Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Μια προσωπική στάση απέναντι στην Αξιολόγηση


Λευτέρης Παπαθανάσης

Έχοντας πια κάποια χρόνια στην εκπαίδευση, τόσα που μου επιτρέπουν να βγάλω μερικά ασφαλή συμπεράσματα, και έχοντας γυρίσει αρκετά σχολεία της επαρχίας και του κέντρου, πραγματικά δεν μπορώ να πω ποιο ήταν το καλύτερο σχολείο που έχω υπηρετήσει. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή ήταν όλα «πρότυπα» σχολεία, ούτε επειδή γενικά είμαι αναποφάσιστος (το αντίθετο), αλλά επειδή το ίδιο αυτό το ερώτημα «ποιο είναι το καλύτερο σχολείο?» είναι άτοπο.

Κάνω αυτήν την εισαγωγή, γιατί αυτό που πλασάρεται στην «κοινή» γνώμη είναι ότι η Αξιολόγηση έχει να κάνει με κάτι τέτοιο. Στο κάτω-κάτω, ποιος δεν θα ήθελε να ξέρει αν το σχολείο της γειτονιάς του είναι «καλό» ή «κακό»? «Αν το σχολείο έχει κάποιο πρόβλημα, δεν είναι σωστό να το εντοπίσουμε και να το λύσουμε?» ρωτάει ο καλόπιστος συζητητής.

Δυστυχώς, η αλήθεια απέχει πολλά μίλια απ’αυτή τη λογική. Στην πραγματικότητα, η Αξιολόγηση είναι μια διαδικασία που ΕΞΑΠΟΛΥΕΤΑΙ από την Εξουσία ενάντια στους εργαζόμενους στην εκπαίδευση και τη νεολαία, στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης επιθετικότητας, στα πλαίσια του επανακαθορισμού –προς το χειρότερο- των εργασιακών σχέσεων. Το «σχολείο-αγορά» που σχεδιάζουν δεν μπορεί να οικοδομηθεί εάν δεν εδραιωθεί η Αξιολόγηση. Αν αυτά που λέω σου φαίνονται «ξύλινα», δώσε μου μισό λεπτό να τα εξηγήσω με συντομία.

Η Αξιολόγηση αποσκοπεί στην κατηγοριοποίηση των σχολείων αρχικά και των εκπαιδευτικών αργότερα. Το κάθε σχολείο θα πάρει το καρτελάκι με την τιμή του, το εργαλείο δηλαδή με το οποίο θα βγει στη θάλασσα της αγοράς, των χορηγών για να αναζητήσει τη χρηματοδότηση. Επειδή οι ντόπιοι νεοφιλελεύθεροι φωστήρες ούτε να πρωτοτυπήσουν δεν μπορούν, έχουμε το καλό να μπορούμε να κρίνουμε από την μέχρι τα τώρα διεθνή εμπειρία. Όπου εφαρμόστηκε η λογική αυτή (και εφαρμόστηκε και στα μεγάλα καπιταλιστικά κέντρα, όπως στις ΗΠΑ) κατέληξε σε τραγωδία: υποχρηματοδότηση και κλεισίματα σχολείων, μετατροπή της σχολικής ζωής σε ατελείωτο σόου προς προσέλκυση γονέων-πελατών, ανήθικες μεταγραφές μαθητών (ακόμη και με χρηματικά ανταλλάγματα) προκειμένου να βελτιωθεί ο μέσος όρος βαθμολογίας του σχολείου, αποξήρανση της διδασκαλίας με την επιμονή στη «διδασκαλία» των θεμάτων που πιθανό να πέσουν στις εξετάσεις. Την ίδια στιγμή, είχαμε την εισβολή των χορηγών, που έφτασαν να έχουν λόγο ακόμη και στη διαμόρφωση του προγράμματος σπουδών του σχολείου.

Το ίδιο το πλαίσιο της Αξιολόγησης το θέτει η Εξουσία, και μάλιστα με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Για κάθε παράμετρο της σχολικής ζωής που επιθυμεί να αξιολογηθεί, έχει ορίσει και τον αντίστοιχο συντελεστή. Δεν είναι αστείο, μιλάμε για τη μόρφωση των παιδιών κι εκείνοι σκέφτονται με συντελεστές! Πρόκειται για ένα κρεβάτι του Προκρούστη, στο οποίο θα χτιστούν με το ζόρι τα σχολεία του αύριο και οι αντίστοιχοι εκπαιδευτικοί: εταιρίες «παροχής υπηρεσιών» με άβουλους υπαλλήλους.

Η Αξιολόγηση είναι μια διαδικασία εξ ορισμού παράλογη. Κι αυτό γιατί αποσκοπεί στο να ποσοτικοποιήσει τα χαρακτηριστικά μιας κοινότητας. Παρενθετικά, θυμήσου ότι η εκπαίδευση αφορά κοινότητες και όχι άτομα. Αν έχεις στο μυαλό σου ότι η εκπαίδευση είναι εκείνος ο θεσμός με τον οποίο άτομα εφοδιάζονται στον αγώνα τους ενάντια σε άλλα άτομα, όπως θέλει ο νεοφιλελεύθερος εφιάλτης, απλά παράτα αυτό το κειμενάκι, δεν είναι για σένα. Η Αξιολόγηση θέτει αξία, αριθμοποιεί ιδιότητες που από τη φύση τους δεν ποσοτικοποιούνται. Δεν μπορώ να αναθέσω βαθμό στο πόσο αγαπώ τα παιδιά μου, στη συνεισφορά του Λαβουαζιέ στη σύγχρονη Χημεία, στον αντίκτυπο του πίνακα του Πικάσο για τη Γκουέρνικα, στη μαγική αναταραχή που μου προκαλεί το μπάσο του Steve Harris στην εισαγωγή του Wrathchild. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την εκπαίδευση. Δεν υπάρχει καμία πτυχή της σχολικής ζωής η οποία να μπορεί να δεχθεί έναν μονοσήμαντο βαθμό. Οποιαδήποτε τέτοια απόπειρα μπορεί μόνο να σταθεί είτε αν θεωρήσουμε την εκπαίδευση ως «παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών», είτε αν ξεπέσουμε στη μεταφυσική. Είναι ακριβώς αυτά τα δύο που αποτελούν τον ιδεολογικό πυρήνα της Αξιολόγησης, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω.

Η επιμονή της Εξουσίας να αξιολογήσει βασίζεται στη θεώρηση της εκπαίδευσης σαν «παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών», από ιδρύματα σχετιζόμενα με την αγορά. Η μετατροπή της εκπαιδευτικής πράξης σε υπηρεσία, σε προϊόν, έχει ανάγκη την ποσοτικοποίηση και την αξιολόγηση (πρέπει δηλαδή να έχει τη μονάδα του, και την τιμή αυτής της μονάδας). Τα κριτήρια δε αυτών των διαδικασιών φυσικά καθορίζονται από κείνους που θα εμπορευθούν το νέο αυτό κελεπούρι. Την ίδια στιγμή, για να θολώσει το τοπίο και να επιτευχθεί η απαραίτητη κοινωνική συναίνεση, η Αξιολόγηση ντύνεται με ένα σωρό μεταφυσικά και αστήρικτα ευχολόγια, αλλά κυρίως με μια ανήθικη επίθεση ενάντια στους εργαζόμενους στην εκπαίδευση, ποντάροντας στον –πάντα ευεργετικό για τους εξουσιαστές- «κοινωνικό αυτοματισμό».

Για πολλά χρόνια, με αφετηρία κάπου εκεί στην περίοδο της «Αλλαγής», υπήρχε στο Σχολείο μια διαρκής συζήτηση για την «ανάπτυξη κριτικού πνεύματος». Σήμερα η συζήτηση έχει μετατοπιστεί στην Αξιολόγηση. Μια ματιά και μόνο στους τίτλους των σεμιναρίων που διεξάγονται από τους εκπαιδευτικούς φορείς αρκεί για να σε πείσει για τη θλιβερή αυτή μετατόπιση. Η νέα αντίληψη λοιπόν είναι ότι ο μελλοντικός εργαζόμενος, και κατά συνέπεια κι εκείνος που του μαθαίνει γράμματα, πρέπει να μάθει να αξιολογεί και να αξιολογείται. Αυτό είναι κάτι ολότελα διαφορετικό από την Κριτική. Η Κριτική δεν έχει όρια, ο άνθρωπος που θα εκπαιδευτεί σ’αυτή είναι ένας άνθρωπος ανήσυχος, δημιουργικός και ατιθάσευτος, ένας άνθρωπος που δεν γνωρίζει από υποταγή και παθητικότητα, αυτές τις δύο «αρετές» που το σύστημα απαιτεί από τους υποτελείς του. Η Εξουσία, με την αυτό-Αξιολόγηση που επιχειρεί να ξεκινήσει, δεν μας ζητά να ασκήσουμε κριτική. Μας ζητά απλά να της πούμε κατά πόσο ικανοποιούμε τις ανάγκες τις αγοράς, και τι θα κάνουμε ώστε να βελτιώσουμε το προϊόν μας.

Το σημερινό Σχολείο κάθε άλλο παρά τέλειο είναι. Αυτό δεν οφείλεται τόσο στη μια ή την άλλη αδυναμία της κάθε σχολικής μονάδας ξεχωριστά, αλλά στην κεντρική ανικανότητα του Καπιταλισμού να μορφώσει. Είναι αυτή η βασική αντίφαση του συστήματος (ότι θέλει μελλοντικούς εργάτες μορφωμένους ώστε να παρέχουν εργασία, αλλά όχι και τόσο μορφωμένους ώστε να αμφισβητήσουν τους όρους με τους οποίους την παρέχουν) που υπονομεύει την εκπαίδευση, και όχι τόσο τα επιμέρους προβλήματα. Όμως τα προβλήματα αυτά υπάρχουν και απαιτούν επισήμανση και λύση. Εκεί ποντάρουν όσοι επιχειρούν να δώσουν ένα άλλοθι στη διαδικασία της Αξιολόγησης, ότι δηλαδή –παρά τα αναγνωρισμένα κακά της- μπορεί να αναδείξει κάποια προβλήματα που στη συνέχεια θα λυθούν. Εδώ υπάρχει μια μεγάλη αντίφαση: το κίνημα του κόσμου της εργασίας τις προηγούμενες δεκαετίες είχε κατακτήσει την εδραίωση των δημοκρατικών θεσμών μέσα στο σχολείο (συμβούλια μαθητών, σύλλογος διδασκόντων, σύλλογος γονέων και κηδεμόνων), που έχουν ακριβώς αυτό το ρόλο. Η συλλογική διαμόρφωση άποψης όμως είναι για την Εξουσία επικίνδυνη, γι’αυτό η Αξιολόγηση απαξιώνει και παρακάμπτει τους δημοκρατικούς θεσμούς του Σχολείου, και στη θέση τους βάζει τις ομάδες αξιολόγησης. «Αρκετά με τη Δημοκρατία!», φωνάζει η Εξουσία, «σχολεία που επιμένουν να διοικούνται δημοκρατικά δεν μπορώ να τα πουλήσω στους ιδιώτες!». Φυσικά δέχομαι την ένσταση ότι οι θεσμοί αυτοί συχνά υπολειτουργούν ή έχουν χάσει τον αρχικό χαρακτήρα τους, όμως εδώ είμαστε να τους βελτιώσουμε και να τους εμβαθύνουμε! Δεν μπορώ φυσικά να μην αναφερθώ στο ότι, παρά το γεγονός ότι οι προτάσεις της ομοσπονδίας μας (αλλά και των ενώσεων γονέων και κηδεμόνων) γεμίζουν ολόκληρες αποθήκες και είναι απίστευτα εξειδικευμένες και δουλεμένες, δεν έχει βρεθεί τόσα χρόνια κανένας κυβερνητικός διαχειριστής που να δώσει την παραμικρή σημασία. Κανείς επίσης δεν έχει δώσει σημασία στις παρεμβάσεις των σχολικών κοινοτήτων για απλά καθημερινά θέματα όπως η θέρμανση, οι αίθουσες, οι διαβάσεις κλπ, όπως επίσης είναι χαρακτηριστικό το ότι υπάρχουν ακόμη λάθη στα σχολικά εγχειρίδια, παρά το ότι επισημαίνονται κάθε φορά από πολλούς συναδέλφους (τόσο μας ακούνε εκείνοι που σήμερα «θέλουν τη γνώμη μας»). Εάν οποιοσδήποτε υπουργός ήθελε πραγματικά να λύσει προβλήματα της εκπαίδευσης, πραγματικά θα μπορούσε να τα μάθει μέσα σε μια μέρα, αμφιβάλλεις?

Η Αξιολόγηση έρχεται να ρίξει πάνω μας το βάρος της ερήμωσης και της διάλυσης της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Σχολεία θα κλείσουν, παιδιά θα αποκλειστούν, εκπαιδευτικοί θα απολυθούν, όχι επειδή έτσι επιβάλλει το νεοφιλελεύθερο blitzkrieg των μνημονιακών κυβερνήσεων, αλλά επειδή φταις εσύ κι εγώ: επειδή το σχολείο δεν ήταν καλό, επειδή οι μαθητές μας «δεν έπαιρναν τα γράμματα», επειδή οι εκπαιδευτικοί δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους. Όλο αυτό το ιδεολογικό παραμύθιασμα καλλιεργείται στους υποτελείς ώστε να δεχθούν αδιαμαρτύρητα το «νέο» σχολείο, το σχολείο που δεν τους χωρά, το σχολείο που στην πραγματικότητα είναι πολύ, μα πολύ παλιό.

Πρόκειται για μια διαδικασία καταστροφής του Δημόσιου σχολείου. Όποιος δεν το βλέπει αυτό, είναι απλά θύμα της νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας ή νομίζει ότι έχει προσωπικό συμφέρον (μιλώ γι’αυτό το κλείσιμο του ματιού που υπόσχεται ότι κάποιοι στο κάτω-κάτω μπορούν και να κερδίσουν απ’αυτή τη διαδικασία). Όποιος το βλέπει, αλλά δίνει στον εαυτό του χίλια δυο άλλοθι για να μην αντιδράσει, απλά θα το βρει μπροστά του.

Αγαπώ τόσο τη δουλειά μου που δεν μου είναι δυνατό να κάνω το κορόιδο, να πω «έλα μωρέ, θα περάσει κι αυτό όπως τόσα άλλα». Θέλω ένα καλύτερο σχολείο, ένα σχολείο που θα εκπαιδεύει ελεύθερους ανθρώπους και ξέρω ότι αυτό δεν μπορούμε να το πετύχουμε ολοκληρωτικά, παρά μόνο στο βαθμό που θα αρχίσουμε να οικοδομούμε μια κοινωνία με τελείως διαφορετικές αξίες, αυτές της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας. Μέχρι τότε όμως, δεν θα σταματήσω να εξαντλώ κάθε δυνατότητα που μου δίνει τούτο το υπαρκτό σχολείο να συμβάλλω στην ουσιαστική μόρφωση όσο το δυνατόν περισσότερων παιδιών. Για το λόγο αυτό, δεν μου είναι δυνατό να συμπράξω σ’αυτή την ανήθικη εκστρατεία των δυνάμεων της Αγοράς ενάντια στο Δημόσιο Σχολείο. Δεν πρόκειται να αξιολογήσω, δεν θα συμμετάσχω σε καμία από τις ομάδες αξιολόγησης, δεν προτίθεμαι να αξιολογηθώ. Για όσο καιρό ακόμη μπορώ να λογίζομαι σαν ελεύθερος άνθρωπος, θα παλέψω για να μην περάσουν τα σχέδιά τους. Κακά τα ψέματα, οι εποχές που μπορούσαμε να συζητάμε ακαδημαϊκά για όλα αυτά έχουν περάσει. Τώρα είναι η ώρα των επιλογών, και οι επιλογές έχουν ευθύνη. Κανείς όμως δεν πρόκειται να κάνει τη δουλειά που είναι για μας. Αρνούμαι τη συμμετοχή μου στις διαδικασίες Αξιολόγησης και το ίδιο ζητάω από κάθε έναν συνάδελφο/συναδέλφισσα ξεχωριστά γνωρίζοντας τις ανησυχίες του και τους ενδεχόμενους φόβους του. Δεν θα γίνει διαφορετικά. Γιατί οι μέρες που ζούμε είναι οι μέρες που θα σταματήσουμε τη βαρβαρότητα. Είναι οι μέρες που θα αφηγούμαστε.


Μερικές παρατηρήσεις αυτονόητες για το άρθρο.

Μια απο τις βασικές θεμελιακές παραδοχές της αστικής αντίληψης για τον κόσμο, βλέπε Θάτσερ, 1988), είναι ότι η κοινωνία δεν υπάρχει και όπώς έλεγαν οι παλιοί εμπειριστές του Μεσαίωνα και θα επαναλάμβαναν οι σύγχρονοι θετικιστές και μεταμοντέρνοι ή οσοι πιστεύουν στον λεγόμενο αυτοπροσδιορισμό, η βασιλική οδός για την κατανόηση των κοινωνικών φαινομένων είναι το άτομο, (Παπαμιχαήλ, 2002 – στον επίλογο). Δεύτερη θεμελιακή παραδοχή είναι ο διαχωρισμός της αξιοκρατίας από τα οντολογικά δεδομένα με αποτέλεσμα η αξιολόγηση να θεωρείται ως κάτι το εξωτερικό προς το άτομο και την κοινωνία, με λογική συνέπεια των προηγούμενων ο έλεγχος μιας επιστημονικής θεωρίας να γίνεται απο το εξωτερικό και να μην υπάρχει ως θεμελιακή της παραδοχή. Τρίτη θεμελιακή παραδοχή ο διαχωρισμός της φύσης και της κοινωνίας σε ανάλογα με την αξία – για το φετεχισμό του εμπορεύματος έχουν γραφτεί χιλιάδες μελέτες. Τέταρτον η αστική αντίληψη δεν δέχεται την ύπαρξη της αντικειμενικής πραγματικότητας, ως κάτι το εξωτερικό προς το άτομο. Επομένως η πρόταση της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών πεπραγμένων και όσων τα φέρνουν εις πέρας βασίζεται στις παραπάνω παραδοχές, άσχετα αν ο εκάστοτε υπουργός παιδείας ή οι οργανικοί διανοούμενοι της αστικής τάξης έχουν ή δεν έχουν επίγνωση αυτών των παραδοχών.

Σε αυτές τις παραδοχές υπάρχουν δύο θεωρητικά ρεύματα που αντιτέθηκαν. Πρώτον η βιωμάτική προσέγγιση, ως απόρροια του ρομαντισμού, βλέπε Μίλτον, γερμανικός ρομαντισμός – θεωρίες για την παιδικότητα, για την αυτονομία, ο αναρχισμός στην εκπαίδευση κτλ. που ενώ προσπάθησαν να ασκήσουν κριτική στα παραπάνω, έχουν ως θεμελιακή παραδοχή το άτομο, ως μια ουσία, βλέπε και κριτική του Μάρξ στο Feuerbach), ο μοναδικός του Στίρνερ και ορισμένα ρεύματα της σύγχρονης λεγόμενης αριστεράς που επηρεάζονται από τις διάφορες μεταμοντέρνες αφέλειες, περί αυτοπροσδιορισμού κτλ. Η δεύτερη προσέγγιση που άσκησε κριτική στις βασικές θεμελιακές παραδοχές της αστικής αντίληψης για τον κόσμο προέρχεται απο τη διαλεκτική και μονιστική αντίληψη για τον κόσμο. Ο διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός, παρεπιμπτόντως η ύλη είναι φιλοσοφική κατηγορία και όχι επιστημονική έννοια σύμφωνα με το Βλαντιμιρ Υλιτς Ουλιάνοφ – Λένιν, δεχόμενος την ύπαρξη μιας αντικειμενικής πραγματικότητας δέχεται ότι ο άνθρωπος είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων και ότι βασική και εγγενής θεμελιακή παραδοχή του είναι ο έλεγχος των επιστημονικών θεωριών μέσα της πράξης, ή όπως θα μπορούσαμε καλύτερα να πούμε η εργασία ως μια σκόπιμη δραστηριότητα, μέσω της οποίας αλλάζει η φύση και η κοινωνία. Όπως πολύ ξεκάθαρα διατύπωσε τα προηγούμενα ο σύντροφος και φίλος Γιάννης Βεζυτζής στη διδακτορική του διατριβή για τη διδακτική των φυσικών επιστήμών, η διαλεκτική και μονιστική αντίληψη είναι η μοναδική που εμπεριέχει ως εγγενή παραδοχή τον έλεγχο των επιστημονικών θεωριών μέσω της πράξης.

όταν επομένως ασκεί κανείς κριτική στην αξιολόγηση δεν μπορεί να αφήνει απ’ έξω τις βασικές αυτές παραδοχές. Η περιγραφή που παρουσιάζεται στο άρθρο το τι έγινε αλλού δεν είναι έξω απο την αντίληψη των αστών, ότι η επιστήμη εξετάζει μόνο ότι είναι προσιτό στην εμπειρία, η αγάπη δεν συνιστά αναγκαία και ικανή συνθήκη για την ερμηνεία της κοινωνικής ή της εκπαιδευτικής πραμγατικότητας – αγάπη για το σχολείο μπορεί να έχει και ένας αστός, ή ένας χριστιανός, ελεύθερους ανθρώπους επιμένει ότι εκπαιδεύει όλο το ρεύμα της αυτονομίας, μόνο που επιμένει στο άτομο και όχι στις κοινωνικές του σχέσεις και όλα αυτά δεν είναι έξω από την αστική αντίληψη που περιγράψαμε προηγούμενα. Ναι η ανυπακοή όπως λέει ένα περιοριστικό στο περιεχόμενο σύνθημα της αριστεράς είναι μια θετική στάση απέναντι στη βαρβαρότητα του καπιταλισμού, όπως δεν ξεπερνά ούτε τα απώτατα όρια του αστικού κόσμου, ούτε το αυθόρμητο ρεφορμιστικό σύνθημα του Μπερστάιν, κυρίαρχο στις σημερινές τάσεις της αριστεράς, η κίνηση είναι το παν, ο σκοπός τίποτα.

όσο για τις θέσεις της ΔΟΕ ή άλλων για την αξιολόγηση είναι προφανές ότι η σημερινή και οι χτεσινές κυβερνήσεις έχουν άλλη στόχευση, όπως είχαν και παλιότερα, ελπίζω η αστική προσέγγιση του Αλέξανδρου Δελμούζου και το πως αντιμετωπίστηκε απο τις τότε αστικές κυβερνήσεις να είναι γνωστή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου