Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Ο Θουκυδίδης, ο στρατηγός Δημοσθένης και τα γεγονότα της Πύλου από στρατιωτική άποψη

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Ο στρατηγός Δημοσθένης, γιος του Αλκισθένη, είχε σαφώς αμαυρώσει τη φήμη του από την αποτυχία με τους Αιτωλούς. Όταν βρέθηκε σε πλεονεκτική θέση για την κατάληψη της Λευκάδας, διχάστηκε ανάμεσα στις αντικρουόμενες απόψεις των συμμάχων, που, επί της ουσίας, προσπαθούσαν να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα: «Οι Ακαρνάνες όμως απαιτούσαν από το στρατηγό των Αθηναίων Δημοσθένη να αποκλείσει τους Λευκαδίτες με την ανέγερση τείχους, γιατί πίστευαν πως έτσι εύκολα θα τους ανάγκαζαν να παραδοθούν και θ’ απαλλάσσονταν από μια πόλη που τους ήταν πάντα εχθρική. Αλλά την ίδια ακριβώς στιγμή οι Μεσσήνιοι (ο Γεωργοπαπαδάκος ξεκαθαρίζει ότι πρόκειται για Μεσσηνίους που οι Αθηναίοι είχαν εγκαταστήσει στη Ναύπακτο) έπεισαν το Δημοσθένη πως ήταν καλή γι’ αυτόν ευκαιρία, μια και είχε τόσο στρατό στις διαταγές του, να χτυπήσει τους Αιτωλούς, που ήταν εχθροί της Ναυπάκτου». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 94).

Ψηφισματικό ανάγλυφο των Σάμιων, Μουσείο της Ακρόπολης, Αθήνα
Ψηφισματικό ανάγλυφο των Σάμιων, Μουσείο της Ακρόπολης, Αθήνα
Παρακολουθούμε τους συμμάχους, που, υπό τη σκέπη της αθηναϊκής δύναμης, προσπαθούν να διευθετήσουν προσωπικές αντιπαλότητες. Πρόκειται για τις παραφυάδες της ισχύος, δηλαδή για τον ολοκάθαρο τυχοδιωκτισμό που, σχεδόν νομοτελειακά, κρύβουν αυτού του είδους οι συμμαχίες του επεκτατισμού. Ο Δημοσθένης τελικά πείθεται από τους Μεσσηνίους να βαδίσει εναντίον της Βοιωτίας – εξυπηρετώντας κυρίως προσωπικές του φιλοδοξίες – και γνωρίζει καταστροφή χωρίς προηγούμενο: «Όσο οι τοξότες τους είχαν βέλη κι ήταν σε θέση να τα χρησιμοποιούν, οι Αθηναίοι άντεχαν, γιατί οι Αιτωλοί, οπλισμένοι ελαφριά, όταν τοξεύονταν, κρατιόταν μακριά. Όταν όμως, επειδή σκοτώθηκε ο αρχηγός τους, οι τοξότες σκόρπισαν κι οι υπόλοιποι στρατιώτες είχαν εξαντληθεί από τον πολύωρο αδιάκοπο αγώνα, ενώ οι Αιτωλοί τους είχαν πάρει από κοντά και τους έριχναν συνέχεια ακόντια, τότε πια το ‘βαλαν στα πόδια και πέφτοντας σε χαράδρες χωρίς έξοδο και σε μέρη που δεν γνώριζαν, σκοτώνονταν. Ο οδηγός τους, ο Μεσσήνιος Χρόμωνας, είχε σκοτωθεί. Οι Αιτωλοί, εξάλλου, γοργοπόδαροι κι ελαφριά οπλισμένοι, τους κυνηγούσαν καταπόδι, τους έριχναν ακόντια και σκότωναν όσους πρόφταιναν, αρκετούς. Τους περισσότερους όμως, που έχασαν το δρόμο τους και μπήκαν στο δάσος απ’ το οποίο δεν υπήρχε διέξοδος, αφού έφεραν φωτιά και την έβαλαν απ’ όλες τις μεριές, τους έκαψαν. Ο αθηναϊκός στρατός δοκίμασε κάθε είδος φευγιό κι έπαθε κάθε είδος όλεθρο». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 98). Μετά απ’ αυτά o Δημοσθένης απέφυγε να επιστρέψει στην Αθήνα, φοβούμενος την αντίδραση των Αθηναίων, και παρέμεινε στη Ναύπακτο.  Επέστρεψε στην Αθήνα μόνο μετά τη στρατηγική του επιτυχία στις Όλπες, κοντά στον Αμβρακικό κόλπο, όπου συνέβαλε τα μέγιστα στη νίκη απέναντι στους Πελοποννησίους και τους Αμπρακιώτες.

Όταν την άνοιξη του 425 π.Χ. οι Πελοποννήσιοι εισέβαλαν στην Αττική, ο Δημοσθένης, που ζούσε ως απλός ιδιώτης, κατάφερε να πάρει άδεια ώστε να ηγείται ένα μικρό αριθμό από καράβια που θα αρμένιζαν γύρω από την Πελοπόννησο. Οι Αθηναίοι γνώριζαν ότι πελοποννησιακά πλοία βοηθούσαν τους (ολιγαρχικούς) εξόριστους της Κέρκυρας που πλιατσικολογούσαν την πόλη έχοντας ως ορμητήριο το βουνό κι ότι η πείνα άρχισε να βασανίζει την πόλη: «Όταν, αρμενίζοντας, έφτασαν κοντά στις ακτές της Λακωνίας κι έμαθαν ότι τα καράβια των Πελοποννησίων βρίσκονταν κιόλας στην Κέρκυρα, ο Ευρυμέδοντας κι ο Σοφοκλής ήθελαν να πάνε το γρηγορότερο εκεί, ενώ ο Δημοσθένης ζητούσε επίμονα να πιάσουν πρώτα στην Πύλο κι αφού κάμουν εδώ ό,τι έπρεπε να συνεχίσουν τ’ αρμένισμα. Κι ενώ οι δύο είχαν τις αντιρρήσεις τους, έτυχε να σηκωθεί μεγάλη τρικυμία, που ανάγκασε τα καράβια να καταφύγουν στην Πύλο. Ο Δημοσθένης απαιτούσε να οχυρώσουν αμέσως το μέρος (για το σκοπό, άλλωστε, αυτόν έλεγε ότι είχε συνοδέψει το στόλο) κι υποστήριζε με αποδείξεις ότι υπήρχε εκεί αφθονία από ξύλα και πέτρες κι ότι η θέση ήταν από φυσικού της οχυρή κι ακατοίκητη η ίδια κι η περιοχή σε μεγάλη απόσταση……… Ο Δημοσθένης πίστευε ότι η θέση αυτή ξεχώριζε ολότελα από κάθε άλλη, γιατί και λιμάνι υπήρχε εκεί κοντά κι οι Μεσσήνιοι, οι παλιοί κύριοι της περιοχής αυτής κι ομόγλωσσοι με τους Λακεδαιμονίους, θα μπορούσαν, με ορμητήριο το μέρος αυτό, να τους κάνουν μεγάλες ζημιές και ταυτόχρονα να είναι οι πιο πιστοί φύλακες της τοποθεσίας». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 3).
Μάταια προσπάθησε να πείσει τους άλλους δύο στρατηγούς Ευρυμέδοντα και Σοφοκλή. Μάταια επιχείρησε να προσεγγίσει και τους ίδιους τους στρατιώτες, που τους γνωστοποίησε τα σχέδιά του μέσω των ταξιάρχων. Το παράτολμο της επιχείρησης, το επείγον της αναχώρησης προς την Κέρκυρα και ίσως η δυσπιστία απέναντι στο Δημοσθένη από την παλιά του αποτυχία με τους Αιτωλούς, εκμηδένιζαν όλες τις πιθανότητες της οχύρωσης της Πύλου. Όσα όμως δεν αποφασίζουν οι άνθρωποι, πολλές φορές τα αποφασίζει η τύχη: «…..έπαψε να μιλά γι’ αυτό, ώσπου, τους ίδιους τους στρατιώτες, που, επειδή ο καιρός δεν επίτρεπε να αρμενίσουν, κάθονταν με σταυρωμένα χέρια, τους έπιασε ξαφνικά η διάθεση να μοιραστούν σ’ ομάδες και να οχυρώσουν την τοποθεσία. Άρχισαν τη δουλειά, κι επειδή δεν είχαν σιδερένια εργαλεία για να πελεκούν τις πέτρες, τις διάλεγαν μία μία και τις έχτιζαν όπως τύχαινε να ταιριάζει το σχήμα της καθεμιάς. Και τη λάσπη, αν κάπου τη χρειαζόταν, επειδή δεν είχαν πηλοφόρια, την κουβαλούσαν στη ράχη τους σκύβοντας βαθιά – για να μένει όσο γινόταν περισσότερος πηλός στην πλάτη – και δένοντας τα χέρια τους πίσω, για να μη φεύγει. Με κάθε τρόπο βιάζονταν να προλάβουν να τελειώσουν τα πιο αδύνατα σημεία, προτού έρθουν και τους επιτεθούν οι Λακεδαιμόνιοι. Το μεγαλύτερο, άλλωστε, μέρος της τοποθεσίας ήταν από φυσικού του οχυρό και δε χρειαζόταν να τειχιστεί». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 4).
Παρθενώνας, (λεπτομέρεια). Μουσείο της Ακρόπολης, Αθήνα
Παρθενώνας, (λεπτομέρεια). Μουσείο της Ακρόπολης, Αθήνα
  Οι Λακεδαιμόνιοι, όταν πληροφορήθηκαν τις ενέργειες των Αθηναίων στην Πύλο δεν έδωσαν τη δέουσα σημασία αφενός γιατί γιόρταζαν κάποια γιορτή κι αφετέρου γιατί θεώρησαν ότι θα καταλάβουν το μέρος εύκολα, αφού οι Αθηναίοι δεν θα μπορούσαν να αντισταθούν με αξιώσεις μέσα στην Πελοπόννησο. Εξάλλου, το κύριο τμήμα του σπαρτιατικού στρατού βρισκόταν στην Αττική. Ο βασιλιάς Άγης όμως, που ηγούνταν την εκστρατεία στην Αττική, και οι υπόλοιποι συμμετέχοντες στην εκστρατεία δεν έδειξαν την ίδια ελαφρότητα. Θεώρησαν την κατάληψη της Πύλου συμφορά κι εγκατέλειψαν τη γη της Αττικής το γρηγορότερο. Η εκστρατεία αυτή ήταν η πιο σύντομη που έγινε ποτέ: «Έμειναν στην Αττική μονάχα δεκαπέντε μέρες».  Από την άλλη ο Ευρυμέδοντας και ο Σοφοκλής, έχοντας το μεγαλύτερο μέρος των αθηναϊκών δυνάμεων, έπλεαν κοντά στη Ζάκυνθο, έχοντας αφήσει στην Πύλο μόνο το Δημοσθένη με λίγες δυνάμεις.
Όταν οι Σπαρτιάτες άρχισαν να κινούνται για την Πύλο, ο Δημοσθένης ειδοποίησε με μήνυμα τους άλλους δύο στρατηγούς να πλεύσουν το γρηγορότερο από τη Ζάκυνθο: «Ενώ τα καράβια του Ευρυμέδοντα αρμένιζαν όσο γινόταν πιο γρήγορα, σύμφωνα με τις εντολές του Δημοσθένη, για την Πύλο, οι Λακεδαιμόνιοι ετοιμάζονταν να επιτεθούν εναντίον του οχυρώματος από στεριά και θάλασσα, ελπίζοντας πως θα κυριέψουν εύκολα κατασκεύασμα που είχε γίνει τόσο γρήγορα και το υπερασπίζανε τόσο λίγοι. Επειδή όμως περίμεναν πως θα ‘ρχόταν να βοηθήσει κι ο αθηναϊκός στόλος από τη Ζάκυνθο, σχεδίαζαν, στην περίπτωση που δε θα είχαν κατορθώσει να κυριέψουν την Πύλο, να φράξουν τα δυο στόμια του λιμανιού, για να μην μπορέσουν οι Αθηναίοι να μπουν σ’ αυτό και να το χρησιμοποιήσουν ως ορμητήριο εναντίον τους. Γιατί το νησί που λέγεται Σφακτηρία απλώνεται μπροστά στο λιμάνι, σε μικρή απόσταση από τη στεριά, πράγμα που κι εκείνο το κάνει σίγουρο και τα δυο στόμιά του στενά, αφού από το ένα – αυτό προς τη μεριά του οχυρώματος των Αθηναίων και την Πύλο – μπορούν να περάσουν μαζί δυο μονάχα καράβια, κι από το άλλο – εκείνο που βλέπει την υπόλοιπη στεριά – οχτώ ή εννιά. Το νησί σκεπαζόταν ακόμη από δάσος, ήταν ακατοίκητο και δεν είχε δρόμους ή μονοπάτια. Το μάκρος του φτάνει τα δεκαπέντε στάδια περίπου. Οι Λακεδαιμόνιοι, λοιπόν, σχεδίαζαν να κλείσουν τα στόμια του λιμανιού τοποθετώντας πολύ κοντά το ένα στ’ άλλο καράβια έτσι που οι πλώρες τους να ‘ναι αντικριστές. Επειδή, εξάλλου, φοβούνταν μήπως οι Αθηναίοι χρησιμοποιήσουν το νησί αυτό ως ορμητήριο για τις εχθροπραξίες εναντίον τους, πέρασαν στη Σφακτηρία οπλίτες και παρατάξανε άλλους στην αντικρινή στεριά. Λογάριαζαν έτσι πως και το νησί θα ήταν απλησίαστο για τους Αθηναίους, αλλά κι η στεριά, αφού δεν υπήρχε μέρος κατάλληλο για απόβαση». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 8).
Ο Δημοσθένης από την πλευρά του έσυρε τα καράβια κάτω από το οχυρό, τα περιχαράκωσε με πασσάλους και προσπάθησε να οπλίσει τους ναύτες του με αυτοσχέδιες ασπίδες πλεγμένες από βέργες λυγαριάς που τις έφτιαχναν επί τόπου. Τους περισσότερους στρατιώτες τους τοποθέτησε στα οχυρά για να αποκρούσουν το πεζικό του εχθρού σε περίπτωση επίθεσης. Ο ίδιος, με μια χούφτα τοξότες και λίγους οπλίτες τοποθετήθηκε σ’ ένα σημείο έξω από το οχύρωμα, προς τη θάλασσα: «Το μέρος αυτό ήταν πραγματικά δυσκολοπάτητο κι όλο βράχια κι έβλεπε στ’ ανοιχτά, σ’ εκείνο όμως το σημείο το τείχος ήταν πολύ αδύνατο, γι’ αυτό κι ο Δημοσθένης πίστευε πως εκεί θα επιχειρούσε ο εχθρός την απόβασή του. Γιατί οι Αθηναίοι, επειδή δεν περίμεναν ποτέ ότι θα χάσουν την υπεροχή στη θάλασσα, δεν οχύρωσαν καλά το μέρος αυτό και τώρα έβλεπαν ότι, αν οι εχθροί κατόρθωναν να κάμουν εκεί απόβαση, εύκολα θα μπορούσαν να κυριέψουν τη θέση. Στο μέρος λοιπόν αυτό, αφού προχώρησε όσο του ήταν δυνατό πιο κοντά στη θάλασσα, παράταξε τους οπλίτες του, για να εμποδίσει, αν μπορέσει, την απόβαση». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 9).
Παρθενώνας, (λεπτομέρεια). Μουσείο της Ακρόπολης, Αθήνα
Παρθενώνας, (λεπτομέρεια). Μουσείο της Ακρόπολης, Αθήνα
Ο Δημοσθένης δικαιώθηκε απολύτως από το στρατηγικό σημείο που επέλεξε. Οι Λακεδαιμόνιοι εστίασαν πράγματι την επίθεσή τους εκεί και στη σφοδρή σύγκρουση που ακολούθησε κατάφερε να ανταπεξέλθει με λίγες δυνάμεις απέναντι στις ξεκάθαρα μεγαλύτερες δυνάμεις του εχθρού. Στη συγκεκριμένη σύγκρουση είναι η πρώτη φορά που αναφέρεται και το όνομα του Βρασίδα, που θα παίξει καθοριστικό ρόλο αργότερα στα γεγονότα της Χαλκιδικής και της Αμφίπολης: «Περισσότερο από κάθε άλλον διακρίθηκε ο Βρασίδας. Καθώς ήταν κυβερνήτης πολεμικού καραβιού κι έβλεπε πως, επειδή η τοποθεσία ήταν δύσκολη, οι άλλοι κυβερνήτες και οι τιμονιέρηδες, κι αν ακόμα φαινόταν πως ήταν δυνατό να πιάσουν κάπου στη στεριά, δίσταζαν και φυλάγονταν να το κάμουν, επειδή φοβόταν μήπως τσακίσουν τα καράβια, τους φώναζε πως ήταν ντροπή, από τσιγγουνιά στα σανίδια, ν’ αφήσουν τους εχθρούς να στήσουν οχυρό μέσα στον τόπο τους, και τους παρακινούσε να τσακίσουν τα καράβια τους πάνω στα βράχια για να εκβιάσουν την απόβαση. Τους συμμάχους, εξάλλου, καλούσε – σ’ ανταπόδοση των μεγάλων ευεργεσιών που χρωστούσαν στους Λακεδαιμονίους – να μη διστάσουν, στην περίσταση τούτη, για χάρη τους να θυσιάσουν τα καράβια τους, ρίχνοντάς τα στη στεριά και πραγματοποιώντας με κάθε τρόπο την απόβαση, ώστε να νικήσουν τους εχθρούς και να κυριέψουν τη θέση. Ο Βρασίδας δεν κέντριζε μόνο τους άλλους με τέτοια, αλλά ανάγκασε και το δικό του τιμονιέρη να ρίξει έξω το καράβι και προχώρησε πάνω στο σανίδι της αποβίβασης. Ενώ όμως προσπαθούσε να βγει, αποκρούστηκε με ορμή από τους Αθηναίους, τραυματίστηκε σε πολλά μέρη κι έχασε τις αισθήσεις του. Καθώς έπεφτε στην πλώρη του καραβιού, η ασπίδα ξέφυγε από το χέρι του κι έπεσε στη θάλασσα, που την έβγαλε στην παραλία. Οι Αθηναίοι αργότερα την πήραν και τη χρησιμοποίησαν στο τρόπαιο που έστησαν για την απόκρουση της απόβασης». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφοι 11 – 12).
Όταν έφτασε ο αθηναϊκός στόλος από τη Ζάκυνθο όρμησε «….εναντίον τους κι απ’ τα δυο στόμια του λιμανιού και, πέφτοντας πάνω τους, έτρεψαν σε φυγή τα περισσότερα απ’ τα εχθρικά καράβια, που είχαν κιόλας ανοιχτεί και στέκονταν απέναντί τους. Τα κυνήγησαν σε μικρή απόσταση, έκαμαν ζημιές σε πολλά κι έπιασαν πέντε, ένα μάλιστα απ’ αυτά με το πλήρωμά του. Στ’ άλλα, που είχαν καταφύγει στη στεριά, έκαναν επιθέσεις με τα έμβολά τους. Όσα καράβια δεν είχαν προλάβει να ξεκινήσουν και τα πληρώματα έμπαιναν κείνη την ώρα, τ’ αχρήστεψαν. Μερικά άλλα, που τα πληρώματά τους τα είχαν εγκαταλείψει, τα ‘δεσαν και τα ρυμουλκούσαν αδειανά. Βλέποντας αυτά οι Λακεδαιμόνιοι και πονώντας για τη συμφορά, αφού οι άντρες τους θ’ αποκλείνονταν στο νησί, έτρεχαν να βοηθήσουν και, μπαίνοντας στη θάλασσα με τα όπλα, άδραχναν τα καράβια τους που ρυμουλκούνταν και προσπαθούσαν να τα τραβήξουν πίσω στη στεριά. Την ώρα κείνη πίστευε ο καθένας τους ότι όπου δε βρισκόταν ο ίδιος προσωπικά, εκεί δε γινόταν και το σωστό». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 14).
Ο πανικός, η προχειρότητα της οργάνωσης και η κακή εκτίμηση της γεωγραφικής θέσης, οδήγησαν τους Σπαρτιάτες στη μεγαλύτερη στρατιωτική τους αποτυχία. Ο αποκλεισμός των στρατιωτών τους στη Σφακτηρία ήταν αναπόφευκτος, γεγονός που προμήνυε ότι τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμα. Κατανοώντας τη δύσκολη θέση τους: «….αποφάσισαν να προτείνουν στους στρατηγούς των Αθηναίων, αν ήθελαν, να κάμουν ανακωχή στην Πύλο, ώστε να στείλουν πρέσβεις στην Αθήνα για σύναψη ειρήνης και να προσπαθήσουν να πάρουν τους άντρες τους όσο γινόταν γρηγορότερα». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 15).
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, μετάφραση Α. Γεωργοπαπαδάκος, εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ, Ά έκδοση 1985

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου