Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

ΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ- Έλληνες ποιητές

Ποιήματα για παιδιά- Έλληνες ποιητές


 unicef

Γ. Ρίτσος
Για το παιδί»: «Τα παιδιά θέλουν παπούτσια/ τα παιδιά θέλουν ψωμί/ θέλουνε και φάρμακα/ δούλεψε και συ/ Γέλα κλαίγε κι όλο λέγε/ το παιδί: ζωή./ Τίποτ’ άλλο, Ζωή./ Ζύμωνε στη σκάφη/ πρώτο σου ζυμάρι, πρώτο σου ψωμί/ ένα καλυβάκι μια μικρούλα αυλή/για το παιδί./ Ζύμωνε το χώμα/ με το δάκρυ δάκρυ/ φτιάξε ένα χωμάτινο πουλί/ να πετάει τη νύχτα/ και να κελαηδεί/ για το παιδί./ Τούτη είναι η ζωή μας/ τούτο το μεγάλο, τίποτ’ άλλο/ γέλα κλάψε, πες ό,τι θες/ Το παιδί ζωή: ζωή/ τίποτ’ άλλο.»!

Ειρήνη- Γ. Ρίτσο
Τ’ όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη
Τ’ όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη
Τα λόγια της αγάπης κάτω απ’ τα δέντρα
είναι η ειρήνη. Ο πατέρας που γυρνάει τ’ απόβραδο
μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
μ’ ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
και οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού
που παγώνει το νερό στο παράθυρο,
είναι η ειρήνη.
Όταν οι ουλές απ’ τις λαβωματιές
κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου
και μες στους λάκκους που ‘καψε η πυρκαγιά
δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα
κι οι νεκροί μπορούν να γείρουν στον πλευρό τους
και να κοιμηθούν δίχως παράπονο
ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι η μυρουδιά του φαγητού το βράδυ,
τότε που το σταμάτημα του αυτοκινήτου στο δρόμο
δεν είναι φόβος,
τότε που το χτύπημα στην πόρτα
σημαίνει φίλος,
και το άνοιγμα του παραθύρου κάθε ώρα
σημαίνει ουρανός,
γιορτάζοντας τα μάτια μας
με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του,
είναι ειρήνη.
Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα
κι ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει,
τότε που τα στάχυα γέρνουν το ‘να στ’ άλλο λέγοντας:
το φως, το φως
και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντα φως,
είναι η ειρήνη.
Τότε που οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες,
τότε που ένα τραγούδι ανεβαίνει από κατώφλι σε κατώφλι τη νύχτα,
τότε που τ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει απ’ το σύγνεφο
όπως βγαίνει απ’ το κουρείο της συνοικίας
φρεσκοξυρισμένος ο εργάτης το Σαββατόβραδο,
είναι η ειρήνη.
Τότε που η μέρα που πέρασε,
δεν είναι μια μέρα που χάθηκε,
μα είναι η ρίζα που ανεβάζει τα φύλλα της χαράς μέσα στο βράδυ
κι είναι μια κερδισμένη μέρα κι ένας δίκαιος ύπνος,
που νιώθεις πάλι ο ήλιος να δένει βιαστικά τα κορδόνια του
να κυνηγήσει τη λύπη απ’ τις γωνιές του χρόνου,
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι οι θημωνιές των αχτίνων στους κάμπους του καλοκαιριού
είναι τ’ αλφαβητάρι της καλοσύνης στα γόνατα της αυγής.
Όταν λες: αδελφές μου, – όταν λέμε: αύριο θα χτίσουμε.
όταν χτίζουμε και τραγουδάμε,
είναι η ειρήνη.
Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
είναι το χαμόγελο της μάνας
Τίποτ’ άλλο δεν είναι η ειρήνη.
Και τ’ αλέτρια που χαράζουν βαθιές αυλακιές σ’ όλη τη γη,
ένα όνομα μονάχα γράφουν:
Ειρήνη.
Τίποτ’ άλλο. Ειρήνη.
Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα,
είναι η ειρήνη.
Αδέρφια,
μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει όλος ο κόσμος
με όλα τα όνειρά μας
Δώστε τα χέρια αδέρφια μου,
αυτό ‘ναι η ειρήνη.


Γιάννης Ρίτσος, Πρωινό Άστρο (απόσπασμα)
Στην κόρη μου Έρη
…Κοριτσάκι μου,
θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν στον ύπνο σου.
Κοιμήσου κοριτσάκι.
Είναι μακρύς ο δρόμος.
Πρέπει να μεγαλώσεις.
Είναι μακρύς
μακρύς
μακρύς ο δρόμος.
Το παιδί μου κοιμήθηκε
κι εγώ τραγουδάω…
Δύσκολα είναι, κοριτσάκι,
στην αρχή.
Τι να πεις, δεν ξέρεις.
Δύσκολα είναι στην αρχή.
Γιατί δεν είναι, κοριτσάκι,
να μάθεις μόνο
εκείνο που είσαι,
εκείνο που έχεις γίνει.
Είναι να γίνεις
ό,τι ζητάει
η ευτυχία του κόσμου,
είναι να φτιάχνεις, κοριτσάκι,
την ευτυχία του κόσμου.
Άλλη χαρά δεν είναι πιο μεγάλη
απ’ τη χαρά που δίνεις.
Να το θυμάσαι, κοριτσάκι…
Καλέ θεούλη,
εμείς είμαστε καλά.
Κάνε καλέ θεούλη,
νάχουν όλα τα παιδάκια ένα ποταμάκι γάλα,
μπόλικα αστεράκια, μπόλικα τραγούδια.
Κάνε καλέ θεούλη,
νάναι όλοι καλά
έτσι που κι εμείς
 να μη ντρεπόμαστε για τη χαρά μας…

Κοριτσάκι μου, θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν τον ύπνο σου.
Θέλω να σου φέρω
ένα περιβολάκι
ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη
πάνω στο φτερό μιας πεταλούδας
για να σεργιανάει το γαλανό όνειρο σου.
Θέλω να σου φέρω
ένα σταυρουλάκι αυγινό φως
δυο αχτίνες σταυρωτές απ’ τους στίχους μου
να σου ξορκίζουν το κακό
να σου φωτάνε
μη μου σκοντάψεις, κοριτσάκι,
έτσι γυμνόποδο και τρυφερό
στ’ αγκάθι κ’ ενός ίσκιου.
Κοιμήσου.
Να μεγαλώσεις γρήγορα.
Έχεις να κάνεις πολύ δρόμο, κοριτσάκι,
κ’ έχεις δυο πεδιλάκια μόνο από ουρανό.
Κοιμήσου.
Το πρόσωπο της μητερούλας φέγγει
πάνω απ’ τους ρόδινους λοφίσκους τού ύπνου σου
εαρινό φεγγάρι
ανάμεσα απ’ τα στάχυα τής έγνοιας της
και τα τριαντάφυλλα των τραγουδιών μου.
Κοιμήσου, κοριτσάκι.
Είναι μακρύς ο δρόμος.
Πρέπει να μεγαλώσεις.
Είναι μακρύς
                 μακρύς
                           μακρύς ο δρόμος.
Κοριτσάκι
πώς τα φίλιωσες όλα, πώς τάσμιξες -
καμιά φωνή δε λέει μου «όχι»,
έτσι καθώς με δένεις
μ’ εχτρούς και φίλους
με τα παλιά και τ’ αυριανά
όλα αυριανά
κι όλα για πάντα.
Πούναι ο παλιός γκρεμνός; -δε βλέπω-
γκρεμνός δεν είναι-
γεφύρι εσύ
κι ούτε γεφύρι,
ζωή.
Ανάμεσα στη μάνα σου και μένα
εσύ
ανάμεσα στο χτες
και τ’ αύριο
εσύ
ανάμεσα στο χώμα και στο φως
εσύ -
η ζωή τραβάει, τραβάει
κ’ η σιωπή
άκου πώς μιλάει
πώς χαμογελάει.
Έτσι καθώς με φίλιωσες
μ’ εχτρούς και φίλους
οι φλέβες μες στα πουλιά
οι ρίζες μου στη θάλασσα
τα φύλλα μου στ’ αστέρια.
Έτσι να κάνω θα διαβώ
με μια μονάχα δρασκελιά
γη κι ουρανό.
Κοριτσάκι
ένα λευκό περιστεράκι
με δυο φτερά ανοιχτά
την κούνια σου φωτά.
Ώρα καλή κι ώρα χρυσή
ήρθες με την καλή αυγή
κ’ η αυγή με σένα
να σμίξεις ουρανό και γη
κ’ η ζωή να γίνει
φως και ψωμί
φως και κρασί
φως και γαλήνη.
Και πίσω από την πόρτα μας
η κυρά, η νοικοκυρά
η γκαρδιακιά
η μεγάλη, η άγια σκούπα
με τις δυό γερές γροθιές στη μέση
πάντα ξάγρυπνη, πάντα έτοιμη
δεν αφήνει
φύλλο κίτρινο να πέσει
απ’ την άρρωστη σελήνη
μήτε σκιά να δρασκελήσει
το κατώφλι μας
μη σκοντάψει, μην πονέσει
μήτε στο μικρό-μικρό νυχάκι της
η ειρήνη.

Γιάννης Ρίτσος, Αναφυλλητό
V
Ένας κήπος, ένα φεγγάρι
ένα πουλί από φεγγάρι
σε φωνάζουν. Έλα.
Τα φύλλα ξεχάσανε το χρώμα τους.
Μην αργείς.
Σταχτί χρώμα, σταχτιά σκέψη,
ξεχνάω να δω, ξεχνάω να πάω
-πού να πάω;
Φωτεινούλα
πολύ περηφανεύτηκα
πολύ,
είπα:
ορίζω τη ζωή μου
ορίζω το θάνατο.
Κοίτα
τίποτα δεν ορίζω.
Ούτε ένα νύχι
δεν είμαι πιο ψηλός
απ’ το μερμήγκι.
Αχ, πίκρα: η πίκρα
με σμίγει πάλι
μ’ όλο τον κόσμο
να κλαίω, να κλαίω
με τους φτωχούς
τους πεινασμένους
τους πικραμένους
να κλαίω, να κλαίω
από τη πείνα τής αγάπης.
Αχ, Φωτεινούλα,
μικροί-μικροί
ταπεινωμένοι
πούναι κ’ οι στίχοι,
πικρά-πικρά
που κλαίνε οι στίχοι,
μπροστά στα πόδια σου.
Ντρέπομαι τούτο το χαρτί,
τα λόγια ντρέπομαι,
Ντρέπομαι το το ποτήρι το νερό
ντρέπομαι που διψάω
ντρέπομαι που πίνω,
κλαίω,
ντρέπομαι που κλαίω.
Κι αχ, αγαπάω τον πόνο μου,
ότι από σένα το αγαπάω.
Δεν ξέρω.
Κλαίω.
Δε θέλω.
Το κλάμα λυώνει τη καρδιά
λυώνει τη πίκρα.
Όχι.
Θέλω το πόνο ολόκληρο
όρθιο τον πόνο
πέτρινο
όρθιο κι ακέραιο.
Μη φύγεις.


Γιάννης Ρίτσος, ΑναφυλλητόΧΧΧVΙ

Δε θέλω το τραγούδι,
δεν το θέλω. Φοβάμαι.
Φοβάμαι το τραγούδι
μη και με χωρίσει
απ’ ότι τραγουδώ
μη μου πάρει τον καημό
μη μ’ αφήσει μόνο μες στον κόσμο,
μη με ξεχωρίσει
απ΄την πέτρινη μητέρα
απ’ τον πέτρινο πατέρα
που σε κλαίνε, Φωτεινούλα,
-αχ, πώς σε κλαίνε, πώς σωπαίνουν-
είδες πέτρινες φωνές
μες στα μάτια γκρεμισμένες;
Με τα ίδια μάτια, με τα ίδια δάκρυα
θέλω να σε κλαίω κ’ εγώ
μήτε πιο μεγάλα μήτε πιο μικρά,
ίδια δάκρυα πέτρινα
που κυλάν πικρά
στο γκρεμό-γκρεμό
δίχως ν’ ακουστούνε
δίχως να χτιστούνε
στην τραχειά κατηφοριά
στο βουνό γκρεμό.
Αχ, φοβάμαι το τραγούδι
μη και με χωρίσει
απ’ ό,τι τραγουδώ
μη και με χωρίσει από τον πόνο
κι απ’ τον κόσμο. Τι να πω;
Συντροφιά μου θέλω
τους φτωχούς, τους ταπεινούς
κείνους που δεν ξέρουν
παρά μόνο να μοχτούν,
κείνους που δεν ανεβήκαν
πάνω από τη μοίρα
-πού ν’ ανέβεις;
και ποια μοίρα;
Κείνους που παλεύουν
στήθος-στήθος με τη μοίρα,
που πατάν βαριά τη γη,
τόνα πόδι λύπη
τ’ άλλο οργή.
Τ’ άγριο μάτι σκύβουν
τ’ άγριο μάτι υψώνουν
στ’ άδικο, καρφί,
τόνα μάτι μίσος
τ’ άλλο τους στοργή.
Κι η φαρδύστερνη σιωπή τους
που στριμώχνει στη γωνιά
τη Σκιά
που στριμώχνει κάθε χάρο
μες στη ζωή κ’ έξω απ’ τη ζωή,
βόγγος και σφυρί.
Και γω πιο κει
σε μια γωνιά
την πιο σκιερή,
να λέω μονάχα:
Φωτεινούλα.
Με σιωπή.
Και κείνοι να καταλαβαίνουν
κλάμα και σιωπή.
Νάναι το χέρι τους στον ώμο μου,
το χέρι τους που δούλεψε
με το σφυρί
σφυρί,
μια δυνατή σφυριά στο θάνατο
μια δυνατή σφυριά στη μοίρα
και στη σιωπή.
Αχ, Φωτεινούλα,
όταν ένα παιδί πεθαίνει
καθένας χάνει ένα παιδί,
όταν πεθαίνει το παιδί μας
πεθαίνουν όλα τα παιδιά μαζί.
-Τι μένει Φωτεινούλα;
-Το παιδί.
Αχ, Φωτεινούλα,
γυρίζεις σε όλα τα παιδιά μαζί,
ζωή.
Αχ, καλέ μου, αχ ακριβέ μου
βάλε το πόνο σου κι εσύ
πάνω στο δικό μου
ν’ αλαφρώσουμε κ’ οι δυο,
βάλε κι εσύ ένα χέρι
να στήσουμε ένα αστέρι
στη φτωχιά μας γειτονιά
στον πικρό μας ουρανό.

Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες (Γιάννης Ρίτσος)

Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Δες, πλάι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλλαραίοι,
όλοι στητοί και δυνατοί και σαν και σένα ωραίοι.
Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.
Γιε μου στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου εσύ πουλί μου.

Το κυκλάμινο (Γιάννης Ρίτσος)

Μικρό πουλί τριανταφυλλί, δεμένο με κλωστίτσα,
με τα σγουρά φτεράκια του στον ήλιο πεταρίζει.
Κι αν το τηράξεις μια φορά, θα σου χαμογελάσει
κι αν το τηράξεις δυο και τρεις, θ’ αρχίσεις το τραγούδι.

Καλοκαίρι (Γιάννης Ρίτσος)

Άσπρα σπίτια κάτασπρα
τα βερικοκιά τα κεραμίδια
τα γαλανά παραθυρόφυλλα
τ’ άλογα τα κανελιά , μες τον αυλόγυρο
τ’ άσπρα μες το πράσινο
τα μπαλκόνια μάλαμα και θάλασσα
Τα μουλάρια στον ανήφορο της πέτρας
και τα γαιδουράκια μες τ’ αγκάθια
ψάθες και μαχαίρια και καλάθια
μες τ’ αμπέλι γέλια
Δάχτυλα και γόνατα στήθια και σαγόνια
μες το μούστο ματωμένα
κόκκινες φωτιές κι ιδρώτα
στις κατηφοριές
το χρυσό κακάρισμα της κότας
Κι όπως γαλανίζει το βραδάκι
το μαβί, το βιολετί
να κι η παναγιά στη δημοσιά
πλάι στα κάρα στα κουδούνια
στα σταμιά και στα κλαδωτά μαντήλια
Να τη η παναγιά
να κρατάει στην ασημένια της ποδιά
πέντε οκάδες κόκκινα σταφύλια.

Με τόσα φύλλα (Γιάννης Ρίτσος)

Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
Με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός
Και τούτοι μες στα σίδερα, και κείνοι μες στο χώμα
Και τούτοι μες στα σίδερα, και κείνοι μες στο χώμα
Σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
Κάτω απ’ το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί
προσμένουνε την ώρα, προσμένουν να σημάνουν την Ανάσταση
Τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
Δεν μπορεί κανείς να μάς το πάρει
Σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.

Τρύγος (Γιάννης Ρίτσος)

Άσπρα σπίτια, κάτασπρα,
τα βερικοκιά τα κεραμίδια,
γαλανά παραθυρόφυλλα,
τ’ άλογα τα κανελιά μες στον αυλόγυρο,
τ’ άσπρα μες στο πράσινο,
τα μπαλκόνια μάλαμα και θάλασσα.
Τα μουλάρια στον ανήφορο της πέτρας,
και τα γαϊδουράκια μες στ’ αγκάθια,
ψάθες και μαχαίρια και καλάθια μες στ’ αμπέλια
γέλια.
Δάχτυλα και γόνατα,
στήθια και σαγόνια
μες στο μούστο ματωμένα,
κόκκινες φωτιές κι ιδρώτας,
στις κατηφοριές
το χρυσό κακάρισμα της κότας.
Κι όπως γαλανίζει το βραδάκι,
το μαβί, το βιολετί,
να κι η Παναγιά στη δημοσιά,
πλάι στα κάρα, στα κουδούνια, στα σταμνιά
και στα κλαδωτά μαντίλια,
να τη η Παναγιά
να κρατάει στην ασημένια της ποδιά
πέντε οκάδες κόκκινα σταφύλια.

Η Σονάτα του Σεληνόφωτος (απόσπασμα-Γιάννης Ρίτσος)

Άφησέ με νάρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, δε θα φαίνεται
που ασπρίσαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου.
Δε θα καταλάβεις.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια δε θέλω να τ’ ακούσω. Σώπα.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου
λίγο πιό κάτου, ως τη μάντρα του
τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα,
μονάχος στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δε θάρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει
να βγω απ’ αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, όχι, όχι το φεγγάρι
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που όλους μας αντέχει στη
ράχη της
με τις μικρότητές μας, τις κακίες,
τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και
τα γερατειά μας,
ν’ ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματά σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και
τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

Ρωμιοσύνη (Γιάννης Ρίτσος)

1.
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο
2.
Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τα αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές μες στον
ασβέστη του ήλιου.
3.
Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
πάνου απ’ την πίκρα τους. Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την
αγρύπνια, μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια
τους σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δύο βουνά το λιόγερμα
4.
Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι το ντουφέκι είναι
Συνέχεια του χεριού τους το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής
τους -έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό και έχουνε τον
καημό βαθιά- βαθιά στα μάτια τους σαν ένα αστέρι σε μια
γούβα αλάτι.
5.
Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ’ τα άγρια
γένεια τους όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις
άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και
με ταμπούρλα.

Εαρινή Συμφωνία (Γιάννης Ρίτσος)

Άκου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ’ τα χείλη των παιδιών
απ’ την άγνοια των χελιδονιών
απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.
Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δε γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.
Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που ‘χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι
που ‘χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.
Χριστέ μου
τι θα ‘τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;
Γιάννης Ρίτσος
Μουσική Μίκης Θεοδωράκης

Εδώ το φως

Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα
κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού
και στ’ αγεριού το πόδι
Εδώ το φως εδώ ο γιαλός
χρυσές γαλάζιες γλώσσες
στα βράχια ελάφια πελεκάν
τα σίδερα μασάνε.
Γιάννης Ρίτσος
Μουσική Μίκης Θεοδωράκης,
Ερμηνεία Γιώργος Νταλάρας

 


image002
Άσμα μικρό (Νίκος Καρούζος)

Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος.
Είχε συνάξει λίγα φύλλα
ένα κλαδί γεμάτο φως
είχε πονέσει.
Και τώρα χάθηκε…
Αγγίζοντας αληθινά πουλιά στο έρεβος
αγγίζει νέους ουρανούς
η προσευχή του μάχη.
Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο.

Άνοιξη (Ρίτα Μπούμη Παππά)

Έρχεται απ’ το νοτιά με την καλοκαιριά
μπρος έστειλε τα χελιδόνια
να ψαλιδίσουν κάθε δισταγμό
πίσω σέρνει τις μέλισσες,
τυφλές από το πάθος να τα δίνουν όλα
τ’ άνθια κροτούν στα δάχτυλα των δέντρων
γι’ αυτό σήκωσαν σήμερα σημαία στο κάστρο
και λύθηκαν τα σήμαντρα της πόλης.
Πάσχα, μητέρα Πάσχα!
Σφάξε το ζαρκάδι – δε θα κλάψω!

Η πορτοκαλένια (Οδυσσέας Ελύτης)

Tόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει
Σιγά-σιγά : η μικρή Πορτοκαλένια !
Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί
Έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα
Έτσι καθώς αστράψανε χελιδονοουρές
Σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές
Σάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια
Kι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν
Kι όλα μαζί τη φώναξαν : Πορτοκαλένια !
Mεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός μεθάει ο κόσμος όλος
Όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει
Tη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια
Tη λέει ο χτύπος του νερού μέσ’ στις χρυσοστιγμές
Tη λέει κι η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι :
Σήκω μικρή μικρή μικρή Πορτοκαλένια !
Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει
Mήτε σε ξέρει ο γελαστός Θεός
Που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
Γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό του ανέμους !

Μαρίνα (Οδυσσέας Ελύτης, μουσική Μίκης Θεοδωράκης)

Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω, Λουίζα και βασιλικό
Μαζί μ’ αυτά να σε φιλήσω, και τι να πρωτοθυμηθώ
Τη βρύση με τα περιστέρια, των αρχαγγέλων το σπαθί
Το περιβόλι με τ’ αστέρια, και το πηγάδι το βαθύ
Τις νύχτες που σε σεργιανούσα, στην άλλη άκρη τ’ ουρανού
Και ν’ ανεβαίνεις σε θωρούσα, σαν αδελφή του αυγερινού
Μαρίνα πράσινο μου αστέρι
Μαρίνα φως του αυγερινού
Μαρίνα μου άγριο περιστέρι
Και κρίνο του καλοκαιριού.

Σώμα καλοκαιριού (Οδυσσέας Ελύτης)

Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή
Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες
Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος
Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους
Της γης οι πόροι ανοίγουνε σιγά σιγά
Και πλάι απ’ το νερό που στάζει συλλαβίζοντας
Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο.
Ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές
Ανάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα
Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ’ αυτιά του
Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του
Σαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάλης
Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα
Σταλμένο απ’ τη μικρή σειρήνα που τραγούδησε:
Ώ σώμα του καλοκαιριού, γυμνό, καμένο
Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι
Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς
Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς
Aχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο
Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες
Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!
Έρχονται σιγανές βροχές, ραγδαία χαλάζια
Περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια του χιονιά
Που μελανιάζει στα βαθιά μ’ αγριεμένα κύματα
Βουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών
Όμως και πίσω απ’ όλα αυτά χαμογελάς ανέγνοια
Και ξαναβρίσκεις την αθάνατη ώρα σου
Όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει ο ήλιος
Όπως μες στη γυμνή σου υγεία ο ουρανός

Η Μαρίνα των βράχων (Οδυσσέας Ελύτης)

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη – μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθυούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
- Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού ‘ λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
΄Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων – Μα πού γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους και τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου αστερίας
Aκουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

απόσπασμα από τον Ήλιο τον Πρώτο (Οδυσσέας Ελύτης)

Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο
Κουρεμένο κεφάλι όνειρο ακούρευτο
Ποδιά με σταυρωμένες άγκυρες
Μπράτσο του πεύκου γλώσσα του ψαριού
Αδερφάκι του σύννεφου!
Κοντά σου είδες ν’ ασπρίζει ένα βρεμένο βότσαλο
Άκουσες να σφυρίζει ένα καλάμι
Τα πιο γυμνά τοπία που γνώρισες
Τα πιο χρωματιστά
Βαθιά-βαθιά ο αστείος περίπατος του σπάρου
Ψηλά-ψηλά της εκκλησίτσας το καπέλο
Και πέρα-πέρα ένα βαπόρι με φουγάρα κόκκινα.
Είδες το κύμα των φυτών όπου έπαιρνεν η πάχνη
Το πρωινό λουτρό της το φύλλο της φραγκοσυκιάς
Το γεφυράκι στη στροφή του δρόμου
Αλλά και τ’ αγριοχαμόγελο
Σε μεγάλους χτύπους δέντρων
Σε μεγάλα λιοστάσια παντρειάς
Εκεί που στάζουν από τα ζουμπούλια δάκρυα
Εκεί που ανοίγει ο αχινός τους γρίφους του νερού
Εκεί που τ’ άστρα προμηνούν τη θύελλα.
Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο
Χαϊμαλί τρελό σαγόνι πεισματάρικο
Παντελονάκι αέρινο
Στήθος του βράχου κρίνο του νερού
Μορτάκι του άσπρου σύννεφου!

απόσπασμα από τον Ήλιο τον Πρώτο (Οδυσσέας Ελύτης)

Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι
Στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα
Ιδρώνει ο ήλιος τρέμει το νερό
Φωτιάς σουσάμια σιγοπέφτουνε
Στάχυα ψηλά λυγίζουνε τον μελαψό ουρανό.
Με χείλια μπρούντζινα κορμιά γυμνά
Τσουρουφλισμένα στο τσακμάκι του οίστρου
Εε! εε! Τραντάζοντας διαβαίνουν οι αμαξάδες
Στο λάδι της κατηφοριάς τ’ αλόγατα βουλιάζουν
Τ’ αλόγατα ονειρεύονται
Μια πολιτεία δροσερή με γούρνες μαρμαρένιες
Ένα τριφύλλι σύννεφο έτοιμο να χυθεί
Στους λόφους των λιγνών δέντρων που ζεματάν τ’ αυτιά τους
Στα ντέφια των μεγάλων κάμπων που χοροπηδάν τις καβαλίνες τους.
Πέρα μες στα χρυσά νταριά κοιμούνται αγοροκόριτσα
Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά
Στα δόντια τους ο ήλιος σπαρταράει
Απ’ τη μασχάλη τους γλυκά στάζει το μοσχοκάρυδο
Κι η άχνα πιωμένη με βαριές χτυπιές παραπατά
Στην αζαλιά στην έλισσα και στη μοσκοϊτιά!

απόσπασμα από τον Ήλιο τον Πρώτο (Οδυσσέας Ελύτης)

Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα
Με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μας
Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό
Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες.
Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθίσαμε
Και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια.
Μια πεταλούδα πέταξε απ’ τα στήθια μας
Ήτανε πιο λευκή
απ’ το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας
Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές
Πως δε θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε.
Το βράδυ ανάψαμε φωτιά
Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω:
Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα
Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη
Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας
λέγε μας τη ζωή.
Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ’ τα χέρια
Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν
Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης το γνωρίζουμε
Κι αν είναι αυτό που μας πονάει κακό το ‘χουμε νιώσει
Εμείς τη λέμε τη ζωή πηγαίνουμε μπροστά
Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε
Είμαστε από καλή γενιά.

αποσπάσματα από τον Ήλιο τον Πρώτο (Οδυσσέας Ελύτης)

IV
Πίνοντας ήλιο κορινθιακό
Διαβάζοντας τα μάρμαρα
Δρασκελίζοντας αμπέλια θάλασσες
Σημαδεύοντας με το καμάκι
Ένα τάμα ψάρι που γλιστρά
Βρήκα τα φύλλα που ο ψαλμός του ήλιου αποστηθίζει
Τη ζωντανή στεριά που ο πόθος χαίρεται
Ν’ ανοίγει.
Πίνω νερό κόβω καρπό
Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου
Οι λεμονιές αρδεύουνε τη γύρη της καλοκαιριάς
Τα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά μου
Φεύγω με μια ματιά
Ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται
Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς.
VIII
Έζησα τ’ όνομα το αγαπημένο
Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς
Στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.
Εκείνοι που με λιθοβόλησαν δεν ζούνε πια
Με τις πέτρες τους έχτισα μια κρήνη
Στο κατώφλι της έρχονται χλωρά κορίτσια
Τα χείλια τους κατάγονται από την αυγή
Τα μαλλιά τους ξετυλίγονται βαθιά στο μέλλον.
Έρχονται χελιδόνια τα μωρά του ανέμου
Πίνουν πετούν να πάει μπροστά η ζωή
Το φόβητρο του ονείρου γίνεται όνειρο
Η οδύνη στρίβει το καλό ακρωτήρι
Καμιά φωνή δεν πάει χαμένη στους κόρφους τ’ ουρανού.
Ω αμάραντο πέλαγο τι ψιθυρίζεις πες μου
Από νωρίς είμαι στο πρωινό σου στόμα
Στην κορυφήν όπου προβάλλ’ η αγάπη σου
Βλέπω τη θέληση της νύχτας να ξεχύνει τ’ άστρα
Τη θέληση της μέρας να κορφολογάει τη γη.
Σπέρνω στους κάμπους της ζωής χίλια μπλαβάκια
Χίλια παιδιά μέσα στο τίμιο αγέρι
Ωραία γερά παιδιά που αχνίζουν καλοσύνη
Και ξέρουν ν’ ατενίζουν τους βαθιούς ορίζοντες
Όταν η μουσική ανεβάζει τα νησιά.
Χάραξα τ’ όνομα το αγαπημένο
Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς
Στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.

Απόσπασμα από τον Ήλιο τον Πρώτο (Οδυσσέας Ελύτης)

Ποιο μπουμπούκι ακόμη ανέραστο απειλεί τη μέλισσα
Ο άνεμος βρίσκει μια παρέα φυλλώματα κυματιστά
Η στεριά σκαμπανεβάζει
Στον αφρό των χόρτων οι μουριές ανοίγουν τα πανιά
Το τελευταίο ταξίδι μοιάζει με το πρώτο πρώτο.
Ω να σπάσουν οι πέτρες να λυγίσουνε τα θυμωμένα σίδερα
Ο αφρός να φτάσει ως την καρδιά ζαλίζοντας τα θεριεμένα μάτια
Η θύμηση να γίνει ένα κλαδάκι δυόσμου αμάραντο
Κι από τη ρίζα του να ορμήσουν άνεμοι γιορτής
Εκεί να γείρουμε το μέτωπο
Τ’ αστραφτερά μας πράγματα να ‘ναι κοντά
Στην πρώτη απλοχεριά του πόθου
Η κάθε γλώσσα να μιλεί την καλοσύνη της ημέρας
Ήμερα να χτυπάει στις φλέβες ο παλμός της γης.

Αποσπάσματα από τη συλλογή ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ (Οδυσσέας Ελύτης)

Η Μαρία Νεφέλη λέει:
ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Ροές της θάλασσας κι εσείς
των άστρων μακρινές επιρροές – παρασταθείτε μου!
απ’ τα νερά της νύχτας τ’ ουρανού κοιτάξετε
πως ανεβαίνω
αμφίκυρτη
σαν τη νέα Σελήνη
και σταλάζοντας αίματα.
Ποιητή τζιτζίκι μου εγκαταλειμμένο
μεσημέρι δεν έχει πια κανείς·
σβήσε την Αττική κι έλα κοντά μου.
Θα σε πάω στο δάσος των ανθρώπων
και θα σου χορέψω γυμνή με ταμ ταμ και προσωπίδες
και θα σου δοθώ μέσα σε βρυχηθμούς και ουρλιάσματα.
Θα σου δείξω τον άνθρωπο Baobab
και τον άνθρωπο Phagus Carnamenti
τη γερόντισσα Cimmulius και το σόι της όλο
το σαρακοφαγωμένο απ’ τα παράσιτα·
θα σου δείξω τον άντρα Bumbacarao Uncarabo
τη γυναίκα του Ibou-Ibou
και τα παραμορφωμένα τέκνα τους
τα μανιταρόσκυλα
τον Cingua Banga και την Iguana Brescus
Μη φοβάσαι
με το χέρι μπροστά καθώς φανός θυέλλης
θα σε οδηγήσω
και θα σου χιμήξω·
τα νύχια μου θα μπουν στις σάρκες σου
Και ο Αντιφωνητής:
ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ
Ό,τι να δεις – καλώς το βλέπεις
αρκεί να ‘ναι: Αναγγελία.
Το ελάχιστο νέφος ουριοδρομώντας η Σελήνη
των δέντρων ο αλιγάτορας
και η σκυθρωπή των λιμνοθαλασσών γαλήνη
με το πατ-πατ το μακρινό της γκαζομηχανής
αν ο κόσμος μια για πάντα ειπώθηκε: Αναγγελία.
Ποίηση ω Αγία μου – συγχώρεσέ με
αλλ’ ανάγκη να μείνω ζωντανός
να περάσω από την άλλην όχθη·
οτιδήποτε θα ‘ναι προτιμότερο
παρά η αργή δολοφονία μου από το παρελθόν.
Κι αν απάνω μου μείνει ανεξάλειπτη
κάθε λαίλαπα σαν εγκαυστική
θα’ ρθει το πλήρωμα των ημερών
βουστροφηδόν θα εξαφανίσω τον εαυτό μου.
Εξόν κι αν μήτε αυτός υπάρχει
αν στα βάθη μέσα των ωκεανών
βυθίζοντας οι μέρες οι ξανθές πήραν μαζί τους
μια για πάντα το είδωλο
το Φωτόδεντρο
με τους χίλιους εκτυφλωτικούς των πουλιών σχίστες
και τους Μήνες ολόγυρα στις μύτες των ποδιών
συλλέγοντας μες στην ποδιά τους
κρόκους μικρούς γυρίνους των αιθέρων.
Είναι που οι άνθρωποι δεν το θελήσανε ειδαλλιώς…

από τη Συλλογή ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ (Οδυσσέας Ελύτης)

Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Η ΝΕΦΕΛΗ
Μέρα τη μέρα ζω – που ξέρεις αύριο τι ξημερώνει.
Το ‘να μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και τ’ άλλο μου τα ισιώνει
Βλέπεις χρειάζονται όπλα να μιλάν στα χρόνια μας τα χαώδη
και να ‘μαστε και σύμφωνοι με τα λεγόμενα «εθνικά ιδεώδη».
Τι με κοιτάς εσύ γραφιά που δεν εντύθηκες ποτέ στρατιώτης
η τέχνη του να βγάζεις χρήματα είναι κι αυτή μία πολεμική ιδιότης
Δεν πα’ να ξενυχτάς- να γράφεις χιλιάδες πικρούς στίχους
ή να γεμίζεις με συνθήματα επαναστατικά τους τοίχους
Οι άλλοι πάντα θα σε βλέπουν σαν έναν διανοούμενο
και μόνο εγώ που σ’ αγαπώ: στα όνειρά μου μέσα έναν κρατούμενο.
Έτσι που αν στ’ αλήθεια ο έρωτας είναι καταπώς λεν «κοινός διαιρέτης»
εγώ θα πρέπει να ‘μαι η Μαρία Νεφέλη κι εσύ φευ ο Νεφεληγερέτης.
Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία.
Και ο Αντιφωνητής:
Ο ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΕΤΗΣ
Α τι ωραία να ‘σαι νεφεληγερέτης
να γράφεις σαν τον Όμηρο εποποιίες στα παλιά παπούτσια σου
να μη σε νοιάζει αν αρέσεις η όχι τίποτε
Απερίσπαστος νέμεσαι την αντιδημοτικότητα
έτσι· με γενναιοδωρία· σαν να διαθέτεις
νομισματοκοπείο και να το κλείνεις
ν’ απολύεις όλο το προσωπικό
να κρατάς μια φτώχεια που δεν την έχει άλλος κανείς
εντελώς δική σου.
Την ώρα που μες στα γραφεία τους απεγνωσμένα
κρεμασμένοι απ’ τα τηλέφωνά τους
παλεύουν για ‘να τίποτα οι χοντράνθρωποι
ανεβαίνεις εσύ μέσα στον Έρωτα
καταμουντζουρωμένος αλλ’ ευκίνητος
σαν καπνοδοχοκαθαριστής
κατεβαίνεις απ’ τον Έρωτα έτοιμος να ιδρύσεις
μια δική σου λευκή παραλία
χωρίς λεφτά
γδύνεσαι όπως γδύνονται όσοι νογούν τ’ αστέρια
και μ’ οργιές μεγάλες ανοίγεσαι να κλάψεις ελεύθερα…
Είναι διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι.
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Όσο υπάρχουνε Αχαιοί θα υπάρχει μία ωραία Ελένη
και ας είναι αλλού το χέρι αλλού ο λαιμός
Κάθε καιρός κι ο Τρωικός του πόλεμος.
Μακριά μέσα στ’ απώτατα βάθη του Αμνού
ο πόλεμος συνεχίζεται.
Και ο Αντιφωνητής:
άλλοι με τις κοινωνικές τους θεωρίες
πολλοί κραδαίνοντας απλώς λουλούδια
Κάθε καιρός κι η Ελένη του.
Από τον στοχασμό σου πήζει ο ήλιος μες στο ρόδι κι ευφραίνεται.

από τη Συλλογή ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ (Οδυσσέας Ελύτης)

Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Αλλού είναι ο θάνατος.
Κεραυνός οιακίζει.
Εσείς άνθρωποι θα χαθείτε
το χτένι μες στο χέρι σας θ’ ακινητήσει ένα πρωί στον αέρα
κι ο καθρέφτης θα δείξει την υποδόρια υφή
των ιστών όπου ο χρόνος
όπως έντομο σε απελπισία παγιδεύτηκε.
Αλλού είναι ο θάνατος.
Μη μ’ αφήνετε να τρέξω γιατί θα χαθώ.
Δεν μου δόθηκε η χάρη να κλάψω αλλά φοβάμαι.
Δεν έχω συγγενείς
απ’ όλη μου τη ζωή
προσπάθησα να φτιάξω μια πετρώδη νεότητα.
Γέμισα τον έρωτα σταυρούς.
Η Λύπη ομορφαίνει
επειδή της μοιάζουμε.
Και ο Αντιφωνητής:
και γαλάζια στον ύπνο των νηπίων·
Ίρις Μαρία Νεφέλη
με το νυχτικό στον άνεμο
ιπταμένη και αποκοιμισμένη
σαν σε πίνακα της Leonora Finni
χρυσαλλίδα του ύπνου μου.
Tra un fioro colto e l’ altro donato
l’ imesprimibile nulla.
Είσαι ωραία σαν φυσικό φαινόμενο
σ’ ό,τι μέσα σου οδηγεί στο χέλι και στον αγριόγατο·
είσαι η νεροποντή μέσα στις πολυκατοικίες
η θεόπεμπτη διακοπή του ρεύματος·
η αστρολογία θα προσέξει το κρεβάτι σου
και θα στηρίξει τα προγνωστικά της στην απελπισία σου·
είσαι ωραία σαν απελπισία
σαν τη ζωγραφική που απεχθάνονται οι αστοί
και θα την αγοράσουν μεθαύριο με δισεκατομμύρια
Ίρις Μαρία Νεφέλη
με τη γοητεία του πισινού σου όταν
καθίζει ξάφνου ανύποπτα πάνω σ’ ένα ξυράφι.
Ο τρομοκράτης
είναι ο άξεστος των θαυμάτων.

από τη Συλλογή ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ (Οδυσσέας Ελύτης)

Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα
κι είναι στη μυρωδιά της μέσα που το ψάρι αστράφτει
μάταια μην ψάχνεις
Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη
πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα.
Υπερούσιος πας ενώ πάνω από το κεφάλι σου
απλώνεται ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα.
Ω μουσική ω Κυριακή συννεφιασμένη
Και ο Αντιφωνητής:
εωσότου η μαύρη θάλασσα φανεί
κι επάνω της ανάψουν σαν βεγγαλικά τα τρία μου άστρα!
Όλα μία σταγόνα
ομορφιάς τρεμάμενη στα τσίνορα·
μία λύπη διάφανη σαν ¶θως κρεμάμενος από τον ουρανό
με απέραντη ορατότητα
όπου τα πάντα γίνονται ξεγίνονται
γονατίζει ο Χάρος και ξανασηκώνεται πιο δυνατός
και πάλι πέφτει ανίσχυρος βυθίζεται στα βάραθρα.
Μόνη της η σταγόνα σθεναρή πάνω απ’ τα βάραθρα.
Στο χωριό της γλώσσας μου τη Λύπη τηνε λένε Λάμπουσα.

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ (Οδυσσέας Ελύτης)
Γέννηση της μέρας

Όταν η μέρα τεντωθεί από το κοτσάνι της κι ανοίξει όλα
τα χρώματα πάνω στη γη
Όταν από φωνή σε στόμα σπάσει ο σταλαγμίτης
Όταν ο ήλιος κολυμπήσει σαν ποτάμι σ’ έναν κάμπο αθέριστο
Και τρέξει ένα πανί βοσκόπουλο των μελτεμιών μακριά
Πάντα η στολή σου είναι στολή νησιού είναι μύλος που γυρίζει ανάποδα τα χρόνια
Τα χρόνια που έζησες και που τα ξαναβρίσκω να πονούν
στο στήθος μου τη ζωγραφιά τους
Η μια βερικοκιά σκύβει στην άλλη και το χώμα πέφτει από
την αγκαλιά του ξυπνητού νερού
Η σφήκα στο κορμί του φλόμου ανοίγει τα φτερά της
Ύστερα ξαφνικά πετάει και χάνεται βουίζοντας
Κι από σταλαγματιά σε φύλλο κι από φύλλο σε άγαλμα όσο πάει
και πιο πολύ μεταμορφώνεται ο καιρός
Παίρνει τα πράγματα που σε θυμίζουν κι όσο πάει και πιο πολύ
τα συγγενεύει μες στον έρωτά μου
Ο ίδιος πόθος ξαναϋφαίνεται
Ο κορμός όλος φλέγεται του δέντρου του ήλιου της καλής καρδιάς
Έτσι σε βλέπω ακόμη στην αχτίδα της αιώνιας μέρας
Ν’ ακούς το χτυποκάρδι της στεριάς
Η γέννηση δεν άλλαξε ούτε μια χαρά σου
Άφηνες μια μεγάλη νύφη αφρού ανεβαίνοντας
Τίναζες το κεφάλι σου σαπουνισμένο από την πρωινή ομορφιά
Η αιθρία πλάταινε τα μάτια σου
Δεν ήταν αίνιγμα που να μη σβήνει πια που να μη γίνεται καπνός
σε στόμα αιόλου
Άλλαζες με τα χέρια σου τις εποχές
Βάζοντας χιόνια και βροχές, λουλούδια, θάλασσες
Κι η μέρα χώριζε από το κορμί σου, ανέβαινε, άνοιγε, μεγάλη
ευχή πάνω στα ηλιοτρόπια
Τι ξέρει τώρα ο τζίτζικας από την ιστορία που άφησες, τι ξέρει ο γρύλος
Η καμπάνα του χωρίου που ανοίγεται στον άνεμο
Η κάμπια, ο κρόκος, ο αχινός, το αλφάκι του νερού
Μυριάδες στόματα φωνάζουνε και σε καλούν
Έλα λοιπόν απ’ την αρχή να ζήσουμε τα χρώματα
Ν’ ανακαλύψουμε τα δώρα του γυμνού νησιού
Ρόδινοι και γαλάζιοι τρούλοι θ’ αναστήσουν το αίσθημα
Γενναίο σαν στήθος το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξει
Έλα λοιπόν να στρώσουμε το φως
Να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου
Ξέρεις, κάθε ταξίδι ανοίγεται στα περιστέρια
Όλος ο κόσμος ακουμπάει στη θάλασσα και τη στεριά
Θα πιάσουμε το σύννεφο θα βγούμε από τη συμφορά του χρόνου
Από την άλλην όψη της κακοτυχιάς
Θα παίξουμε τον ήλιο μας στα δάχτυλα
Στις εξοχές της ανοιχτής καρδιάς
Θα δούμε να ξαναγεννιέται ο κόσμος.

Όμορφη και παράξενη πατρίδα (Οδυσσέας Ελύτης)

Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα
Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
στήνει στην γη καράβι κήπο στα νερά
κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται
μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα
Κάνει να πάρει πέτρα την επαρατά
κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα
μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύρρανους
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα.

 

image012

Ο πειρασμός (Διονύσιος Σολωμός)

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Aπρίλη,
Kι’ η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Kαι μες στη σκιά που φούντωσε
και κλει δροσιές και μόσχους
Aνάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Nερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Xύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
Kαι παίρνουνε το μόσχο της, κι’ αφήνουν τη δροσιά τους,
Kι’ ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Tρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι’ η ζωή, σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
Aλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ‘ναι κι άσπρο,
Aκίνητ’ όπου κι’ αν ιδής, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ‘χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Aλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί ‘δες
Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Xωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Oυδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Mονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Kι’ όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.

Η Ξανθούλα (Διονύσιος Σολωμός)

Την είδα την Ξανθούλα,
Την είδα ‘ψες αργά
Που εμπήκε στη βαρκούλα
Να πάει στην ξενιτιά.
Εφούσκωνε τ’ αέρι
Λευκότατα πανιά
Ωσάν το περιστέρι
Που απλώνει τα φτερά
Εστέκονταν οι φίλοι
Με λύπη με χαρά
Και αυτή με το μαντίλι
Τους αποχαιρετά.
Και το χαιρετισμό της
Εστάθηκα να ιδώ,
Ως που η πολλή μακρότης
Μου το ‘κρυψε κι αυτό
Σ’ ολίγο, σ’ ολιγάκι
Δεν ήξερα να πω
Αν έβλεπα πανάκι
Ή του πελάγου αφρό
Και αφού πανί, μαντίλι
Εχάθη ‘ς το νερό
Εδάκρυσαν οι φίλοι
Εδάκρυσα κ’ εγώ
Δεν κλαίγω για τη βαρκούλα
Δεν κλαίγω τα πανιά
Μόν’ κλαίω για την Ξανθούλα
Που πάει στην ξενιτιά
Δεν κλαίγω τη βαρκούλα
Με τα λευκά πανιά
Μόν’ κλαίω την Ξανθούλα
Με τα ξανθά μαλλιά.

Παλαμάς (Άγγελος Σικελιανός-ποιήματα)

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;
Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: “Ο Παλαμάς !”,
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη !
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…
κι ακέριος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.
Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,
που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Δαίδαλος (Άγγελος Σικελιανός-ποιήματα)

Μοίρα στον ‘Ικαρο ήταν να πετάξει
και να χαθεί… Τι, ως ήβρε σταφνισμένες
τις φοβερές της λευτεριάς φτερούγες
απ’ τον τρανό πατέρα του μπροστά του,
η νιότη έριξε μόνη το κορμί του
στον κίντυνο, κι αν ίσως δεν μπορούσε
το μυστικό, το αγνό τους να ‘βρει ζύγι!
Και συνταράζει αρίζωτους ανθρώπους
στον πόνο, συνταράζει τις γυναίκες,
πάνω απ’ το μέγα πέλαγο να βλέπουν
εφηβικό κορμί σαν ένας γλάρος
ν’ ανεμοδέρνεται όρθιο και, ξάφνου,
να χάνεται απ’ τα μάτια τους.
Και τότε,
τη θάλασσα όλη, λες, σαν ένα δάκρυ
τη συλλογιούνται ατέλειωτο, σα θρήνο
πυκνό πολύ, που, τ’ όνομα του εφήβου
ως λέει και ξαναλέει, από το ίδιο
παίρνει ψυχή και νόημα κι άξιον ήχο…
Μ’ αν άντρας που, απ’ τη πρώτην ελικία του,
είπε ουρανός και γη πως ήταν ένα,
και στιά του κόσμου η ίδια η συλλογή του.
κ’ είπε που η γη να σμίξει με τ’ αστέρια
μπορεί, ως βαθύ χωράφι με χωράφι,
στάχνα να θρέψει κι ο ουρανός.
αν άντρας
που είδε πως όλα σε ταφής εικόνα
τ’ ανθρώπινα είναι, κ’ οι ψυχές και τα έργα.
κι όπως στ’ αγάλματα έλυσε και χέρια
και πόδια, να βαδίζουν μοναχά τους
στους δρόμους του φωτός, αναλογίστη
και τις καρδιές να λύσει των ανθρώπων.
κι ως, με τρανά κορμιά δεντρών, καράβι
εστέριωσε θεϊκό, το φόρτωσε όλο
όχι μ’ ελέφαντα, ήλεχτρο, ή χρυσάφι,
μα, ξεδιαλέοντας ένα κ’ ένα, μ’ όλους
τους Ήρωες, για τ’ αθάνατα ταξίδια
τα μυθικά.
αν άντρας που κλεισμένος
στη φυλακή πόχτισε ο ίδιος – όπως
η κάμπια υφαίνει μόνη της τον τάφο
‘που θα κλειστεί, απ’ το θάνατο ζητώντας
ν’ αλλάξει φύση σύρριζα – νειρεύτη,
στα βάθυ του Λαβυρίνθου, φτερούγες
πως φύτρωναν στους ώμους του, κι αγάλι
αγάλι η πλήθια αγρύπνια του μετρήθη
με τ’ όνειρο, και βγήκε αυτή νικήτρια.
σν είδε πάλι, ξάφνου, ολόγυρά του
όχλος θαμπός τη φοβερή του Τέχνη,
που ‘χε σημάδι της το Θεό, να θέλει
μιας γνώμης ακαμάτρας το στολίδι
να γίνει.
αν και βαρύ και δουλεμένο
κορμί από μόχτο απέραντον, εζώστη
τις φτερούγες σαν άρματα, και υψώθη
αργά – και ανηφορούσε τους ανέμους
θερίζοντας τους ήσυχα, όπως κόβει
με το δρεπάνι ο θεριστής μπροστά του
στη γη μεγάλα κύματα απ’ αστάχυ -
πιο πάνω κι από τον όχλο, κι από το κύμα
που το παιδί του σκέπασε, πιο πάνω
κι απ’ του πένθους τα σύνορα, να σώσει
με την ψυχήν του την ψυχή του κόσμου.
μπορεί κι αρίζωτοι άνθρωποι στον πόνο
μπορεί πικρές κι αδύναμες γυναίκες,
που στα νεκροστολίσματα μονάχα
ή απάνω στα νεκρόδειπνα μεράζουν
τα λόγια τους, να πούν:
“σκληρός πατέρας.
κι αν προς τη δύση αρχίναγε να γέρνει,
το φοβερό ξακλούθησε ταξίδι,
την έρμη ζωή του θέλοντας να σώσει.”
κι άλλοι μπορούν να πουν:
“τον κόσμο αφήνει
και στις στρωτές συνήθειες των ανθρώπων,
πράματ’ αδύνατα ζητώντας.”
Τέτοια
να πουν μπορεί…
Μα εσύ, τρανέ πατέρα,
πατέρα όλων εμάς όπου σε εικόνα
ταφής, από την πρώτην ελικιά μας,
έχουμε ιδεί τα πάντα και, ή με λόγο
ή με σμιλάρι, με την πνοή μας όλη
απάνω απ’ το ρυθμό το σαρκοφάγο
να υψωθούμε αγωνιόμαστε.
ω πατέρα,
που και για μας γη κι ουρανός είν’ ένα,
και στιά του κόσμου η ίδια η συλλογή μα,
και λέμε η γη να σμίξει με τ’ αστέρια
μπορεί, ως βαθύ χωράφι με χωράφι,
στάχνα να θρέψει κι ο ουρανός.
πατέρα,
τις ώρες που βαραίνει στην καρδιά μας
της ζωής η πίκρα μ’ όλο της το βάρος,
και δε σηκώνει η νιότη την ορμή μας,
μα η Θέληση που απάνω κι από τους τάφους
ορθή αγρυπνά, τι στο δικό της μάτι
και η θάλασσα ρηχή, που τους πνιγμένους
σφιχτοκρατάει και δεν τους δίνει πίσω,
ρηχή και η γη όπου οι νεκροί κοιμούνται.
τις ώρες του όρθρου, που μοχτούμε ακόμα.
σαν κ’ οι νεκροί κ’οι ζωντανοί πλαγιάζουν
στον ίδιο ανόνειρο ή βαριόνειρο ύπνο,
μη σταματάς να υψώνεσαι μπροστά μας
σκαλώνοντας με αργές, στρωτές φτερούγες
τον ουρανό της Σκέψης μας ολοένα,
Δαίδαλε αιώνιε, απόκοσμος Εωσφόρος!

Τ’ αηδόνι (Ναπολέων Λαπαθιώτης)

 

Κάποιο βραδάκι του Μαγιού,
μες της χρονιά κρυμένο
το πιο μονάχο της χρονιάς,
κι ίσως το πιο θλιμμένο,
την ώρα που ετοιμάζονταν
να κοιμηθούν οι κλώνοι,
δίχως αιτία, ξαφνικά,
τρελάθηκε τ’ αηδόνι!
Πολλές φορές, αναγερτοί
στον πλάτανο αποκάτου
ακούγαμε τις τρίλιες του
και τα πιπίσματά του
συχνά πάλι, γυρίζοντας
τις ώρες που βραδιάζει,
τ’ ακούσαμε, τις πιο γλυκές
στροφές του ν’ αραδιάζει:
μα σαν εκείνη τη βραδιά,
σ’ εκείνο το πλατάνι,
τέτοιο τραγούδι ξόφρενο
ποτέ δεν είχε κάνει…
Κι όπως τραβούσα πάρωρα,
στη μοναξιά του δρόμου,
αναπολώντας μυστικά
δεν ξέρω ποιον καημό μου,
πουλάκι του μεσονυχτιού,
πουλάκι της ερήμου,
ήρθ’ η φωνή σου, σύχαρα,
και πήρε την ψυχή μου…
Κι ήταν η νύχτα διάφανη,
κι έλαμπε αγάλια η πούλια
είχαν σωπάσει, από νωρίς,
τ’ άλλα τα νυχτοπούλια,
και μεσ’ απ’ τα άστρα τα νωθρά,
που φέγγαν σα βελούδα,
όλ’ η νυχτιά, παθητικά,
σου φώναζε: Τραγούδα!
Κι ήμουν κι εγώ και σ’ άκουγα,
χωρίς να σε χορταίνω,
το βράδυ που τρελάθηκες,
πουλάκι αγαπημένο.
Μουσική: Νότης Μαυρουδής

Το ποτάμι (Μάνος Χατζηδάκις)

Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζούνε δυο μικρά παιδιά
Τόνα βλέπει δεν ακούει
Τ’ άλλο ακούει μα δε βλέπει
Και τα δυο ξέρουν πως πρέπει
Να ‘χουν μόνο μια καρδιά
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Τα παιδιά μένουν παιδιά
Το ποτάμι όλο γεμίζει
Και τη θάλασσα ποτίζει
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζει μια δύστυχη τρελή
Π’ αγαπούσε ένα πουλί
Το παιδί που δεν ακούει
Της σκοτώνει το πουλί
Κι από τότες δε γνωρίζει
Πως την βλέπει το ποτάμι
Σαν γυναίκα ή σαν πουλί;
Το ποτάμι όλο γεμίζει
Κι απ’ τη θλίψη ξεχειλίζει
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζούσ’ ο κύριος Δικαστής
Κυνηγούσε τα θηρία
Κι αγαπούσε μια Κυρία
Ώς την ώρα που η τρελή
Πνίγει την μικρή Κυρία
Που τη νόμισε παιδί
Κ’ έτσι ο Δικαστής μονάχος
Προτιμά να σκοτωθεί
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Θάψανε το Δικαστή
Το ποτάμι όλο γεμίζει
Και την πίκρα μου ποτίζει
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζει μια νύφη ερημική
Που σαν τέλειωσεν ο γάμος
Έφυγε ο γαμπρός το βράδυ
Και δεν ήρθε την αυγή
Έτσι η νύφη στολισμένη
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Έγινε κι αυτή κραυγή

Οι πόνοι της Παναγίας (Κωστής Βάρναλης)

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάζεις.
Ξαίρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράζεις.
Συ θάχεις μάτια γαλανά, θάχεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό,
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω, την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ,
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ’ αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τα’ ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις,
θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είν’αλήθεια πιο χρυσή, σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

Πρόλογος στο Φως που Καίει (Κώστας Βάρναλης)

Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο, όντας
μετ’ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ’ τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ’ ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
Ξανανιωμένα απ’ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά
τα πεύκα, τα χρυσόπευκα, κι’ ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.
Κι’ αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό
τα ερημικά χιονόσπιτα-κι’ αυτά μες στ’ όνειρό τους
να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.
Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι’ αλάργα βάσανα πολλά.
Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακρυά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακρυά πολύ κι’ από τους μαύρους κολασμένους ….

 

Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου (Κώστας Βάρναλης)

Δεν λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια
κούτσα μια και κούτσα δυο στης ζωής το ρημαδιό
Μεροδούλι ξεροδούλι δέρναν ούλοι οι αφέντες δούλοι
ούλοι δούλοι αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό
και μ’ αφήναν νηστικό
Ανωχώρι κατωχώρι ανηφόρι κατηφόρι
και με κάμα και βροχή ώσπου μου ‘βγαινε η ψυχή
Είκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα στην εμπασιά του χωριού την εκκλησιά
του χωριού την εκκλησιά
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο άιντε σύμβολο αιώνιο
αν ξυπνήσεις μονομιάς θα ‘ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
θα ‘ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
Και ζευγάρι με το βόδι άλλο μπόϊ κι άλλο πόδι
όργωνα στα ρέματα τα φεδό σας στρέμματα
Και στον πόλεμο όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαί
για τ’ αφέντη το φαίΆιντε θύμα άιντε ψώνιο…
Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει
άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσα άλλη γη
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο…


dt3207

Λίγο ακόμα (Γιώργος Σεφέρης)

 

Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει
λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.

Φυγή (Γιώργος Σεφέρης)

Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.
Η αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος
Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ’ όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.

Επιφάνια (Σεφέρης Γιώργος, 1937)

Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου
χρυσά τ’ άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ’ άστρο ο Αλδεβαράν.
Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
καμιά φωτιά στην κορυφή τους¨ βραδιάζει.
Κράτησα τη ζωή μου στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί που φύσηξε ο βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.
Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.
Ανεβαίνω τα βουνά μελανιασμένες λαγκαδιές ο χιονισμένος
κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν
μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια μήτε
τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι.
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογισθώ¨ ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας “ευτυχία”
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ’ τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες που μου ξεφεύγουν
εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.
Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που σ’ αγγίζει
στάλες βαρειές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπο σου
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του,
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.
Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν
εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου,
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή κράτησα τη ζωή μου.
Το χιόνι
και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.

Άρνηση (Γιώργος Σεφέρης)

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβύστηκε η γραφή.
Mε τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας  λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα (Γιώργος Σεφέρης)

“Είπες εδώ και χρόνια:
“Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός”.
Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς
στις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου
ακόμη κι όταν σε ποντίζουν
στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου
ψάχνεις γωνιές όπου το μαύρο
έχει τριφτεί και δεν αντέχει
αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως.

Τα χέρια (Γιώργος Σεφέρης)

Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι σ’ ένα μεγάλον ίσκιο
το χρώμα της αυγής το αισθάνομαι στα δάχτυλά σου.
Ξέχασε το ψέμα που σε βοήθησε να ζήσεις
γύμνωσε τα πόδια σου, γύμνωσε τα μάτια σου,
μας μένουν λίγα πράγματα όταν γυμνωθούμε
αλλά τα βλέπουμε στο τέλος πιστά.
Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι πάντα σ’ ένα μονοπάτι,
τ’ αυλάκια χαλασμένα δεξιά κι αριστερά, στην άκρη
το σπίτι με γυαλιά που το χτυπάει ο ήλιος, άδειο.
Σκέφτηκα τα δάχτυλά σου να χτυπούν τα τζάμια
σκέφτηκα την καρδιά σου να χτυπά πίσω απ’ τα τζάμια
και πόσο λίγα πράγματα χωρίζουν έναν άνθρωπο
που δεν τα ξεπερνά.
Δεν ξέρεις τίποτα γιατί κοίταξες τον ήλιο.
Το αίμα σου στάλαξε στα μαύρα φύλλα της δάφνης
τ’ αηδόνι, περασμένες νύχτες, μάρμαρα στο φεγγάρι
και στο ποτάμι το ‘συρα κι έβαψε το ποτάμι.
Συλλογίζομαι, όταν συλλογίζομαι, συλλογίζομαι
τις φλέβες μου και το μυστήριο των χεριών σου που οδηγούν
κατεβαίνοντας προσεχτικά σκαλοπάτι το σκαλοπάτι.
Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι σ’ έναν μεγάλο κήπο.

Περιστατικά (Γιώργος Σεφέρης)

Χωρίς χρώμα, χωρίς σώμα
τούτη η αγάπη πού πηγαίνει
σκορπισμένη, μαζεμένη
σκορπισμένη πάλι-πάλι,
κι όμως σφύζει κι όμως πάλλει
στη δαγκωματιά του μήλου
στη χαραγματιά του σύκου
σ’ ένα βυσσινί κεράσι
σε μια ρώγα από ροδίτη
τόση ανάερη Αφροδίτη,
θα διψάσει θα κεράσει
ένα στόμα κι άλλο στόμα
χωρίς χρώμα, χωρίς σώμα.

Κι αν ο αγέρας φυσά (Γιώργος Σεφέρης)

Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’ τα κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά
Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’ τα κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά
Μας βαραίνουν οι φίλοι
που δεν ξέρουν πια πως να πεθάνουν
Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’ τα κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά.

Λίγο ακόμα (Γιώργος Σεφέρης)

Λίγο ακόμα θα ιδούμε
τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν
Λίγο ακόμα θα ιδούμε
τα μάρμαρα να λάμπουν,
να λάμπουν στον ήλιο
κι η θάλασσα να κυματίζει
Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε
λίγο ψηλότερα.

απόσπασμα από τον Ερωτικό Λόγο, Γ’ (Γιώργος Σεφέρης)

Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς
τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.
Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ’ ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:
“Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ’ όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.
Με του ματιού τ’ αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ’ αστέρια.
Την ακοή μου ως να ‘σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.
Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου…”
Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ’ ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ’ αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.
…Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς.

O γυρισμός του ξενιτεμένου (Γιώργος Σεφέρης)

- Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ’ τον τόπο το δικό σου.
- Γυρεύω τον παλιό μου κήπο
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.
- Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
θ’ ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ’ το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα ‘ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.
- Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ’ αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ’ τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ’ αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.
- Παλιέ μου φίλε δε μ’ ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.
- Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ’ ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.
- Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ’ τη γης κι απ’ τους ανθρώπους.
- Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας,
σπέρνονται γεννιούνται
σαν τα βρέφη,
ριζώνουν θρέφονται
με το αίμα.
Όπως τα πεύκα κρατούνε
τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε,
δεν είναι εκεί
το ίδιο τα λόγια φυλάγουν
τη μορφή του ανθρώπου
κι ο άνθρωπος έφυγε,
δεν είναι εκεί.

Η Ιθάκη (Κωνσταντίνος Καβάφης)

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας, και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμo σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή,
αν εκλεκτή συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στηv ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωινά να είναι
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά
θαμπαίνεις σε λιμένας πρωτο’ίδωμένους.
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τις καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους, και
ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά.
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις Και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου να ‘χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει .
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θα ‘βγαινες στον δρόμο.
Αλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
‘Ετσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

Περιμένοντας τους Βαρβάρους (Κωνσταντίνος Καβάφης)

-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.
-Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα
κι αυτοί βαριούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
-Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.

Η πόλις (Κωνσταντίνος Καβάφης)

Είπες «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη απ’ αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή
κ’ είν’ η καρδιά μου -σαν νεκρός- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Οπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.

Όσο μπορείς (Κωνσταντίνος Καβάφης)

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την,
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μιά ξένη φορτική.

Θερμοπύλες (Κωνσταντίνος Καβάφης)

Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες
δίκαιοι κ’ ίσοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.
Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

Τείχη (Κωνσταντίνος Καβάφης)

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον (Κωνσταντίνος Καβάφης)

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακούσθει
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές -
την τύχη σου που ενδίδει πιά, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

Η Σατραπεία (Κωνσταντίνος Καβάφης)

Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες, και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε
την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Αυτά πού θα στα δώσει ο Αρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρείς στη σατραπεία
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.

 

Η Ελληνική Γλώσσα (Νικηφόρος Βρεττάκος)

Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φως
θα ελιχθώ προς τα πάνω
όπως ένα ρυάκι που μουρμουρίζει
Κι αν κάπου ανάμεσα
στους γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω αγγέλους
θα τους μιλήσω ελληνικά,
επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες.
Μιλάνε μεταξύ τους με μουσική.

Η Βρύση του Πουλιού (Ν. Βρεττάκος)

Κάνε με αηδόνι Θεέ μου, πάρε μου όλες
τις λέξεις κι άφησέ μου τη φωτιά,
τη λαχτάρα, το πάθος, την αγάπη,
να τραγουδώ έτσι απλά, όπως τραγουδούσαν
οι γρύλοι μια φορά κι αντιλαλούσε
η Πλούμιτσα τη νύχτα. Όπως η βρύση
του Πουλιού μες στη φτέρη. Να γιομίζω
με το μουμούρισμά μου τη μεγάλη
κυψέλη τ’ ουρανού. Να θησαυρίζω
τα νερά των βροχών και τις ανταύγειες
απ’ το θαύμα του κόσμου. Να μ’ απλώνουν
τις φούχτες τους οι άνθρωποι κι ένας ένας
να προσπερνούν. Κι αδιάκοπα να ρέω
τη ζωή, την ελπίδα, τη λάμψη του ήλιου,
του ηλιογέρματος το γαρουφαλένιο
ψιχάλισμα στα όρη, τη χαρά,
τα χρώματα να ρέω του ουράνιου τόξου
και τη βροχούλα της αστροφεγγιάς.
Ω τι καλά που ‘ναι σ’ αυτόν τον κόσμο!

Έτσι μου Στάθηκε ο Ταΰγετος (Νικηφόρος Βρεττάκος)

Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος,
όπως ο κόρφος της μητέρας μου.
Με πότισε γαλάζιο, αψύ αίμα
ήλιο και πράσινο
ως να μου δέσει την ψυχή όπως την πέτρα του,
ως να χαράξει στην καρδιά μου
τις βαθειές χαράδρες του
να σχηματίσει μες στη ζωή μου δώδεκα κορφές
να βγαίνω απάνω με μοναδικό μου όνειρο τον ήλιο.
Με δίψα μου μοναδική τον ήλιο,
δίψα βαθειά σαν ωκεανός,
υψηλή ως το φεγγάρι,
δίψα που να την λυπηθεί ο Θεός.
….Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος όσο να γεννηθούνε
τα δυό παιδιά του Θεού μέσα μου:
η ποίηση και η αγάπη.

Γράμμα στον Άνθρωπο της Πατρίδας μου (Νικηφόρος Βρεττάκος)

….Μην με μαρτυρήσεις!
Και προπαντός να μην του πεις
πως μ’εγκατέλειψε η ελπίδα !
Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο σημείωσε τα φαράγγια
που πέρασα, και τις κορφές που πάτησα και τ’άστρα
που είδα. Πες τους από μένα,
πες τους απ’τα δάκρυά μου
ότι επιμένω ακόμα πως ο κόσμος
είναι όμορφος!

Η Μικρή Σου Πόλη (Νικηφόρος Βρεττάκος)

Αλήθεια, δεν μπόρεσες να ξεπεράσεις την εποχή
που φοβόσουν το λύκο και καρτερούσες τον άγγελο.
Μελέτησες τα ήθη και έθιμα της ιστορίας,
πέρασες κάτω απ’τα τόξα των σύγχρονων γεγονότων
ταξίδεψες. Ωστόσο, δεν μπόρεσες ν’αποβάλεις
τη μικρή παιδική πόλη από μέσα σου,
τη γινομένη από αγαθά πρόσωπα, τόπους
γυμνούς ή κατάφυτους, ουράνια πράγματα,
με τον σεβάσμιο γέροντα γιομάτον στοχασμό
και ύψος, τον Ταΰγετο, στην πρωτοκαθεδρία.
Κι αλήθεια, πόσο αναπαυμένα θα ένοιωθες αν μπορούσες,
γυρίζοντας τις πλάτες στις γιγάντιες πόλεις,
να επέστρεφες εκεί, στα πράγματα που σου έδωσαν
και ύφανες το ωραίο σου όνειρο, στο λόφο που κάθισες
ένα καιρό στο θρόνο του και βασίλεψες στην ειρήνη,
να επέστρεφες, να επέστρεφες κάτω από τα ιλαρά τους
βλέμματα να μαζέψεις ξύλα για το βράδυ σου.

Ο Άνθρωπος, ο Κόσμος και η Ποίηση (Νικηφόρος Βρεττάκος)

Ανάσκαψα όλη τη γη να σε βρω.
Κοσκίνισα μες την καρδιά μου την έρημο ήξερα
πως δίχως τον άνθρωπο δεν είναι πλήρες
του ήλιου το φως. Ενώ, τώρα, κοιτάζοντας
μες από τόση διαύγεια τον κόσμο,
μες από σένα – πλησιάζουν τα πράγματα,
γίνονται ευδιάκριτα, γίνονται διάφανα -
τώρα
μπορώ
ν’ αρθρώσω την τάξη του σ’ ένα μου ποίημα.
Παίρνοντας μια σελίδα θα βάλω
σ’ ευθείες το φως.

από την “Φιλοσοφία των λουλουδιών” 
τρία ποιήματα του Νικηφόρου Βρεττάκου

Γένεση

Αυτό το γαρύφαλλο, που κρατώντας το
ανάμεσα στα τρία μου δάχτυλα
το σηκώνω στο φως, μου μίλησε και
παρά τον κοινό νου μου το κατανόησα.
Μι’ αλυσίδα από ατέλειωτους γαλαξίες συνεργάστηκαν,
διασταύρωσαν κάτω στη γη φωταψίες
- το σύμπιαν ολόκληρο πήρε μέρος στη γέννηση
αυτού του γαρύφαλλου.
Κι’ αυτό που ακούω είναι οι φωνές
των μαστόρων του μέσα του.

Σεμινάριο

Αν με βλέπουν να στέκομαι
όρθιος, ακίνητος, μες
στα λουλούδια μου, όπως
αυτή τη στιγμή,
θα νόμιζαν πως τα διδάσκω.
Ενώ είμαι εγώ που ακούω
κι αυτά που μιλούν.
Έχοντάς με στο μέσο
μου διδάσκουν το φως.

Τα Λουλούδια Προσεύχονται για τα Παιδιά

Αναδύθηκε δάσος ζοφερό
απ’ το πνεύμα μας
κι εκάλυψε τον ορίζοντα.
Μόνο ατραποί τρυπώνουν
και χάνονται μέσα στο φόβο.
Μέλλον δεν φαίνεται.
Τρέχουν, χορεύουν ανύποπτα
για ό,τι γίνεται πάνω τους
τα παιδιά, ενώ γέρνοντας γύρω
και κάτω απ’ τα πόδια τους, (ως
ν’ ακούν τη βοή και να βλέπουν
το σύννεφο) σαν ένα απέραντο
υπαίθριο εκκλησίασμα
τα λουλούδια προσεύχονται.

Τ’ Όνομά σου (Νικηφόρος Βρεττάκος)

Τ’ όνομά σου : ψωμί στο τραπέζι.
Τ’ όνομά σου : νερό στην πηγή.
Τ’ όνομά σου : αγιόκλημα αναρριχόμενων άστρων.
Τ’ όνομά σου : παράθυρο ανοιγμένο τη νύχτα στην πρώτη του Μάη.
Τ’ όνομά σου : ρινίσματα ήλιου.
Τ’ όνομά σου : στροφή από φλάουτο τη νύχτα.
Τ’ όνομά σου : στα χείλη των αγγέλων τριαντάφυλλο.
Τ’ όνομά σου : κουδούνισμα αλόγων που σέρνουν την άνοιξη πίσω τους.
Τ’ όνομά σου : βροχούλα στου σπορέα το μέτωπο.
Τ’ όνομά σου : περίσσευμα στου βοσκού την καλύβα.
Τ’ όνομά σου : τοπίο χωρισμένο με χρώματα.
Τ’ όνομά σου : δυο δρυς που το ουράνιο τόξο στηρίζει τις άκρες του.
Τ’ όνομά σου : ένας ψίθυρος απ’ αστέρι σε αστέρι.
Τ’ όνομά σου : ομιλία δύο ρυακιών μεταξύ τους.
Τ’ όνομά σου : μονόλογος ενός πεύκου στο Σούνιο.
Τ’ όνομά σου : ένα ελάφι βουτηγμένο ως το γόνατο σε μιαν άμπωτη ήλιου.
Τ’ όνομά σου : ροδόφυλλο σ’ ενός βρέφους το το μάγουλο.
Τ’ όνομά σου : πεντάγραμμο στις κεραίες των γρύλων.
Τ’ όνομά σου : ο Ηνίοχος στην άμαξα του ήλιου.
Τ’ όνομά σου : πορεία πέντε κύκνων που σέρνουν την πούλια στα μεσούρανα.
Τ’ όνομά σου : Ειρήνη στα κλωνάρια του δάσους.
Τ’ όνομά σου : Ειρήνη στους δρόμους των πόλεων.
Τ’ όνομά σου : Ειρήνη στις ρότες των πλοίων.
Τ’ όνομά σου : ένας άρτος, βαλμένος στην άκρη της γης που περίσσεψε.
Τ’ όνομά σου : αέτωμα περιστεριών στον ορίζοντα.
Τ’ όνομά σου : αλληλούια πάνω στο Έβερεστ.

Ο Αγρός των λέξεων (Νικηφόρος Βρεττάκος)

Όπως η μέλισσα γύρω από ένα άγριο
λουλούδι, όμοια κ’ εγώ. Τριγυρίζω
διαρκώς γύρω απ’ τη λέξη.
Ευχαριστώ τις μακριές σειρές
των προγόνων, που δούλεψαν τη φωνή,
την τεμαχίσαν σε κρίκους, την κάμαν
νοήματα, τη σφυρηλάτησαν όπως
το χρυσάφι οι μεταλλουργοί κ’ έγινε
Όμηροι, Αισχύλοι, Ευαγγέλια
κι άλλα κοσμήματα.
Με το νήμα
των λέξεων, αυτόν το χρυσό
του χρυσού, που βγαίνει απ’ τα βάθη
της καρδιάς μου, συνδέομαι συμμετέχω
στον κόσμο.
Σκεφτείτε:
Είπα και έγραψα «Αγαπώ».

 

Ελεγείο πάνω στον τάφο ενός μικρού αγωνιστή (Νικηφόρος Βρεττάκος)
Πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ’ όνομά μας.
Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπους και τις πολιτείες μας.
Πάνω στο χώμα σου είμαστε. Εχουμε πατρίδα.
(…)Έπαιξες τη φωτιά. Έπαιξες το Χριστό.
Έπαιξες τον Αη-Γιώργη και το Διγενή.
(…)Ανέβηκες στο πεζοδρόμιο κ’ έπαιξες τον Άνθρωπο!
«Τα δεκατέσσερα παιδιά» (Νικηφόρος Βρεττάκος)
«…Εν αρχή ην η αγάπη…» μελωδούσε γιομίζοντας
το γυμνό σου δωμάτιο μια παράξενη άρπα,
καθώς σ’ έπαιρνε ο ύπνος και το χέρι σου, κρύο,
σαν κλωνί λεμονιάς σε νεκρό, αναπαύονταν
πάνω στο στήθος σου. Κι έβλεπες
πως άνοιγε τάχα μια πόρτα στον ύπνο σου.
Πως μπαίναν τα δεκατέσσερα παιδιά λυπημένα
και στεκόντουσαν γύρω σου. Τα μάτια τους θύμιζαν
σταγόνες σε τζάμια: «Έλεος! Έλεος! Έλεος!…»
τινάζοντας τη βροχή και το χιόνι από πάνω τους,
τα ζύγιαζες με το βλέμμα σου σα να’ θελες να τους κόψεις
την ευτυχία στα μέτρα τους, ενώ η άρπα συνέχιζεν
απαλά μες στον ύπνο σου: «… Ό, τι θέλει κανείς
μπορεί να φτιάξει με την αγάπη. Ήλιους κι αστέρια,
ροδώνες και κλήματα…». Αλλά εσύ προτιμούσες
μποτίτσες φοδραρισμένες με μάλλινο,
πουκάμισα κλειστά στο λαιμό-
γιατί φυσάει πολύ στο Καλέντζι!
Έβλεπες πως ράβεις με τα δυο σου χέρια,
έβλεπες πως ζυμώνεις με τα δυο σου χέρια
κι ονειρευόσουν πως μπαίνεις στην τάξη
με δεκατέσσερις φορεσιές,
με δεκατέσσερα χριστόψωμα στην αγκαλιά σου.
Αλλά ξύπναγες το πρωί κι άκουγες που έβρεχε.
Σε δίπλωνε σα μια λύπη τ’ αδιάβροχό σου
κι ο δρόμος για το σχολειό γινόταν πιο δύσκολος.
Βάδιζες κι είχες σκυμμένο το πρόσωπο
σαν να’ταν κάποιος απάνω σου και να σ’έκρινε
για τ’άδεια σου χέρια. Σαν να’φταιγες μάλιστα,
σ’όλη τη διαδρομή σε μπάτσιζε το χιονόνερο.
Έμπαινες στο σχολειό κι όπως τ’ αντίκριζες
μοιραζόταν σε δεκατέσσερα χαμόγελα το πρόσωπό σου.
Θυμόσουν πως η αγκάλη σου ήταν μισή
κι ανεβαίνοντας πάνω στην έδρα σου
άνοιγες τη λύπη σου και τα σκέπαζες,
όπως ο ουρανός σκεπάζει τη γη.
Ώρα 8 και 20 ακριβώς.
Το μάθημα αρχίζει κανονικά.
Εσύ πάνω απ’την έδρα και απ’αντίκρυ σου ο Χριστός,
απαλός και γλυκύς μες στο κάδρο του,
δίνατε τα χέρια πάνω από τα κεφάλια τους
να τους κάμετε μια σκέπη από ζεστασιά,
γιατί σας ήρθανε και σήμερα μουσκεμένα
κι η λύπη περπατάει μες στα μάτια τους,
όπως ο σπουργίτης πάνω στο φράχτη.
Το καλαμπόκι δεν ψώμωσε το περσινό καλοκαίρι
κι ακούς το ψωμάκι που κλαίει μες στις μπόλιες τους.
Ώρα 10 και 20’. Το μάθημα συνεχίζεται.
Οι σπουργίτες σου χτυπούν τα φτερά τους.
Το μολύβι πεθαίνει ανάμεσα στα κοκαλιασμένα τους δάχτυλα.
Η καρδιά σου είναι τώρα μια στάμνα σπασμένη.
Τα λόγια σου βγαίνουν αργά, σα μια βρύση που στέρεψε:
«Ο μέγας Αλέξανδρος… Ο μέγας Αλέξανδρος…
Ο μέγας Αλέξανδρος…».
Τα δάχτυλά σου είναι πέντε. Τα μέτρησες δέκα φορές.
Τα δάχτυλά σου είναι πέντε. Μετράς το ένα χέρι σου
-τ’άλλο σου βρίσκεται τυλιγμένο σε συννεφιά-
τα δάχτυλά σου είναι πέντε. Σηκώνεις το πρόσωπο,
κοιτάζεις τη στέγη, κάνεις πως σκέφτεσαι,
σκύβεις πάλι στην έδρα, ξεφυλλίζεις τον Αίσωπο,
κατεβαίνεις και γράφεις στο μαυροπίνακα,
κοιτάζεις τον ουρανό απ’το παράθυρο,
γυρίζεις το κεφάλι σου αλλού,
δεν μπορείς άλλο παρά να κλάψεις.
Παίρνεις το μαθητολόγιο στα χέρια σου,
κάτι ψάχνεις να βρεις, το σηκώνεις διαβάζοντας
και σκεπάζεις το πρόσωπό σου.
Τα σύννεφα έχουν μπει μες στην τάξη.
Αντίκρυ σου κι ο Χριστὸς παραδέρνει σ᾿ αμηχανία.
Θαρρείς και σηκώνει στ᾿ αλήθεια τα χέρια του
ενωμένα στο φως που πέφτει από πάνω του.
Νιώθει στενόχωρα όπως τα μεσάνυχτα στη Γεθσημανή
και δεν είμαι εκεί να σου χτυπήσω τον ώμο
και δεν είμαι εκεί να σου ειπώ: Δος του θάρρος,
βοήθησέ τον να βγει απ᾿ τη δύσκολη θέση,
κατέβαινε, διάσχισε την αίθουσα γρήγορα,
μην τον αφήνεις εκτεθειμένο στα βλέμματα των παιδιών,
δος του ένα βιβλίο να κάνει πως συλλαβίζει,
δος του ένα βιβλίο να κρύψει τα μάτια του.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος (Τάσος Λειβαδίτης)

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους , θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ’ τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ‘ ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα ‘ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ’ τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!

smirne_169mini
Βασίλης Ρώτας- Ανθρώποι ανθρώποι

Εσώθηκαν τα ψέματα
σταμάτησαν τα θάματα.
Κι’ έρχονται αλήθειες μ’ αίματα
μαθήματα με κλάματα. (δις)
Ε! ανθρώποι, ανθρώποι, ανθρώποι
παν χαμένοι τόσοι κόποι,
παν χαμένοι τόσοι αγώνες
πλήθυναν οι απατεώνες.
Βοριάς, Νοτιάς στράφτει, βροντάει
κάθε πνοή καρδιοχτυπάει.
Μαυρίλα Δύση-Ανατολή
κακό μας έρχεται πολύ (δις)
Ε! ανθρώποι, ανθρώποι, ανθρώποι
παν χαμένοι τόσοι κόποι,
παν χαμένοι τόσοι αγώνες
πλήθυναν οι απατεώνες.


Βασίλης Ρώτας- Βγήκε ο καλός με την καλά

Βγήκε ο καλός με την καλή
με χάι και χο και χάι και τριαλαρό
στην καταπράσινη εξοχή
τον Μάη τον πιο όμορφο καιρό για δυο
που όλο το λεν’, μα να το λεν’, το λένε τα πουλιά
τους νιους τρελαίνει η άνοιξη η γλυκιά
Και στα γρασίδια τα πυκνά
με χάι και χο και χάι και τριαλαρό
ξάπλωσε ο νιος κι η κοπελιά
τον Μάη τον πιο όμορφο καιρό για δυο
που όλο το λεν’, μα να το λεν’, το λένε τα πουλιά
τους νιους τρελαίνει η άνοιξη η γλυκιά
Πιάσε ευθύς σκοπό γλυκύ
με χάι και χο και χάι και τριαλαρό
πως είναι λάθος η ζωή
τον Μάη τον πιο όμορφο καιρό για δυο
που όλο το λεν’, το λεν’, το λεν’, το λένε τα πουλιά
τους νιους τρελαίνει η άνοιξη η γλυκιά
Γι’ αυτό μη χάνετε καιρό
με χάι και χο και χάι και τριαλαρό
η αγάπη αξίζει στον ανθό
τον Μάη τον πιο όμορφο καιρό για δυο
που όλο το λεν’, μα να το λεν’, το λένε τα πουλιά
τους νιους τρελαίνει η άνοιξη η γλυκιά 


Βασίλης Ρώτας- Ειρήνη

Ειρήνη χάραζε και χαρά στην πλάση,
σε μεγάλους και παιδιά, σ’ ουρανούς και δάση.
Αχ ειρήνη, ειρήνη μας, έλα στα παιδάκια, έλα στα παιδάκια,
να ξεχάσουν πόλεμους, πίκρες και φαρμάκια.


Βασίλης Ρώτας- Ο Γιάννης κι η Μαριώ


Τον Γιάννη καμαρώσ’τε
που βγαίνει στο σεργιάνι
με την κουτσή Μαριώ του
τον Στραβαρίδη Γιάννη
Φοράει καπέλο μαύρο
καδένα όλο χρυσή
τη Μάρω από το χέρι
περήφανα κρατεί
Τον Γιάννη καμαρώσ’τε
που βγαίνει στο σεργιάνι
με την κουτσή Μαριώ του
τον Στραβαρίδη Γιάννη
Περήφανη κοιλίτσα
φουσκώνει της Μαριώς
την φούσκωνε ο δράκος
του Γιάννη ο πρώτος γιος
Φορεί καπέλο μαύρο
καδένα όλο χρυσή
μπροστά κοιτάζει η Μάρω
κι ο Γιάννης δω κι εκεί
Γιάννη μπροστά σου κοίτα
και μη στραβοθωρρείς
αυτήν την έχει ο Μήτρος
κι εκείνη ο Θοδωρής
Γιάννη στο σπίτι πάμε
δεν βρίσκομαι καλά
πράσινη πέφτει χάμω
προφτάσ’τε αγκομαχά
Φέρ’τε γιατρό του Ρήγα
του παλατιού μαμή
χαλάλι τη Μαριόγκα
γλιτώστε το παιδί
Κι ουδέ παιδί γλιτώνουν
κι η Μάρω δεν φελλά
Κλάψε – πού νά’βρεις Γιάννη
κουτσή Μαριώ ξανά


Βασίλης Ρώτας- Παπαρούνα

Πες μου, παπαρούνα μου, αγαπάς τον ήλιο;
- Αγαπάω τον ήλιο που φωτάει και λάμπω.
Πες μου, παπαρούνα μου, αγαπάς τον άνεμο;
- Αγαπάω τον άνεμο που φυσάει και παίζω.
Πες μου, παπαρούνα μου, αγαπάς το χώμα;
– Αγαπάω το χώμα που με γλυκοτρέφει.


Βασίλης Ρώτας- Φίλτατέ μου γεροντάκο

Πιο καλά ; Χίλιες φορές !
Πρώτα πρώτα εμείς γι αυτούς
δε θα χτίζουμε ναούς,
με τις πόρτες τις χρυσές,
παρά θα τους προσκυνάμε
μπρος σε θάμνους μες στα σκίνα,
μεσ` σε κουμαριές και κρίνα.
Κι όσα θα`ναι πιο σεβάσμια
θα`χουνε ναό μια ελιά.
Κι ούτε στους Δελφούς ή σε άλλα
πανηγύρια απ`τα μεγάλα
θα πηγαίνουμε με δώρα.
Παρά κει που`ν`αγριελιές
κι αχλαδιές και κουμαριές
θα πηγαίνουμε με στάρι,
και κριθάρι στο ταγάρι,
θα σηκώνουμε τα χέρια
με τις χούφτες μας γεμάτες
και θα μας παρακαλάνε
κι ετσι αυτοί για λίγο στάρι
θα μας κάνουνε τη χάρη.
Φίλτατέ μου γεροντάκο,
από εχθρό μου που σε πήρα
σου ασπάζομαι τη γνώμη
κι ό,τι πεις εσύ θα κάνω.
Με φούσκωσαν τα λόγια σου
και μ`όλη μου καρδιά και νου,
αν σύμμαχός μου εσύ γενείς
αγνός ,πιστός κι ειλικρινής,
ορκίζομαι μαζί σου εγώ
με μιαν ορμή ν`αγωνιστώ,
να μην την έχουν πια οι θεοί
την εξουσία για πολύ.
Κι όσα για να γίνουν θέλουν δύναμη,
δουλειά δική μας,
κι όσα θεν` νιονιό και γνώση,
αυτά τ`αφήνουμε σ`εσένα


Βασίλης Ρώτας- Χριστινάκι


Δώδεκα αγόρια του σχολειού κι η Χριστινιώ μια τάξη
μη βρέξει και μη στάξει
Τ’ αγόρια τ’ ορκιστήκανε στην παλικαροσύνη
να κλέψουν τη Χριστήνη
Βαρκούλαν αρματώνουνε με σταυρωτό πανάκι
Χριστίνα, Χριστινάκι
Έμπα καλή στη βάρκα μας, να πάμε και να ‘ρθούμε
τραγούδι που θα πούμε
Τ’ αστέρια τρεμουλιάζουνε στου Ζέφυρου το χάδι
το όμορφο του το βράδυ
Σπαρμένο χρυσολούλουδα το πέλαγο λιβάδι
το όμορφο του το βράδυ
Το Χριστινάκι τραγουδά, της βάρκας κυβερνήτης
γλυκιά που είν’ η φωνή της
Και λέει τραγούδι του έρωτα και για τον πόθο λέει
για το φιλί που καίει
Γέλια τραγούδια σώπασαν, τ’ αγόρια συμπαλεύουν
μοχτούν, φιλί γυρεύουν
Κανείς δεν είναι στο κουπί, κανείς και στο τιμόνι
λαχτάρα που τούς ζώνει
Κι η βάρκα η ποθοπλάνταχτη πάει στων νερών τα βάθη
με του έρωτα τα πάθη
Δεν κλαίω τα δώδεκα παιδιά, τους νιους, τους μαθητάδες
τις δώδεκα μανάδες
Μόν’ κλαίω τα μάτια τα γλαρά, το λυγερό κορμάκι
τ’ αγρίμι το ελαφάκι
Που ήτανε δώδεκα χρονών, παρθένα Παναγιά μου
κι έλαμπε η γειτονιά μου 


Βασίλης Ρώτας- Ω μακάρια πετεινά


Ω,μακάρια πετεινά
με τα ωραία φτερά ντυμένα
το χειμώνα ξένοιαστα\για παπούτσια και για χλαίνα.
Ούτε θέρος απ`αχτίνα
του ήλιου ξερολαχανιάζω
μες στα ρόδα και στα κρίνα
και στις φυλλωσιές φωλιάζω
άμα ο τζίτζικας ο λάλος χαίρεται που ο ήλιος καίει
κι απ`την κάψα μεθυσμένος με ψιλή φωνή το λέει
κι έχω χειμαδιό σπηλιές
όπου παίζω με ξωθιές
και την άνοιξη βοσκάω μύρτα τρυφερά παρθένα
που τα καλλιεργούν οι Χάρες σε βουνόπλαγα ανθισμένα. 



Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό

Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό
για να παίζεις στο χολ με παιδιά
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
να ‘μαι ταίρι σου πια.
Θα σου δώσω τα κλειδιά της καρδιάς μου
και τα χρήματα όσα κι αν έχω,
αν με πάρεις, μ πάρεις, με πάρεις
να ‘μαι ταίρι σου πια.
Θα σου δώσω ρολόι με καδένα
να το δείχνεις κρυφά στα παιδιά
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
να ‘μαι ταίρι σου πια.
Θ σου δώσω χρυσάφι, χρυσάφι
να γεμίζεις τις χούφτες φλωριά
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
ταίρι να ‘μαστε πια
Θα σου φτιάξω μια πίτα με κρέας
θα σε κρύψω ως να φύγουν οι μάγκες
αν με πάρεις, με πάριες με πάρεις
ταίρι να ‘μαστε πια.
Όμως πρώτα να δούμε αν ταιριάζουμε,
αν ταιριάζουμε οι δυο μας σωστά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου