Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

(Αντι-) Πρόταση για την αξιολόγηση, του Δημήτρη Νικολούδη



Θα ξεκινήσουμε από μια παραδοχή: Η αξιολόγηση είναι ένα (κι όχι το μοναδικό ή το σημαντικότερο) από τα συστατικά στοιχεία της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η έμφαση, λοιπόν, σε αυτήν ―όχι ως σύνθετη ποιοτική αποτίμηση, με σκοπό τη δυνατότητα για βελτιωτικές παρεμβάσεις αλλά ως μέτρηση επιδόσεων, με σκοπό τον πολιτικό έλεγχο μέσα από το κυνήγι προαποφασισμένων σταθερών (“standards”)― αποτελεί ιδεολογική επιλογή. Επομένως, η κυριαρχία, στη σχετική συζήτηση για το δημόσιο σχολείο, μιας «φαντασίωσης» γύρω από την αξιολόγηση, ως μιας «θεραπευτικής συνταγής» για όλα τα δεινά, δε συνιστά «μονόδρομο» ούτε «φυσικό νόμο» που διαπερνά την εκπαίδευση αλλά πολιτική γραμμή, η οποία, απλώς, εντάσσεται σε μια κατεύθυνση νεοσυντηρητικών και νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων.
Επειδή όμως γίνεται πολύς λόγος για την ανάγκη να υπάρξει αντιπρόταση στις κυρίαρχες πολιτικές, εμείς λέμε:
Πρώτον, δεν μπορεί να υπάρξει εκπαιδευτική τομή χωρίς την ουσιαστική αναβάθμιση του Συλλόγου Διδασκόντων. Κι όταν λέμε αναβάθμιση, εννοούμε τη θέσπιση ενός είδους ουσιαστικής σχολικής αυτοδιεύθυνσης. Πιο συγκεκριμένα, οι εκπαιδευτικοί του κάθε σχολείου (ανά τρίμηνο) θα συνεδριάζουν, θα αναλύουν τη συγκεκριμένη κατάσταση και θα επικοινωνούν με τους εκπαιδευτικούς των γειτονικών σχολείων, για να καταλήξουν σε συμπεράσματα και σε αναγκαίες κινήσεις. Στην προσπάθεια αυτή θα έχουν την παιδαγωγική στήριξη Σχολικών Συμβούλων και Πανεπιστημιακών Επιτροπών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα περιγράφεται το πλαίσιο (εκπαιδευτικό-κοινωνικό), θα αποτυπώνονται οι δομικές λειτουργίες και οι σχετικές με αυτές στοχεύσεις, θα συνεκτιμώνται τα μέσα, τα μορφωτικά περιεχόμενα και η ευρύτερη κοινωνικο-οικονομική κατάσταση της περιοχής, θα σχηματοποιούνται οι προοπτικές υλοποίησης και θα διατυπώνονται δεσμευτικές για την κεντρική εξουσία προτάσεις. Η απόλυτη οριοθέτηση του πλαισίου της αυτοαξιολόγησης (που προωθεί το Υπουργείο) από εξωτερικούς, ως προς την εκπαιδευτική κοινότητα, παράγοντες αντιφάσκει με την ίδια την έννοια της αυτοαξιολόγησης. Κατά συνέπεια, η παραδοξότητα ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι κάτι περισσότερο από προφανής.

Δεύτερον, η στενή αντιμετώπιση της αξιολόγησης με ποσοτικούς δείκτες δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, γιατί η δουλειά του εκπαιδευτικού είναι μια σύνθετη και δυναμική διαδικασία, η οποία διαμεσολαβείται από κοινωνικο-οικονομικούς και πολιτισμικούς παράγοντες σε επίπεδο μικρο- και μακροδομών και, επομένως, δεν μπορεί να μετρηθεί. Εμείς προτείνουμε μια άτυπη διαδικασία ποιοτικής προσέγγισης, η οποία θα κατανοεί και θα συνθέτει όλες τις παραμέτρους του μορφωτικού εγχειρήματος (εξωτερικές και εσωτερικές –μορφωτικό/οικονομικό υπόβαθρο μαθητών, σχολικές γνώσεις και μεθοδολογικές επιλογές, χρηματοδότηση, επιμόρφωση), για να δούμε ποιες είναι οι ανάγκες των μαθητών, της κοινότητάς τους, των ίδιων των εκπαιδευτικών. Η συγκεκριμένη πρόταση κινείται σε εντελώς διαφορετική λογική από αυτήν που εισάγει το Υπουργείο. Δεν προκρίνει «μεταφυσικής έμπνευσης» δείκτες και κριτήρια που τυποποιούν την παιδαγωγική πράξη, στην κατεύθυνση μιας αγοραίας-λογιστικής διαχειριστικής αντίληψης, δεν αποθεώνει το στοχοκεντρισμό, χωρίς να αποκαλύπτει τη συνάρθρωση πλαισίου-διαδικασιών-στόχων-αποτελεσμάτων. Εντέλει, δε μετατρέπει μία ποιοτική κατάσταση σε ποσοτικό δεδομένο, για την ικανοποίηση δημοσιονομικών στόχων ή δήθεν «δεσμεύσεων» έναντι των λεγόμενων «δανειστών της χώρας».
Τρίτον, επειδή η εκπαίδευση δεν είναι επιχείρηση, στην οποία εισάγω ορισμένα κεφάλαια και στο τέλος κάνω το «λογαριασμό», για να δω αν με συμφέρει ή όχι να τη χρηματοδοτώ αλλά αποφασιστικός παράγοντας ύπαρξης των σύγχρονων κοινωνιών, προτείνουμε:
α) Τη θέσπιση μιας αναλογίας 15 μαθητών ανά τμήμα για τις Α & Β τάξεις και 20 μαθητών για τις υπόλοιπες τάξεις.
β) Την ουσιαστική λειτουργία υποστηρικτικών δομών (τμημάτων ένταξης, παράλληλης στήριξης, ενισχυτικής παρέμβασης, ολοήμερο).
γ) Σημαντική οικονομική ενίσχυση για κτιριακές και τεχνολογικές υποδομές στα σχολεία.
δ) Αύξηση του εισοδήματος του εκπαιδευτικού, σταθερή, σίγουρη εργασία και επιστημονική επιμόρφωση, η οποία θα ανταποκρίνεται στις αυτο-μορφωτικές του ανάγκες.
Οι παραπάνω κατευθυντήριες γραμμές θα συγκεκριμενοποιηθούν και θα εξειδικευθούν στο επίπεδο της πρακτικής εφαρμογής από το ίδιο το κράτος με τους μηχανισμούς και τις δυνατότητες που έχει ως φορέας άσκησης πολιτικής.
Νικολούδης Δημήτρης
Δημοτικό Σχολείο Ασπροβάλτας Θεσσαλονίκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου