.Χ. –ήταν ένας από τους αρχηγούς στην κατασκήνωση– να μου δανείσει τα Άπαντα του Βαλέτα, απ’ όπου μας διάβαζαν τα διηγήματα. Έχω πάντα στο μυαλό μου τη βαρκούλα με το πανί ν’ αρμενίζει στο πέλαγο, και τον γλάρο στον ουρανό, που κοσμούσαν το εξώφυλλο.
Από τότε έχουν περάσει πενήντα και πάνω χρόνια. Παρ’ όλο που θυμάμαι πάντα με νοσταλγία εκείνες τις μέρες της Σκιάθου του ’61, δεν μπορώ να πω ότι στάθηκαν καθοριστικές για τον τρόπο με τον οποίο διαβάζω τον Παπαδιαμάντη σήμερα. Σίγουρα έπαιξαν ρόλο. Σίγουρα ο ερωτικός Παπαδιαμάντης, που έχει συνεπάρει τη φαντασία μου, ανακρατάει από εκείνη την πρώτη νεανική συνάντηση. Όμως, η τελική συγκομιδή υπήρξε μάλλον πενιχρή. Τελειώνοντας την ανάγνωση εκεί γύρω στα Χριστούγεννα, άρχισα κιόλας να τον ξεχνάω. Ήμουν στο κατώφλι της εφηβείας. Άλλα ενδιαφέροντα. Άλλοι προσανατολισμοί. Και, κατά συνέπεια, άλλα διαβάσματα. Τον Αύγουστο του 1962, στο πανηγύρι του Σωτήρος στον Βόλο, αγόρασα από έναν πλανόδιο βιβλιοπώλη το Μισθός, τιμή και κέρδος του Μαρξ.
Το πραγματικό ενδιαφέρον για τον Παπαδιαμάντη –και από τότε αδιάλειπτο– ξύπνησε μέσα μου έξι ή εφτά χρόνια αργότερα, προς το τέλος της δεκαετίας του ’60, όταν βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο μ’ έναν κόσμο ο οποίος, ενώ διατεινόταν ότι ήταν ο γνήσιος προστάτης της ελληνοχριστιανοσύνης, στην ουσία δεν ήταν παρά ο νεκροθάφτης της. Το πραγματικό ενδιαφέρον για τον Παπαδιαμάντη ξύπνησε λοιπόν όταν άρχισα ν’ αμφισβητώ τις υποτιθέμενες αξίες πάνω στις οποίες βασίζονταν οι σημερινές μας κοινωνίες και όταν άρχισα ν’ αντιλαμβάνομαι την κενότητά τους.
* * *
Με βάση την ακαδημαϊκή ορολογία, το «Υπό την βασιλικήν δρυν» είναι «αυτοβιογραφικό» διήγημα. Ο αφηγητής αναθυμάται, υποτίθεται, πως στα παιδικά του χρόνια τον είχε συνεπάρει με την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπειά της μια βελανιδιά. Είχε ριζώσει και θεριέψει μόνη της, ολομόναχη, στην πλαγιά ενός λόφου. Περνούσαν, γράφει, από σιμά της κάθε φορά που πήγαιναν να γιορτάσουν οικογενειακά το Πάσχα ή την Πρωτομαγιά σ’ έναν μικρό οικισμό μακριά στην ύπαιθρο, ονομαζόμενο Μέγα Μανδρί. Και κάθε φορά, στο αντίκρυσμά της, αισθανόταν την ίδια συγκίνηση, το ίδιο δέος, την ίδια έλξη. Ώσπου μια χρονιά, στα έντεκα χρόνια του, την ώρα της Λειτουργίας του Μεγάλου Σαββάτου, ξέφυγε από την επιτήρηση των δικών του και έτρεξε να πέσει στην αγκαλιά της πρώτης του παιδικής ερωμένης, όπως χαρακτηρίζει ο ίδιος την ωραία βελανιδιά. Χάθηκε, παιδεύτηκε να βρει τον δρόμο του, έπεσε μέσα στα βάτα, σκαρφάλωσε βράχια, γδάρθηκε, μάτωσε, αλλά στο τέλος πέτυχε τον σκοπό του: Έφτασε καταϊδρωμένος κάτω από τον ίσκιο της, κυλίστηκε ευτυχισμένος πάνω στις παπαρούνες και τα χαμολούλουδα και «δρόσος, άρωμα και χαρμονή εθώπευ[αν] την ψυχήν [του]». Πέρασαν πολλά χρόνια. Μεγάλωσε. Ξενιτεύτηκε. Κάποτε, ηλικιωμένος πια, θέλησε να επισκεφτεί «τα προσκυνητάρια των παιδικών αναμνήσεων». Ήρθε και στον τόπο όπου δέσποζε άλλοτε το μεγαλοπρεπές δέντρο. Αλλά δεν το βρήκε. Μια γριά καθισμένη στο κατώφλι της καλύβας της, με τις δυο της προβατίνες να βόσκουν στο διπλανό κτήμα, τον πληροφόρησε ότι τη βελανιδιά την είχε κόψει ένας κάποιος Βαργένης. Και ήταν η τελευταία του αποκοτιά, συνέχισε η γριά, γιατί μετά από λίγο καιρό αρρώστησε και πέθανε. «Το Μεγάλο Δέντρο ήταν στοιχειωμένο», κατέληξε. Τέλος του διηγήματος.
Οι όροι οι οποίοι χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουμε τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα είναι συχνά ασαφείς. Και αν θέλουμε ο αισθητικός μας διάλογος να έχει κάποια ουσία, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί όταν τους μεταχειριζόμαστε. Στην προκειμένη περίπτωση της «βασιλικής δρυός», τι σημαίνει ακριβώς «αυτοβιογραφικό διήγημα»; Πού πάει ο τόνος: στη λέξη «αυτοβιογραφικό» ή στη λέξη «διήγημα»;
Το αυτοβιογραφικό είδος, ως ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος, έχει κι αυτό την ιστορία του και τον πατέρα του, τον άγιο Αυγουστίνο. Βασίζεται στην προσπάθεια που καταβάλλει ο συγγραφέας-υποκείμενο ν’ αποκαλύψει την αλήθεια του εαυτού του φέρνοντας στην επιφάνεια σημαντικά κατ’ αυτόν γεγονότα από τη ζωή του. Αναγκαστικά, πρέπει να τα περιγράψει αυτά τα γεγονότα. Και επιθυμεί οπωσδήποτε να τα καταστήσει αληθοφανή στα μάτια του αναγνώστη. Γιατί, χωρίς την αληθοφάνεια των λόγων του, θα πήγαινε περίπατο η κρυμμένη του αλήθεια. Εννοείται ότι στο αυτοβιογραφικό είδος ποτέ δεν αναιρείται ο φυσικός, ας πούμε, αναχρονισμός. Ποτέ η υποχρεωτικά εκ των υστέρων περιγραφή δεν θα φέρει στο φως το παρελθόν γεγονός ατόφιο. Γιατί στο μεταξύ το υποκείμενο που θυμάται και περιγράφει κάτι έχει «εξελιχθεί» και η γλώσσα του είναι η γλώσσα του παρόντος του. Παράδειγμα: Όταν ο Παπαδιαμάντης γράφει «οι κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί˙ οι κλώνοι της, γαμψοί ως η κατατομή του αετού, ούλοι ως η χαίτη του λέοντος, προείχον αναδεδημένοι εις βασιλικά στέμματα», η αρχή της αληθοφάνειας δεν διαταράσσεται, παρ’ όλο που δύσκολα θα μπορούσαμε να αισθανθούμε τούτη την πλούσια μεταφορική γλώσσα στα χείλη ενός εντεκάχρονου παιδιού. Αυτοβιογραφικό λοιπόν το κείμενο του Παπαδιαμάντη.
Όταν όμως, λίγες σειρές πιο κάτω, διαβάζουμε «Από τα φύλλα της εστάλαζε κ’ έρρεεν ολόγυρά της “μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας”» ή ακόμα «ας έπιπτον να κυλισθώ εις την χλόην της, να στεγασθώ υπό την σκιάν της, υπό τα αετώματα των κλώνων της, τα όμοια στέμματα Δαυΐδ θεολήπτου», τότε ο αναχρονισμός βγάζει μάτι και, κατά συνέπεια, ο αυτοβιογραφικός λογοτεχνικός κανόνας καταργείται αυτόχρημα. Τι δουλειά έχει εδώ το απόσπασμα “μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας” από τη Λειτουργία των Τριών Ιεραρχών και ο βασιλιάς Δαυΐδ; Ο συγγραφέας περιγράφει την εμπειρία της πρώτης του ερωτικής περιπέτειας˙ τούτες εδώ οι θρησκευτικές σφήνες, σκέφτεται ο καλοπροαίρετος αναγνώστης, ηχούν, αν μη τι άλλο, παράταιρες.
Υπάρχουν εντούτοις δύο τρόποι για να διασωθεί η «βασιλική δρυς» ως αυτοβιογραφικό διήγημα: ο ψυχαναλυτικός και ο θεολογικός – και οι δυο κατά τη γνώμη μου εξ ίσου εσφαλμένοι. Όχι, δεν ηχούν παράταιρες οι θρησκευτικές αναφορές, θα υποστηρίξουν οι οπαδοί της ψυχανάλυσης. Έχοντας περάσει το κείμενο κάτω από το μικροσκόπιο της επιστήμης τους, θ’ αποφανθούν ότι πρόκειται για σημάδια από τον μεγάλο μηχανισμό της απώθησης, που δουλεύει μέρα-νύχτα στα έγκατα του υποσυνείδητου. Η ένστασή τους θα είχε ίσως βάση αν η ερωτική φαντασίωση του παιδιού εκτιθόταν καμουφλαρισμένη, αν κρυβόταν πίσω από μισόλογα, αν δεν ολοκληρωνόταν με τόση παρρησία και τόση απλότητα.
Στους αντίποδες της ψυχαναλυτικής ερμηνείας θα βρούμε τη θεολογικο-αλληγορική. Κι αυτή η ερμηνεία προϋποθέτει ότι το διήγημα είναι αυτοβιογραφικό με τη στενή έννοια του όρου. Ότι δηλαδή ο Παπαδιαμάντης εκφράζει λογοτεχνικότατα τον βαθειά χριστιανικό του εαυτό. Μόνο που οι θιασώτες τούτης της θεώρησης διαβάζουν το έργο κρατώντας στα χέρια τους το τηλεσκόπιο της θρησκείας. Όχι, δεν ηχούν παράταιρες, θ’ αντιτείνουν κι αυτοί με τη σειρά τους, οι θρησκευτικές αναφορές, αρκεί να το διαβάσουμε το διήγημα ως αλληγορία. Η βελανιδιά, θα ισχυριστούν, δεν είναι βελανιδιά αλλά η βασιλεία των ουρανών, οι κόκκινες παπαρούνες, ιερές παρουσίες, και η διάχυτη ερωτική ατμόσφαιρα, η εκστατική ένωση του πιστού με τον Θεό του. Και τούτη δω η εξήγηση θα είχε ίσως κάποια βάση αν αποφασίζαμε πως ο πραγματικός κόσμος δεν έχει καμία υπόσταση, πως όλα είναι λέξεις και μόνον λέξεις και πως, ό,τι κι αν μας πει ο συνάνθρωπός μας, εμείς θα καταλαβαίνουμε αυτό που θέλει η πίστη μας.
Και όμως, όπως θα φανεί στη συνέχεια, δεν ηχούν παράταιρα τα θρησκευτικά εμβόλιμα κομματάκια σε σχέση με το όλον. Η ενότητα του έργου δεν διασαλεύεται καθόλου από την παρουσία τους. Αρκεί να προσαρμόσουμε τα κιάλια μας σ’ αυτό που έχουμε μπροστά στα μάτια μας: ένα διήγημα. Δηλαδή μια λεπτομέρεια από το πολύπτυχο και πολυεπίπεδο μυθιστορηματικό μωσαϊκό του Παπαδιαμάντη. Δηλαδή ένα λογοτεχνικό έργο που υπακούει στους θεμελιώδεις κανόνες της τέχνης του μυθιστορήματος. Σ’ αυτή την τέχνη, ακόμα κι αν το υλικό είναι καθαρά αυτοβιογραφικό, ο καλλιτέχνης δεν πασχίζει ν’ αποκαλύψει την αλήθεια του εαυτού του αλλά να ενσαρκώσει την αλήθεια του ήρωά του. Διαβάζοντας το «Υπό την βασιλικήν δρυν», δεν μαθαίνουμε απολύτως τίποτα για τον ίδιο τον συγγραφέα. Αν θέλουμε όμως να μάθουμε κάτι, κάτι το καινούργιο και το πρωτάκουστο, κάτι που ποτέ δεν έχει ειπωθεί, πρέπει να σκύψουμε και ν’ αφουγκραστούμε το μυθιστορηματικό του πρόσωπο, το οποίο, στην παρούσα περίπτωση, δεν είναι ο Παπαδιαμάντης σε μικρή ηλικία αλλά ένας μικρός ονόματι Παπαδιαμάντης. Μόνο αν καταφέρουμε να ενδιαφερθούμε για την αλήθεια, για την υπαρξιακή αλήθεια, εννοείται, αυτού εδώ του προσώπου, έχουμε ελπίδα να κατανοήσουμε το έργο στην ολότητά του.
Η ψυχαναλυτική ερμηνεία, καθώς και η θεολογική, δουλεύουν με σύμβολα. Και οι δύο τούτες προσεγγίσεις των ανθρώπινων πραγμάτων είναι παντελώς ξένες προς τη μυθιστορηματική λογική και αισθητική. Στο μυθιστόρημα έχουμε να κάνουμε με συγκεκριμένες υπαρξιακές καταστάσεις. Αινιγματικές. Ασύλληπτες, με βάση τις καθιερωμένες αντιλήψεις. Άγνωστες. Πώς γίνεται, για παράδειγμα, και συνυπάρχουν ειρηνικά στην παιδική φαντασία η ερωτική επιθυμία για ένα δέντρο, και το Ευαγγέλιο; Α, το Ευαγγέλιο ήρθε στη φαντασία του υποκειμένου αργότερα, για να παρακαμφθεί η σεξουαλική διαταραχή, θα σπεύσουν να σχολιάσουν οι ψυχαναλυτές. Ά, όχι, ο έρωτας δεν είναι σαρκικός, είναι θείος, θα τονίσουν οι θεολογίζοντες. Και τα δύο συστήματα σκέψης παρακάμπτουν την ψυχική ασυμβατότητα, που είναι το σήμα κατατεθέν, η υπαρξιακή ιδιομορφία του ήρωά μας. Προσφεύγουν σε γνώσεις έξωθεν, σε προκατασκευασμένες απαντήσεις. Και τα δύο συστήματα ξαναμαθαίνουν από την εμπειρία του μικρού Παπαδιαμάντη αυτό που ξέρουν ήδη. Και τα δύο αρνούνται να δουν τα πράγματα όπως έχουν. [....]


Εκείνο το αυγουστιάτικο πρωινό, κατευθυνόμενος προς τα ράφια της βιβλιοθήκης σε αναζήτηση της βελανιδιάς του Παπαδιαμάντη, σκεφτόμουν ότι τούτη η παρόρμηση από τη μεριά μου οφειλόταν στην ανάμνηση του πάλαι ποτέ υπαίθριου ακούσματός του. Αχ, έλεγα μέσα μου ψάχνοντας τη σελίδα, εκείνο ήταν το πιο καλό σχολείο για τον Παπαδιαμάντη. Έτσι θα έπρεπε να τον διδάσκονται τα παιδιά μας, κάτω από τις ελιές. Τότε θα εξαφανίζονταν αυτομάτως όλες οι ανησυχίες μας σχετικά με τη διδασκαλία του. Κι ενώ αναθυμόμουν με νοσταλγία το περιστασιακό σχολείο που είχα την τύχη να γνωρίσω χάρη στην καλοκαιρινή κατασκήνωση του 1961, κι ενώ το συνέκρινα με τα σημερινά εκπαιδευτήρια του αυριανού καταναλωτή, τα οποία από αδράνεια και μόνο συνεχίζουμε να ονομάζουμε σχολεία, ξαναδιαβάζοντας για πολλοστή φορά το διήγημα, τί ανακαλύπτω; Ανακαλύπτω αυτό που δεν είχα δει ποτέ στο παρελθόν: Και η «βασιλική δρυς» αφορά καθαρά το σχολείο!
Και όχι ένα σχολείο, τρία! Το πρώτο κάνει την εμφάνισή του ενόσω το εντεκάχρονο αγόρι βρίσκεται μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Αφού, όπως είδαμε, έφτασε γδαρμένο και ματωμένο πλάι στην ερωμένη του, αφού κυλίστηκε εκστατικά στο χαλί με τις παπαρούνες, το πήρε ο ύπνος και είδε, λέει, το αγαπημένο του δέντρο να μεταμορφώνεται σε κόρη. Αλλά, μισοξυπνώντας, μια άλλη εικόνα ήρθε να κολλήσει πλάι σ’ εκείνη του ονείρου. Η εικόνα του δασκάλου του της «Ιεράς Ιστορίας». Θυμήθηκε τα λόγια για τον τυφλό τον οποίο θεράπευσε ο Χριστός. Θυμήθηκε που τους έλεγε ότι ο τυφλός, πριν βρει τελείως την όρασή του, είδε τους ανθρώπους σαν δέντρα. Το σχολείο παίζει λοιπόν στην προκειμένη περίπτωση ρόλο θεμελιακό. Σε τούτη την κρίσιμη στιγμή, όπου η οργιώδης φαντασία του παραζαλισμένου μικρού εραστή ετοιμάζεται να μεταπλάσει τον κόσμο σύμφωνα με τη χίμαιρά του, η αυτόματη ανάδυση στη σκέψη του των λόγων του δασκάλου τον επαναφέρει στην πεζή πραγματικότητα. Ο πρώτος σχολικός κύκλος κλείνει λοιπόν με την προσγείωση. Ας σημειώσουμε βέβαια ότι, λίγο πριν κλείσει, το δέντρο-κόρη εκλιπαρεί το παιδί να μην το κόψουν οι άνθρωποι, για να μην προκαλέσει άθελά του κακό.
Το δεύτερο σχολείο έρχεται αργότερα, με την εφηβεία. Αν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το πρώτο ως τον τόπο της υποχρεωτικής μάθησης, το δεύτερο είναι ο τόπος της ελεύθερης συσσώρευσης γνώσεων σύμφωνα με τα ενδιαφέροντα του μαθητή. Διάβασε λοιπόν ο μαθητής μας και έμαθε ότι οι Αμαδρυάδες είναι νύμφες που ζουν μέσα στα δέντρα και πως πεθαίνουν μαζί τους. Το πρώτο σχολείο, σκέφτομαι, ηχεί στον παιδικό νου σαν μια βοή που έρχεται από πολύ μακριά, σαν μια γνώση άρρηκτα συνυφασμένη με την ίδια του την ύπαρξη ως ανθρώπινο ον. Το δεύτερο καλύπτει την ηλικία των αποριών και των ατομικών αναζητήσεων. Ο ρόλος αυτού του δεύτερου σχολείου δεν είναι να κάνει να εγγραφούν οι γνώσεις στη μνήμη του μαθητή κατά τρόπο ανεξίτηλο. Ο ρόλος του είναι ν’ αφυπνίσει μέσα του το αίσθημα της περιέργειας και της κρίσης.
Η μάθηση όμως δεν σταματάει εδώ. Το δεύτερο σχολείο ακολουθείται από το τρίτο. Πρώτα ήταν ο δάσκαλος της Ιεράς Ιστορίας. Μετά ήρθε το προσωπικό διάβασμα. Τέλος, στην ώριμη πια ηλικία, ο αφηγητής «γνωρίζει», στο πρόσωπο της γριάς με τις προβατίνες, τη λαϊκή παράδοση. Ο Βαργένης, λέει, «δεν είδε χαΐρι», γιατί είχε βαλθεί να κόβει «όλο θεόρατα δέντρα» και, τελευταία, έκοψε ακόμα κι αυτή τη μεγαλόπρεπη βελανιδιά. Ξέρει η γριά γράμματα; Δεν ξέρει; Τι να τα κάνει όμως τα βιβλία και τα σχολεία; Τα πέντε λόγια της αρκούν για να φανεί ότι ολόκληρο το είναι της είναι διαποτισμένο από τη σοφία και το ήθος του πολιτισμού που ανήγαγε το μέτρο όχι μόνο σε εξισορροπητική αρχή του κόσμου αλλά και σε κριτήριο ψυχικής και σωματικής υγείας. Το έλεγε ο Ηράκλειτος: Αν ο ήλιος ζέσταινε πάνω από το μέτρο, θα τιμωρούταν. Η καημένη η γριούλα δεν θα είχε ακούσει το όνομά του ούτε μία φορά στη ζωή της. Κι όμως, τον ήξερε τον Ηράκλειτό της απέξω κι ανακατωτά. Ο Βαργένης τον αγνοούσε.
Μα, θα απορήσετε, τί έγραψε ο Παπαδιαμάντης: διήγημα, ή διατριβή για τη φιλοσοφία της εκπαίδευσης; Ο Ελύτης, στο βιβλίο του Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη, ανθολογώντας το διήγημα, το σταματάει στο σημείο όπου ο αφηγητής αρχίζει να ονειρεύεται ότι όλα τα δέντρα είναι γυναίκες. Όμως, στο πρωτότυπο, αμέσως μετά από κει όπου κόβει το παράθεμα ο Ελύτης, έρχεται να καρφωθεί σαν σφήνα η ανάμνηση της σχολικής γνώσης. Αν πάρουμε υπόψη μας το σύνολο, είναι ολοφάνερη η απότομη αλλαγή του σκηνικού. Από την ερωτική ατμόσφαιρα μεταπηδούμε απροειδοποίητα, απροετοίμαστα, στο μάθημα της Ιεράς Ιστορίας, και από κει και πέρα περνούμε σε συμβάντα και σχόλια τελείως ξένα προς την ονειρεμένη παιδική περιπέτεια. Μήπως έκανε καλά ο Ελύτης που αποσιώπησε αυτό το ανακόλουθο κλείσιμο;
Για δεκαετίες έκανα κι εγώ το λάθος να χωρίζω μορφικά το διήγημα σε δύο ενότητες: στη λυρική, τη μεγάλη, την ενότητα από την οποία ανθολογεί ο Ελύτης, και στην αντιλυρική, τη μικρή ενότητα του τέλους. Στην πρώτη, ο αφηγητής είναι μόνος με τις αναμνήσεις του. Θυμάται και περιγράφει. Καμιά άλλη φωνή δεν φτάνει στ’ αυτιά μας εκτός από τη δική του. Πρόκειται για μια λογοτεχνική κατασκευή μέσα στην οποία κλείνεται παντελώς το υποκείμενο που τη χτίζει. Ο αφηγητής, οι αναμνήσεις του, η ανυπέρβλητα υποβλητική δύναμη των εικόνων του, ο διάχυτος ερωτισμός, ο φαντασιακός οργασμός, όλα αυτά τα στοιχεία δεμένα μεταξύ τους, όλα αλληλο-υποβασταζόμενα, όλα αλληλο-ελκόμενα, συνιστούν μία και μοναδική ψυχική ενότητα, η οποία τρέφεται από τον εαυτό της και μόνο. Στη δεύτερη ενότητα, την αντιλυρική, η ναρκισσιστική ατομικότητα διαρρηγνύεται, και από το εσωτερικό της ξεπηδούν άλλες φωνές. Ειδικότερα, η φωνή του δασκάλου, η φωνή της ίδιας της βελανιδιάς, η φωνή της ελεύθερης μάθησης και η φωνή της γριάς. Σκεφτόμουν πάντα, και κατά κύριο λόγο από αντίδραση προς την έκδηλη τάση της λυρικοποίησης του παπαδιαμαντικού έργου, ότι, αν το αντιλυρικό τέλος της «βασιλικής δρυός» περνούσε στην αφάνεια, θα ήταν σαν να λογοκρίναμε τον καλλιτέχνη, σαν να μην τον αφήναμε να ξεδιπλώσει τη δική του τέχνη, σαν να μη θέλαμε να δεχτούμε να δούμε άλλο τίποτα πέρα απ’ αυτό που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε και ν’ απολαμβάνουμε. Επειδή όμως έχουμε την πιο χιλιοτραγουδισμένη φύση, επειδή ως λαός έχουμε προσωποποιήσει τα στοιχεία της όσο κανένας άλλος λαός, επειδή η φαντασία μας έχει ζυμωθεί με το κάλλος της, δεν είναι λόγος για να μη δούμε ότι είμαστε ήδη έτοιμοι, σύμφωνα με το τέλος του διηγήματος, να την ξεπατώσουμε την ωραία φύση μας υποθηκεύοντας τη ζωή μας – επικυρώνοντας, έτσι, τα προφητικότατα λόγια της γριάς.
Έτσι σκεφτόμουν εδώ και πολλά χρόνια. Για την ακρίβεια, από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80, όταν άρχισα να μελετώ πιο συστηματικά το έργο του Παπαδιαμάντη. Προσπαθώντας να καταδείξω τη μυθιστορηματική λογική αυτού του έργου σε πείσμα της λυρικής, που ήταν, είναι και θα είναι για πολύ ακόμα η μόνη αποδεκτή λογική για το πιο ευρύ κομμάτι της λογοτεχνικής μας κριτικής, οδηγήθηκα στο κόψιμο της «Βασιλικής δρυός» στα δύο, στην παραδοχή ότι έχουμε να κάνουμε με μια σύνθεση δίπτυχη. Διότι έτσι, μ’ αυτό το τέχνασμα, είχα τη δυνατότητα ν’ αντιπαραθέτω στη μονολιθική μαγικο-λυρική ερμηνεία του έργου την ειρωνικότατη και διφορούμενη κατάληξή του. Πράγμα που ενίσχυε, δεδομένου ότι χωρίς ειρωνεία και αμφιβολία δεν νοείται μυθιστόρημα, την ένταξη του Παπαδιαμάντη στον χώρο της μόνης τέχνης που υπηρέτησε και πλούτισε με το έργο του.
Έπρεπε όμως να πυκνώσουν μέσα στο μυαλό μου τα αινίγματα που αφορούν στη διδασκαλία και τη μετάδοση του Παπαδιαμάντη από γενιά σε γενιά˙ έπρεπε ν’ αρχίσω τώρα τελευταία να συνδιαλέγομαι νοερά με τους κριτικούς που φοβούνται μη τυχόν και το σημερινό σχολείο αδυνατεί, λόγω της ιδιάζουσας φύσης του έργου του, να τον αγκαλιάσει˙ έπρεπε, τέλος, να προσφύγω γι’ άλλη μια φορά στον δάσκαλο, για ν’ αντιληφθώ ότι είχα πάρει λάθος δρόμο. Γιατί; Διότι το μυθιστορηματικό υφάδι του διηγήματος δηλώνεται ευθύς εξ αρχής, με τις πρώτες φράσεις, και παραμένει σε ισχύ μέχρι την τελευταία λέξη. Δεν χρειάζεται λοιπόν να περιμένουμε το τέλος για να καταλάβουμε ότι έχουμε να κάνουμε με μιαν ιδιότυπη υπαρξιακή εμπειρία διάχυτη στο σύνολο του έργου. Αρκεί να ξεφύγουμε από τη γραμμική ανάγνωση, που μας πάει από τη μαγική παιδική ανάμνηση στην πεζότατη απογοήτευση της ώριμης ηλικίας.
Για ποια υπαρξιακή εμπειρία μιλάω; Γι’ αυτήν που ανέφερα ήδη: για την αρμονική συνύπαρξη εντός μιας παιδικής ψυχής ακατανόητων, ακόμα και ακατονόμαστων, ατομικών επιθυμιών και ηθικοπλαστικών διδασκαλιών. Είναι δυνατόν; Είναι. Χάος η ψυχή του ανθρώπου, θ’ απαντήσει ο κοινός νους. Σίγουρα. Όμως εδώ, στον ίσκιο της βελανιδιάς, δεν έχουμε να κάνουμε με μια χαώδη ψυχή αλλά μ’ έναν ψυχικό κόσμο όπου παντρεύονται χωρίς σύγκρουση και χωρίς υποκρισία οι πιο ασυμβίβαστες, οι πιο ετερόκλητες, οι πιο αντιφατικές, φαινομενικά, καταστάσεις. Πώς να εξηγήσουμε, ή, καλύτερα, πώς να δεχτούμε αυτό το γεγονός;
* * *
Εδώ και έναν περίπου αιώνα εμφανίστηκε στη Δύση μια θεωρία για τον άνθρωπο και τη συμπεριφορά του που συνεπήρε τις καρδιές όλου του κόσμου, ανεξάρτητα από πολιτισμικές ιδιομορφίες και επί μέρους ιστορικές πραγματικότητες. «Εμφανίστηκε» δεν σημαίνει ότι έπεσε από τον ουρανό, ότι η έλευσή της δεν είχε προετοιμαστεί, ότι χίλιοι-δυο παράγοντες δεν δούλεψαν για την εκκόλαψή της. Δούλεψαν και παραδούλεψαν μάλιστα. Το όνομά της; Ψυχανάλυση. Δεν είναι εδώ ο χώρος για να συζητήσουμε την ιστορική πλευρά του θέματος. Σημειώνω μόνο ότι ο κάθε ανθρωπολογικός τύπος φτιάχνει και βιώνει την ψυχή που του ταιριάζει. Ο δυτικός άνθρωπος πήρε εδώ και πέντε αιώνες –χρονολογώ από καταβολής Νέων Χρόνων– τον δρόμο της ανάλυσης και, τελείως λογικά, κατέληξε μια μέρα και στην ανάλυση της ψυχής.
«Ψυχής πείρατα», έλεγε ο Ηράκλειτος, «ουκ αν εξεύροιο πάσαν επιπορευόμενος οδόν, ούτω βαθύν λόγον έχει». Θεωρούσε δηλαδή την ψυχή ως κάτι το απύθμενο και το απεριόριστο. Με την ψυχαναλυτική θεωρία συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: Η ατομική ψυχή έχει πυθμένα, έχει κάτω όριο, έχει χρόνο έναρξης, έχει το καταδικό της σημείο εκκίνησης. Από τη σύλληψη του εμβρύου και μετά, έρχεται κάποια στιγμή όπου η νέα τούτη βιολογική καθαρά μονάδα εκδηλώνεται ως ένα σύνολο ατομικών επιθυμιών προς ικανοποίηση. Αυτή ακριβώς η στιγμή είναι το σημείο μηδέν της ψυχής. Ό,τι χτίζεται εκ των υστέρων, ό,τι βιώνεται είτε ως τραύμα είτε ως μετουσίωση, ό,τι παράγεται από το άτομο και εξωτερικεύεται είναι ανεξίτηλα σημαδεμένο από την πρώτη-πρώτη παραδείσια κατάσταση της ατομικής ψυχής.
Εδώ λοιπόν κι έναν περίπου αιώνα ζούμε υπό τον αστερισμό της ψυχανάλυσης. Κατά συνέπεια, τόσο η καλλιτεχνική δημιουργία όσο και η απόλαυση του έργου τέχνης δικαιώνουν την ύπαρξή τους στη βάση της ψυχής που συνεπάγεται η ψυχανάλυση. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να καταβάλουμε ιδιαίτερη προσπάθεια για να καταλάβουμε γιατί στο βασίλειο της ανάλυσης ευνοούνται αισθητικά το αυτοβιογραφικό στοιχείο και η νοσταλγία της παιδικής ηλικίας. Στον ορίζοντα της ψυχαναλυτικής εξατομίκευσης αυτοί είναι οι μόνοι ενδιαφέροντες υπαρξιακοί χώροι προς αισθητικό πειραματισμό, οι μόνοι χώροι που συγκινούν τον θεατή, τον ακροατή, τον αναγνώστη. Κατά πάσα πιθανότητα, το έργο τέχνης δεν φτιάχνεται για να ικανοποιήσει αυτή τη ναρκισσιστική προοπτική. Δυστυχώς, όμως, το πέπλο της ψυχανάλυσης με το οποίο έχουν επικαλυφτεί οι σύγχρονες κοινωνίες καθιστά αόρατο ό,τι εξέχει, ό,τι δεν χωράει στη φραγμένη από τα κάτω ψυχή μας. Και ας μην πάμε μακριά: Το ίδιο δεν γίνεται και με την ανάγνωση του παπαδιαμαντικού έργου; Ποια άλλα στοιχεία αυτού του έργου, εκτός από αυτά της αυτοβιογραφίας και της νοσταλγίας, έχουν μελετηθεί και έχουν αγαπηθεί μέχρι σήμερα;
Η ερώτησή μου δεν είναι φιλολογική. Θέλει να πει ότι το ίδιο το έργο του Παπαδιαμάντη αρνείται πεισματικά, εδώ και πάνω από έναν αιώνα, να προσαρμοστεί στις κυρίαρχες αισθητικές μας προδιαγραφές. Και για να περιοριστώ στη βελανιδιά μας, ποια είναι η φύση της ψυχής του μικρού μας ήρωα; Με ποια μοιάζει περισσότερο: με την ηρακλείτεια, τη χαώδη και απεριόριστη, ή με την ψυχαναλυτική, που στερείται μεταφυσικού βάθους; Ούτε με τη μία ούτε με την άλλη. Πρόκειται για μια τελείως ιδιαίτερη περίπτωση. Πρόκειται για μια ψυχή διαφορετική, ξένη και προς το αρχαιοελληνικό κοσμικό πρότυπο, και προς το ατομικο-ωφελιμιστικό πρότυπο της νεώτερης Δύσης. Για τους λόγους που θα εκθέσω ευθύς αμέσως, ονομάζω την ψυχή γύρω από την οποία συγκροτείται η «Βασιλική δρυς» –αλλά και το σύνολο του παπαδιαμαντικού λογοτεχνικού έργου– καλλιεργημένη.
Τούτη δω η ψυχή είναι απέραντη αλλά όχι χωρίς σύνορα, όπως η ψυχή της ηρακλείτειας φιλοσοφίας. Είναι επίσης περίκλειστη, αλλά όχι παγιδευμένη στη βιολογική αναγκαιότητα, όπως είναι η ψυχή της φροϋδικής θεωρίας. Είναι ταυτόχρονα κλειστή και ανοιχτή. Γίνεται; Απ’ ό,τι φαίνεται, χάρη στη «Βασιλική δρυ», ναι. Γίνεται, γιατί το σύνορο της καλλιεργημένης ψυχής δεν είναι ένας φραγμός επιβεβλημένος από τα έξω, δεν είναι ένας καταναγκασμός, αλλά η παιδεία. Η τρικέφαλη, τρίκεντρη, τρισυπόστατη παιδεία της «Βασιλικής δρυός». Μπορεί ο αφηγητής ν’ ανακάλυψε εκ των υστέρων τα τρία σχολεία πάνω στα οποία χτίζεται και τα οποία χτίζει διαρκώς η καλλιεργημένη ψυχή. Τα επαναλαμβάνω: Το σταθερό και αμετακίνητο σχολείο της Ιεράς Ιστορίας, το ελεύθερο σχολείο της ατομικής γνώσης και το χιλιοδοκιμασμένο σχολείο της παράδοσης. Σ’ αυτό το τριπλό παιδαγωγικό καλούπι, που ισχύει για όλη την κοινωνία του, ήρθε να γεννηθεί και ο μικρός εραστής της πανέμορφης βελανιδιάς.
Γεννιόμαστε σαν ψυχικές εκδοχές, σαν ψυχικές ιστορικότητες. Ερχόμαστε στον κόσμο εντός μιας ψυχής ναι μεν νοηματοδοτημένης πριν από την εκάστοτε ατομική βιολογική γέννηση αλλά ανοιχτής στο ιστορικό γίγνεσθαι. Μ’ αυτή την έννοια, η καλλιεργημένη ψυχή διαφέρει ριζικά απ’ όλα τα ψυχικά μοντέλα που βίωσαν οι μη ιστορικοποιημένοι προχριστιανικοί πολιτισμοί. Η καλλιεργημένη ψυχή είναι πέρα για πέρα ιστορική. Πράγμα που δεν την εμποδίζει να είναι στους αντίποδες της ψυχαναλυτικής. Το αντίθετο μάλιστα. Γιατί η καλλιεργημένη ψυχή δεν συλλαμβάνεται ως ένας επιθυμητικός ατομικός πυρήνας που εξελίσσεται σε διαρκή πόλεμο με τους χίλιους-δυο καταναγκασμούς –βιολογικούς, πολιτιστικούς και ηθικούς– που τον περιβάλλουν.
Η καλλιεργημένη ψυχή είναι ένας μικρόκοσμος, μια συμπυκνωμένη ανθρώπινη κοινωνία, μια εκκλησία, ήδη τη στιγμή της γέννησής της. Για την καλλιεργημένη ψυχή δεν ισχύει το ψυχαναλυτικό σχήμα ατομική επιθυμία → κοινωνική απαγόρευση → ατομική απάντηση και πάει λέγοντας. Εδώ, στον χώρο της καλλιεργημένης ψυχής, ισχύει το σχήμα επιθυμία + παιδεία. Γι’ αυτό ακριβώς η πιο τρελή, η πιο εξωπραγματική, η πιο αφύσικη ερωτική φαντασίωση συνυπάρχει ταυτόχρονα με την παρουσία του βασιλιά Δαυΐδ και με το θαύμα του Χριστού. Μπορεί το λογικό και η τρέχουσα ηθική ν’ αρνούνται αυτή τη συγκατοίκηση. Η καλλιεργημένη ψυχή την αγκαλιάζει χωρίς να δυσανασχετεί. Την αγκαλιάζει, μάλιστα, θα έλεγα, βουτηγμένη η ίδια σ’ ένα κάποιο αμήχανο χαμόγελο. Όπως κι αν έχει, στο διήγημα δεν υπάρχει ίχνος τραύματος ή υποκειμενικού δράματος, ή σχιζοφρένειας, ή αισθήματος ενοχής. Σ’ αυτή την ψυχή-εκκλησία, η τάξη, η αρμονία, η φιλόξενη διάθεση και η αυτοϋπέρβαση δεν διασφαλίζονται από το απαγορεύειν και το προτρέπειν αλλά από το κοινωνείν. Από το κοινωνείν των πιο ανόμοιων, των πιο αντιφατικών και των πιο ασυνήθιστων καταστάσεων και πραγμάτων.
Το σχολείο του κοινωνείν είναι ένα. Αν το χώρισα σε τρία μερικότερα, το έκανα μόνο και μόνο για πρακτικούς καθαρά λόγους. Για να δούμε κομμάτι-κομμάτι πώς συνυφαίνεται μαζί του το διήγημα. Ειδάλλως, τα τρία σχολεία συλλειτουργούν, αλληλοχωνεύονται το ένα μέσα στο άλλο. Διδασκαλία της Αγίας Γραφής, προσωπική ελευθερία και παράδοση είναι στην ουσία τρεις όψεις της ίδιας ψυχαγωγίας, της ίδιας ψυχογνωσίας, της ίδιας ψυχοκοσμογονίας. Τρανό παράδειγμα αυτής της ενότητας των τριών σχολείων είναι η συλλειτουργία τους κατά την κρίσιμη στιγμή της τροπής, της εκτροπής από την πορεία της, της ονειρώδους φαντασίωσης του παιδιού. Όντας η ψυχή γεννημένη μέσα στο σχολείο του κοινωνείν, όντας ήδη καλλιεργημένη πριν δει το φως της ημέρας, αντιλαλούν μέσα της, ταυτόχρονα με τις σειρήνες του ναρκισσισμού, οι σάλπιγγες της κοινής πίστης, της ατομικής περιέργειας και της λαϊκής σοφίας. Ξαφνικά λοιπόν –ξαφνικά για τη λογική του κειμένου, αλλά για τη λογική της καλλιεργημένης ψυχής καθόλου ξαφνικά–, έρχεται ν’ ακουστεί η φωνή της βελανιδιάς. Έρχεται να πει το δικό της καημό, τη δική της ανησυχία για την τύχη της. Φοβάται για τη ζωή της. Και τούτο το συναίσθημα δεν έχει καμιά σχέση με το πάθος του εραστή της. Μιλούν τα δέντρα; Και βέβαια. Στα βάθη της καλλιεργημένης ψυχής, όλα τα πλάσματα του Θεού μιλούν. Καθένα με την ιδιαίτερη φωνή του και όλα μαζί. Και η ατομική ψυχή τρέπεται. Χωρίς θόρυβο, χωρίς αγωνία, χωρίς αθεράπευτα υπολείμματα. Και το σημαντικότερο: χωρίς φόβο και χωρίς ντροπή για την πιο γλυκειά, την πιο θαυμαστή και ιδιότροπη ίσως ερωτική της περιπέτεια.
Το σχολείο του κοινωνείν δεν είναι μηχανισμός αναπαραγωγής της κοινωνίας που έχουμε σήμερα, το σχολείο το οποίο περιέγραψε τόσο εύστοχα και τόσο πειστικά ο Αντώνης Σμυρναίος. Είναι η ίδια η κοινωνία ως δημιουργία. Η κοινωνία ως ανανεούμενο ανθρώπινο σύνολο το οποίο, χωρίς να διαρρήξει τη συνοχή του, προικίζει τα μέλη του με την αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας. Γιατί η ανθρώπινη ελευθερία εκλύεται μόνον εκεί όπου η αχαλίνωτη ατομική φαντασίωση και η παιδεία είναι αξεδιάλυτα ενωμένες, εκεί που η ψυχή γεννάει και αναγεννάει τούτη την ενότητα χωρίς σταματημό.
Το σχολείο του κοινωνείν είναι κοινωνία εν λειτουργία. Όταν δεν υπάρχει, η κοινωνία απονεκρώνεται. Παραμένει βουβή. Γιατί είναι ανήμπορη να εκτρέψει τα άτομα που τη συνθέτουν από τις ναρκισσιστικές επιθυμίες τους και τα καταστροφικά ιδιωτικά συμφέροντά τους. Καταστροφικά τόσο γι’ αυτά τα ίδια όσο και για τα υπόλοιπα άτομα.

Ο Λάκης Προγκίδης είναι συγγραφέας, εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού L’Atelier du Roman

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου