ΜΕΡΟΣ Α΄
Τά προηγηθέντα τῆς κατάκτησης τῆς Μεσσηνίας
Ἀρχιμ. Κύριλλος
Τό ἀντικείμενο τῆς παρούσης μελέτης περιορίζεται χρονικά καί γεωγραφικά σέ ἕνα μικρό μόνον τμῆμα τῆς ἐκτεινόμενης πέραν τῶν ἕνδεκα αἰώνων ἱστορίας καί ζωῆς τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ὅπως δηλώνει καί ὁ τίτλος θέμα της ἀποτελεῖ ἡ ἀρχή τῆς Φραγκοκρατίας στήν Μεσσηνία, μίας περιοχῆς ἀρκετά ἀπομακρυσμένης ἀπό τήν καρδιά τῆς αὐτοκρατορίας, τήν πρωτεύουσα τήν Κων/πολη.
Ὡστόσο, ἡ συγκεκριμένη περίοδος παρουσιάζεται ἰδιαιτέρως κρίσιμη γιά τήν ἱστορική συνέχεια τῆς αὐτοκρατορίας. Μετά τήν κατάληψη τῆς Πόλης ἀπό Φράγκους σταυροφόρους τό 1204 (γεγονός καθοριστικῆς σημασίας, ὁρόσημο γιά τήν μετέπειτα ἐξέλιξη τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, ἀφοῦ ἔκτοτε θά περιέλθει σέ δυσχερῆ θέση καί δέν θά μπορέσει ποτέ νά ξεπεράσει πλήρως τίς συνέπειες τῆς φραγκικῆς κατάκτησης), ἀρχίζει ἡ περίοδος τῆς Φραγκοκρατίας μέ τήν ἐγκαθίδρυση δουκάτων καί πριγκιπάτων. Ἡ Μεσσηνία, πού μᾶς ἐνδιαφέρει εἰδικότερα, θά ἐνταχθεῖ στό πριγκιπάτο τῆς Ἀχαΐας, ὑπό τήν κυριότητα τῶν Βιλλεαρδουΐνων, ὡσότου μετά ἀπό μακρά διάρκεια καί ἀρκετές προσπάθειες οἱ Βυζαντινοί νά κατορθώσουν νά τό διαλύσουν.
Πολύτιμες πληροφορίες γιά τήν φραγκική κατάκτηση τῆς Πελοποννήσου μᾶς παρέχει τό Χρονικό τοῦ Μορέως καί ἡ ἱστορική ἀφήγηση τοῦ Βιλλεαρδουΐνου, θείου τοῦ Γοδερφρίδου Βιλλεαρδουΐνου (Geoffroy Ville- hardouin)), τοῦ πρίγκηπος τῆς Ἀχαΐας, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀκολουθήσει τούς σταυροφόρους. Τό Χρονικό τοῦ Μορέως ὑπάρχει σέ τέσσερις παραλλαγές καί γλῶσσες, τήν Γαλλική, τήν Ἀραγωνική, τήν Ἰταλική καί τήν Ἑλληνική. Ἡ ἑλληνική παραλλαγή ἀποτελεῖται ἀπό 9.235 στίχους καί πιθανότατα τήν ἔχει γράψει κάποιος γασμοῦλος, δηλ. γόνος μεικτῆς καταγωγῆς (ὁ ἕνας γονέας του ἦταν Φράγκος καί ὁ ἄλλος γονέας ἑλληνικῆς καταγωγῆς). Εἶναι γραμμένο τόν 14ο αἰ. σέ χρόνο δηλ. πού οἱ ἀπόγονοι τῶν πρώτων Φράγκων κατακτητῶν καί οἱ μνῆμες τῆς κατάκτησης ἦσαν ζωντανές. Οἱ βασικές αὐτές πηγές εἶναι, παρά τίς ἐπιμέρους διαφοροποιήσεις τους, γενικά ἀξιόπιστες.
Πρίν προχωρήσουμε στό κυρίως θέμα, τήν φραγκική κατάκτηση τῆς Μεσσηνίας, καί τήν πρώτη περίοδο τῆς Φραγκοκρατίας αὐτῆς, σκόπιμο ἀλλά καί χρήσιμο θά ἦταν νά ἐξετάσουμε μέ αὐτονομία τό ἱστορικό πλαίσιο τῶν γεγονότων πού προηγήθηκαν τῆς κατάκτησης τοῦ μεσσηνιακοῦ χώρου.
Ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, στίς ἀρχές τοῦ 13ου αἰ. ἡ Βυζαντινή αὐτοκρατορία διέρχεται κρίση. Ἡ ἐπαρχία αἰσθάνεται παραμελημένη ἀπό τό κέντρο, ἀφημένη στήν ἀπληστία καί τήν αὐθαιρεσία τῶν τοπικῶν ἰσχυρῶν ἀρχόντων πού δείχνουν τάσεις αὐτονομήσεως ἀπό τήν κεντρική ἐξουσία. Μεγάλες ἀρχοντικές οἰκογένειες (π.χ. Μελισσηνοί, Καντακουζηνοί στήν Πελοπόννησο) ἐνισχύονται κατορθώνοντας νά ἀποκτήσουν δύναμη καί ἐπιρροή ἔναντι τῆς πρωτεύουσας τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ ὕπαιθρος ἐρημώνεται καί ἡ οἰκονομική ἐξαθλίωση, συνέπεια τῆς ἄγριας φορολογίας, πλήττει τίς χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις (1).
Οἱ Δυτικοί ἐπιθυμοῦν τήν διάλυση τῆς αὐτοκρατορίας προσδοκώντας σέ ἐμπορικά, ἐδαφικά καί ὑλικά ὀφέλη, ὁπότε δέν μένουν ἀσυγκίνητοι οἱ σταυροφόροι τῆς Δ’ σταυροφορίας, ὅταν ὁ Ἀλέξιος Δ’ Ἄγγελος, γυιός τοῦ ἔκπτωτου αὐτοκράτορα Ἰσαακίου Β’, διεκδικώντας τόν θρόνο ἀπό τόν θεῖο του Ἀλέξιο Γ’, ζητάει τήν βοήθειά τους. Οἱ σταυροφόροι πράγματι, ἀνταποκρινόμενοι στό κάλεσμα, καταλαμβάνουν τήν Πόλη καί καταλύουν τήν Βυζαντινή αὐτοκρατορία. Τρία ὅμως ἑλληνικά κράτη σχηματίζονται τά ὁποῖα συνεχίζουν νά κρατοῦν ἐλεύθερα κάποια τμήματα τῆς αὐτοκρατορίας (Αὐτοκρατορία τῆς Τραπεζούντας, Αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας, Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου).
Σύμφωνα μέ τό Χρονικό τοῦ Μορέως (Γαλλική, Ἀραγωνική, Ἑλληνική παραλλαγή, στίχοι 1400 κ.ἑ.), ἡ κατάκτηση τῆς Πελοποννήσου ἄρχισε ἀπό τόν Γουλιέλμο Σαμπλίττη (De Champlitte), ὁ ὁποῖος κατέκτησε πρῶτα τήν Πάτρα, τήν περιοχή τῆς Ἀχαΐας, τήν Ἀνδραβίδα, τό Ἄργος καί ἐν συνεχείᾳ πολιόρκησε τό Ναύπλιο καί τήν Κόρινθο, ὅπου συνάντησε τήν ἰσχυρή ἀντίσταση τῶν δυνάμεων τοῦ ἄρχοντα τῆς περιοχῆς Λέοντος Σγουροῦ, πού ὑπεράσπιζε αὐτά τά φρούρια. Ὁ Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουΐνος, μαθαίνοντας ὅτι ὁ Σαμπλίττης βρισκόταν στό Ναύπλιο, κατευθύνθηκε ἀπό τήν ἠπειρωτική Ἑλλάδα μαζί μέ στρατό καί ἱππότες γιά νά συμπράξει.
Ὁ ἱστορικός Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουΐνος (2) ἀναφέρει διαφορετική ἐκδοχή γιά τόν ὁμώνυμο ἀνηψιό του. Μᾶς παραδίδει τήν πληροφορία ὅτι ὁ Βιλλεαρδουΐνος βρισκόταν στήν Συρία ὅταν ἔμαθε γιά τήν κατάληψη τῆς Κων/πολης (1204), καί ἀποφάσισε μέ τά πλοῖα του νά πλεύσει στήν Πόλη. Ὅμως οἱ ἄνεμοι τοῦ στάθηκαν ἐνάντιοι καί ἔτσι βρέθηκε στήν Μεθώνη, ὅπου ἀναγκάσθηκε νά μείνει ἐκεῖ γιά τόν χειμῶνα, μόνος μέ τόν στρατό του σέ ἔδαφος ἐχθρικό.
Τότε, κάποιος Ἕλληνας τοπικός ἄρχοντας τοῦ πρότεινε νά συνεργασθοῦν καί μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Βιλλεαρδουΐνος ἀπέκτησε κάποιο τοπικό στήριγμα. Ὁ Βιλλεαρδουΐνος δέν ἀναφέρει τό ὄνομα τοῦ Ἕλληνα ἄρχοντα, ὡστόσο ὁ Σ. Λάμπρου ὑποθέτει κάποιον ἀπό τίς οἰκογένειες τῶν Μελισσηνῶν ἤ τῶν Καντακουζηνῶν (3). Ὁ Longnon (4) εἰκάζει πώς ἦταν ὁ Ἰωάννης Καντακουζηνός. Ὅποιος καί νά ἦταν, θά πρέπει νά ἀνῆκε σέ μία ἀπό τίς δύο ἰσχυρές ἀρχοντικές οἰκογένειες τῆς περιοχῆς, τούς Μελισσηνούς ἤ τούς Καντακουζηνούς. Ἀργότερα, ὅπως πάντοτε λέγει ὁ Βιλλεαρδουΐνος (La Conquete, παρ. 325 κ.ἑ.), ὁ ἄρχοντας αὐτός τόν ἐγκατέλειψε, οἱ ντόπιοι ἐξεγέρθησαν καί ὁ Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουΐνος εὑρισκόμενος σέ δυσχερῆ θέση, μέ μερικούς ἱππότες του κατευθύνεται στό Ναύπλιο γιά νά συναντήσει τούς Φράγκους τοῦ Σαμπλίττη.
Ὅπως φαίνεται ἀπό τήν μαρτυρία τοῦ Βιλλεαρδουΐνου, ὑπάρχει ἡ διαφοροποίηση σέ σχέση μέ τήν πληροφορία τοῦ Χρονικοῦ τοῦ Μορέως, πώς δηλ. ἡ κατάκτηση τῆς Πελοποννήσου ξεκίνησε ἀπό τήν Ἀχαΐα. Ὁ Βιλλεαρδουΐνος σαφῶς ἀναφέρει ὅτι ἡ φράγκικη κατάκτηση ἄρχισε ἀπό τήν Μεσσηνία, τήν Μεθώνη, καί ἀπό τόν ὁμώνυμο ἀνηψιό του. Δέν ἔχουμε σοβαρούς λόγους νά ἀμφιβάλουμε γιά τήν πληροφορία του, καθώς ἡ ἱστορική του ἀφήγηση εἶναι ἀξιόπιστη, σύγχρονη τῶν γεγονότων καί ἀκόμη εἶναι ἀπίθανο νά φαντασθοῦμε ὅτι σφάλλει γιά κάτι τόσο σημαντικό, ὅταν λάβουμε ὑπόψη μας ὅτι τό πρωταγωνιστικό ἱστορικό πρόσωπο ἦταν συγγενής του καί ἔτσι εὔκολα θά μποροῦσε νά λάβει ἀσφαλῆ γνώση τῶν γεγονότων ὁ συγγραφέας.
Στήν συνέχεια ὁ Βιλλεαρδουΐνος ἀναφέρει πώς ὁ ἀνηψιός του πῆγε στό Ναύπλιο νά συναντήσει τόν Σαμπλίττη, πληροφορία πού συμφωνεῖ μέ τό Χρονικό τοῦ Μορέως πού ὁμιλεῖ γιά συνάντηση τῶν δύο ἀνδρῶν στό Ναύπλιο. Σύμφωνα μέ τό Χρονικό τοῦ Μορέως (στ. 1590-1602), ὁ Βιλλεαρδουΐνος πρότεινε στόν Σαμπλίττη νά λύσει τήν πολιορκία καί νά βαδίσουν πρός τήν Δυτική Πελοπόννησο, ὅπου τό ἔδαφος εἶναι πεδινό καί ἡ κατάκτηση εὐκολότερη. Ἡ πρότασή του ἔγινε δεκτή καί, ἀφοῦ οἱ Φράγκοι μαζεύθηκαν στήν Ἀνδραβίδα, κινήθηκαν πρός τήν περιοχή τῶν Σκορτῶν, ὅπου τό κάστρο Ἀράχλοβο, πού τό κατέλαβαν παρ᾿ ὅλη τήν σθεναρή ἀντίσταση τοῦ Δοξαπατρῆ Βουτσαρᾶ. Τήν κατάληψη τοῦ Ἀραχλόβου ἀπό ὅλες τίς παραλλαγές τῶν Χρονικῶν, μόνον ἡ Ἀραγωνική τήν ἀναφέρει (5) πρίν ἀπό τήν διεξαγωγή τῆς μάχης στούς Καπησκιάνους.
ΜΕΡΟΣ Β’
Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΡΑΓΚΟΥΣ
Ἀρχιμ. Κύριλλος
Ἀφοῦ λοιπόν, στό Α’ μέρος δόθηκε τό ἱστορικό περίγραμμα ὅσων προηγήθηκαν τῆς κατάκτησης τῆς Μεσσηνίας ἀπό τούς Φράγκους, στοιχεῖα ἀπαραίτητα γιά τήν ἔνταξη τοῦ κυρίως θέματος τόσο χρονολογικά ὅσο καί στίς ἱστορικές συνθῆκες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἡ μετάβαση στίς ἀπαρχές τῆς φραγκοκρατίας τοῦ μεσσηνιακοῦ χώρου ἔρχεται ὁμαλά στήν φυσιολογική της σειρά καί στίς σελίδες πού ἀκολουθοῦν χωρίς ὁ ἀναγνώστης νά εἰσάγεται ἀπότομα στό θέμα τῆς μεσσηνιακῆς κατάκτησης, ἀφοῦ ἔχει ἤδη πληροφορεῖ γιά τά γεγονότα πού ὁδήγησαν σέ αὐτήν. Στό κλείσιμο τοῦ Α’ μέρους ἡ ἐξιστόρηση τῶν συμβάντων εἶχε φθάσει στό σημεῖο πού οἱ Φράγκοι ἦσαν ἕτοιμοι νά εἰσέλθουν στήν Μεσσηνία.
Πρῶτος σταθμός στήν πορεία τους τό φρούριο τῆς Ἀρκαδίας (Κυπαρισσίας). Ἐπειδή δέν ὑπῆρχε λιμάνι κατάλληλο γιά νά προσαράξουν τά πλοῖα τῶν Φράγκων, ἀποφάσισαν νά μήν μείνουν. Γιατί, σύμφωνα μέ πρόταση τοῦ Βιλλεαρδουΐνου (Χρονικό Μορέως στ. 1662-1670), οἱ Φράγκοι στήν πορεία τους θά πέρναγαν ἀπό τά φρούρια ἐκεῖνα τά παραλιακά (Κορώνη, Μεθώνη, Καλαμάτα), πού θά μποροῦσαν νά χρησιμοποιήσουν τά λιμάνια τους, καί μέ τά πλοῖα τους νά ἀποκόψουν τόν ἐφοδιασμό τῶν ὑπερασπιστῶν τῶν φρουρίων. Μερικοί μόνον στρατιῶτες ἐπιτέθηκαν σέ ντόπιους πού βρίσκονταν ἐκτός τῶν τειχῶν. Οἱ ὑπόλοιποι πρόλαβαν νά καταφύγουν στό φρούριο τῆς Ἀρκαδίας (Κυπαρισσίας, Χρονικό Μορέως στ. 1685-1689).
Τό Γαλλικό Χρονικό τοῦ Μορέως εἶναι τό μόνο πού μᾶς δίδει τήν ἐνδιαφέρουσα πληροφορία πῶς στήν συνέχεια οἱ Φράγκοι κατέλαβαν καί τήν Πύλο (Port de Junch τήν ὀνομάζει τό Chronique, παρ. 110).
Σύμφωνα μέ τίς ἄλλες παραλλαγές τῶν Χρονικῶν, οἱ Φράγκοι μετά τήν Κυπαρισσία κατευθύνθηκαν πρός τήν Μεθώνη (Μοθώνη ἀναφέρεται σέ διάφορα χωρία, ἐνῶ ἀλλοῦ λ.χ. παρ. 329 τήν γράφει ὡς Mouton) καί βρῆκαν »τό κάστρον ἦταν ἔρημον καί ὅλον χαλασμένον» διότι τό εἶχαν καταγράψει πρωτύτερα οἱ Βενετοί (7), καθώς εἶχε γίνει κέντρο Ἑλλήνων πειρατῶν πού παρενοχλοῦσαν τά βενετσιάνικα πλοῖα (Χρονικό Μορέως στ. 1690-1694). Ἀλλά καί ὁ Βιλλεαρδουΐνος (La Conquete, παρ. 329) ἀναφέρει γιά τά τείχη τῆς Μεθώνης πώς ἦσαν γκρεμισμένα. Ἑπόμενο φρούριο πού συνάντησαν ἦταν αὐτό τῆς Κορώνης, τό ὁποῖο, ἄν καί »ἀχαμνό ἀπό τείχεα καί πύργους» προέβαλε ἀντίσταση. Οἱ Φράγκοι ἀναγκάσθηκαν νά βάλλουν κατά τοῦ φρουρίου μέ τριμπουτσέτα (εἶδος πολεμικῆς βλητικῆς μηχανῆς). Οἱ Κορωναῖοι τότε παραδόθηκαν μέ τόν ὅρο νά γίνουν σεβαστά τά σπίτια τους, ὅρος πού ἔγινε ἀποδεκτός. Ὁ Βιλλεαρδουΐνος ἐγκατέστησε φράγκικη φρουρά καί φρούραρχο (Χρονικό Μορέως στ. 1696-1710 καί Chronique, παρ. 111).
Τήν ἄλλη μέρα, κατευθύνθηκαν πρός τήν Καλαμάτα, ὅπου βρῆκαν φρούριο ἀνίσχυρο, »ὡς μοναστήρι ἦταν», καθώς λέγει τό Χρονικό, καί τό κατέλαβαν (Χρονικό Μορέως στ. 1711-1714, Chronique, παρ. 113). Ἀξίζει νά σημειωθεῖ πάντως ὅτι ὁ Βιλλεαρδουΐνος (La Conquete παρ. 330) μαρτυρεῖ πώς τό κάστρο τῆς Καλαμάτας ἦταν ἰσχυρό καί ἡ πολιορκία του διήρκεσε. Ἀλλά μᾶλλον ὀφείλουμε νά δεχθοῦμε πώς ὁ Φράγκος ἱστορικός σφάλλει, καθώς ἡ Καλαμάτα βρίσκεται σέ πεδινό, ἀνοιχτό μέρος, γεγονός πού καθιστά τό φρούριό της ἀρκετά εὐκολοπρόσβλητο.
Ὅταν οἱ Ἕλληνες ἔμαθαν τό πόσο εἶχαν προχωρήσει οἱ Φράγκοι κατακτητές, ἀποφάσισαν νά τούς ἀντιμετωπίσουν. Μαζεύθηκαν λοιπόν Ἕλληνες μαχητές ἀπό τίς πόλεις Νικλί καί Βελιγοστή (τῆς Ἀρκαδίας), ἀπό τήν περιοχή τῆς Λακεδαίμονος καί τά χωριά τοῦ Λάκκου τῆς Μεσσηνίας, καθώς καί Σλάβοι Μηλιγκοί ἀπό τόν Ταΰγετο, σύνολο 4.000 πεζοί καί ἱππεῖς, καί στρατοπέδευσαν στόν Χρυσορέα (Χρονικό Μορέως στ. 1715-1725).
Ἀλλά καί οἱ Φράγκοι, ὅταν πληροφορήθηκαν τήν συνάθροιση τῶν Ἑλλήνων μαχητῶν στόν Χρυσορέα, κινήθηκαν πρός τό ἴδιο μέρος »καί πόλεμον ἐδώκασιν οἱ Φράγκοι καί οἱ Ρωμαῖοι» (Χρονικό Μορέως στ. 1729). Ἡ μάχη δόθηκε ὄχι στόν Χρυσορέα, ἀλλά στήν θέση Καπησκιάνους, στόν »Κούντουρα ἐλαιῶνα» ὅπως ἀλλοιῶς τήν ὀνομάζει τό Χρονικό τοῦ Μορέως, καθώς οἱ Φράγκοι πέτυχαν νά παρασύρουν τούς Ἕλληνες σέ ἀνοιχτό πεδίο (στό »Κούντουρα ἐλαιῶνα») καί νά τούς νικήσουν κατά κράτος, φονεύοντας ἀρκετούς ἀντιπάλους τους. Οἱ Φράγκοι ἀριθμοῦσαν στήν μάχη μόνο 700 μαχητές (8).
Καί ὁ Βιλλεαρδουΐνος ἐπίσης μνημονεύει τήν μάχη. Οἱ ἀριθμοί πού ἀναφέρει γιά τίς δύο ἀντίπαλες δυνάμεις, ἄν καί διαφέρουν ἀπό τούς ἀντίστοιχους ἀναφερόμενους στό Χρονικό, βρίσκονται στά ἴδια περίπου ἐπίπεδα (τό Χρονικό δίνει 4.000 Ἕλληνες καί 700 Φράγκους, ὁ Βιλλεαρδουΐνος παραδίδει 5.000 γιά τούς Ἕλληνες καί 500 γιά τούς Φράγκους). Σύμφωνα μέ τήν ἀφήγηση τοῦ Βιλλεαρδουΐνου (La Conquete παρ. 328 κ.ἑ.) οἱ Φράγκοι, ξεκινώντας ἀπό τήν Μεθώνη, προχώρησαν σέ ἀπόσταση μίας ἡμέρας μέ τά ἄλογα, συναντήθηκαν μέ τούς Ἕλληνες, τούς ὁποίους καί νίκησαν θριαμβευτικά. Ὁ Βιλλεαρδουΐνος μᾶς παρέχει καί τήν πληροφορία ὅτι ἀρχηγός τῶν Ἑλλήνων ἦταν κάποιος Μιχάλης (Michalis, ὅ.π. παρ. 301). Εἶναι ἡ μόνη πηγή πού διασώζει τό ὄνομα τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν Ἑλλήνων. Πέραν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ (Michalis) περισσότερα συμπαγῆ στοιχεῖα πού νά μᾶς ὁδηγήσουν μέ βεβαιότητα στήν ἀναγνώριση κάποιου ἱστορικοῦ προσώπου καί τήν ταύτισή του μέ τόν Μιχάλη, ἀρχηγό τῶν Ἑλλήνων στήν μάχη τοῦ »Κούντουρα ἐλαιῶνα», δέν παρέχονται. Ὑπάρχει πάντα ἡ δυνατότητα νά ὑποθέσουμε κάποιον. Ὡστόσο, δέν μποροῦμε νά καταλήξουμε μέ βεβαιότητα βασιζόμενοι σέ ἕναν ὑποθετικό συλλογισμό.
Ἄλλο προβληματικό στοιχεῖο εἶναι ὁ χωρογραφικός ἐντοπισμός τοῦ πεδίου τῆς μάχης. Ἔχουν προταθεῖ διάφορες θέσεις, ἀκόμη καί ἐκτός τῆς Μεσσηνίας. Τό στοιχεῖο τοῦ Βιλλεαρδουΐνου ὅτι οἱ Φράγκοι ἀπό τήν Μεθώνη ὡς τήν τοποθεσία τῆς μάχης διήνυσαν ἀπόσταση μίας ἡμέρας ἔφιπποι, ἀρκεῖ γιά νά ἀποκλείσει τίς ἐκτός μεσσηνιακοῦ χώρου προταθεῖσες θέσεις. Μερικοί ἐρευνητές (9) παρασύρθηκαν ἴσως ἀπό τήν Ἰταλική παραλλαγή τοῦ Χρονικοῦ καί διατύπωσαν τήν γνώμη ὅτι ἡ μάχη ἔγινε στό ἀκρωτήριο Σκιένο [Capo Schieno στό Ἰταλικό Χρονικό, Καπησκιάνοι (;)], ὅμως δέν μπόρεσαν νά ἐντοπίσουν τέτοιο ἀκρωτήριο.
Ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ θέση πού προτείνει ὁ Μουνδρέας. Ξεκινώντας μέ δεδομένη τήν θέση στρατοπέδευσης τῶν Ἑλλήνων στόν Χρυσορέα (Χρονικό Μορέως στ. 1719) ὑποστηρίζει πώς τό τοπωνύμιο Χρυσορέας δηλώνει ποταμό χρυσοφόρο, πού κατεβάζει ψήγματα χρυσοῦ στήν ροή του. Ταυτίζει λοιπόν τόν Χρυσορέα μέ τόν σημερινό Ξερίλα ποταμό, πού χύνεται στόν Πάμισο [βλ. Μουνδρέα, ''Τοπωνυμικά τῆς Μεσσηνίας (στήν ἐποχή τῆς Φραγκοκρατίας), στά ''Πρακτικά τοῦ Α' Διεθνοῦς Συνεδρίου Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν'', Σπάρτη 1975, τ. Β', σελ. 184-185].
Ὅποιο ὅμως καί ἄν ἦταν τό πεδίο τῆς μάχης (πάντως μέσα στόν μεσσηνιακό χῶρο), τό ἀποτέλεσμά της ὑπῆρξε ἀποφασιστικό. Μέ αὐτήν τήν μόνη μάχη σέ ἀνοιχτό πεδίο, στούς Καπησκιάνους, ἑδραιώθηκε ὁριστικά ἡ φραγκική κυριαρχία στήν Μεσσηνία (1205).
Γιά νά ὁλοκληρωθεῖ ἡ κατάκτηση ὅμως, ἀπέμεινε νά κυριευθοῦν τά φρούρια τοῦ Ἀραχλόβου καί τῆς Ἀρκαδίας (Κυπαρισσίας). Ἔτσι, μετά τό νικηφόρο ἀποτέλεσμα στούς Καπησκιάνους, ὅμως μᾶς πληροφορεῖ τό Χρονικό τοῦ Μορέως, ὁ Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουΐνος συμβούλευσε τόν Σαμπλίττη νά καταλάβουν τό Ἀράχλοβο (ὅπως καί ἔγινε, Χρονικό Μορέως στ. 1756-1765) (10). Τό φρούριο τῆς Ἀρκαδίας πολιορκήθηκε μέν, ἀλλά προέβαλε ἰσχυρή ἀντίσταση, διότι ἦταν καλά ὀχυρωμένο καί εἶχε πύργο ἀπό τήν κλασσική περίοδο, ἀπό τήν »ἐποχή τῶν Ἑλλήνων», ὅπως χαρακτηριστικά γράφει τό Χρονικό. Οἱ Φράγκοι ἀναγκάσθηκαν νά χρησιμοποιήσουν »τριπουτσέτα» καί »τζογρατάρους». Οἱ Ἀρκαδινοί τελικά παρέδωσαν τό φρούριο μέ τόν ὅρο νά γίνουν σεβαστά τά σπίτια, οἱ ζωές καί οἱ περιουσίες τους (Χρονικό Μορέως στ. 1765-1790, Γαλλικό Χρονικό παρ. 115).
Τό 1205 ἡ Μεσσηνία βρίσκεται ὑπό φραγκική κυριαρχία, ὅπως ἄλλωστε καί τό πιό μεγάλο μέρος τῆς Πελοποννήσου, ἄν ἐξαιρέσουμε ὁρισμένες περιοχές λ.χ. τήν Μονεμβασιά, τό Ναύπλιο καί τήν Κόρινθο.
(ἀπό τήν κατάκτηση τό 1204 ὡς τό 1262)
ΜΕΡΟΣ Γ’
ΕΔΡΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΜΕΣΣΗΝΙΑ
Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΩΣ ΤΟ 1262 (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑΣ)
Ἀρχιμ. Κύριλλος
Μόνο δύο μέρες μετά τήν παράδοση τοῦ φρουρίου τῆς Ἀρκαδίας (Κυπαρισσίας), μαντατοφόροι ἔφθασαν στόν Γουλιέλμο Σαμπλίττη φέρνοντάς του τήν εἴδηση πώς ὁ ἀδελφός του στά μέρη τῆς Γαλλίας πέθανε ἄκληρος καί ἑπομένως ὁ ἴδιος ἔπρεπε νά τόν διαδεχθεῖ. Ἔτσι, ὁ Σαμπλίττης ἀνεχώρησε γιά τήν Γαλλία ἀφήνοντας τόν στρατό του καί τήν κατακτημένη περιοχή στόν Γοδεφρίδο Βιλλεαρδουΐνο. Εἰδικότερα στόν Βιλλεαρδουΐνο παραχώρησε τήν Καλαμάτα καί τήν Ἀρκαδία μέ τήν περιοχή της (11).
Ὁ Βιλλεαρδουΐνος εἶχε ἄμεσα ζητήματα νά ἀντιμετωπίσει, τίς σχέσεις μέ τούς Βενετούς καί τήν διοικητική ὀργάνωση τῆς κατακτημένης περιοχῆς. Ἐκείνη τήν περίοδο οἱ σχέσεις του μέ τούς Βενετούς ἦσαν ἐχθρικές, διότι οἱ τελευταῖοι εἶχαν ἀποσπάσει μέ ἐχθροπραξίες ἀπό τούς Φράγκους τήν Μεθώνη καί τήν Κορώνη τά ἔτη 1206-1207. Τά δύο μέρη τελικά κατέληξαν σέ συμφωνία, πού ἐπικυρώθηκε μέ τήν συνθήκη τῆς Σαπιέντζας (1209), πού συντάχθηκε στήν ὁμώνυμη νησίδα ἀπέναντι ἀπό τήν Μεθώνη. Μέ τήν συνθήκη αὐτή ὁ Βιλλεαρδουΐνος ἀναγνώριζε τήν βενετική κυριαρχία στήν Μεθώνη καί τήν Κορώνη (μέ τίς περιοχές τους), παραιτοῦνταν τῶν διεκδικήσεών του ἐπ᾿ αὐτῶν, καί ἐπίσης παραχωροῦσε ἐλευθερία στίς ἐμπορικές δραστηριότητες τῶν Βενετῶν, καί τό δικαίωμα τῶν τελευταίων νά ἔχουν τίς δικές τους Ἐκκλησίες καί ἀποθῆκες σέ κάθε πόλη.
Ἐνῶ τό Χρονικό τοῦ Μορέως ἀναφέρει τήν παραχώρηση τῶν δύο πόλεων στούς Βενετούς (12), τήν συνδέει μέ τήν βοήθεια πού προσέφεραν οἱ Βενετοί μέ τά πλοῖα τους στόν Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο, τόν γυιό τοῦ Γοδεφρίδου, γιά τήν κατάκτηση τῆς Κορίνθου, τοῦ Ναυπλίου, τοῦ Ἄργους καί τῆς Μονεμβασιᾶς, γεγονότα ὅμως πού συνέβησαν ἀργότερα (1246-1250). Κάπου τό Χρονικό συγχέει τά δύο γεγονότα καί ἐμφανίζεται νά ἔχει ἀναχρονισμούς.
Τό ἄλλο μεγάλο ζήτημα πού ἐπεῖγε καί εἶχε νά ἀντιμετωπίσει ὁ Βιλλεαρδουΐνος ἦταν ἡ διοίκηση τοῦ φραγκικοῦ Μορέως. Ὁ Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουΐνος κάλεσε συνέλευση τῶν Φράγκων στήν Ἀνδραβίδα, ὥστε νά ὀργανωθεῖ διοικητικά ἡ κατακτημένη περιοχή. Δύο κυρίως παραμέτρους ἔλαβαν ὑπ᾿ ὄψιν τους, τό ἀντίστοιχο φεουδαρχικό σύστημα ποῦ ἐπικρατοῦσε στήν χώρα τους (Γαλλία), τό ὁποῖο χρησίμευσε ὡς πρότυπο γιά τήν διοικητική διαίρεση τοῦ Μορέως, καί τήν πραγματικότητα πού δέν ἦταν δυνατόν νά ἀγνοηθεῖ, πώς βρίσκονταν αὐτοί οἱ ὀλιγάριθμοι Φράγκοι κυρίαρχοι μίας ξένης περιοχῆς, πάντοτε ἀναγκασμένοι νά εἶναι σέ στρατιωτική ἑτοιμότητα.
Ἡ Πελοπόννησος διαιρέθηκε σέ δώδεκα βαρωνίες, καί κάθε βαρωνία σέ μικρότερα φέουδα (»φέη» ἀναφέρονται στό Χρονικό τοῦ Μορέως), τά ὁποῖα διανεμήθηκαν στούς Ἱππότες, τήν Καθολική Ἐκκλησία καί τούς ὑποτελεῖς (λίζιους) στούς βαρώνους. Ἱδρύθηκαν ἐπίσης ἀρχιεπισκοπή στήν Πάτρα μέ Λατίνο Ἀρχιεπίσκοπο καί Ἔξαρχο Ἀχαΐας, ἐπισκοπές, ἑπτά βαρωνίες ἐκκλησιαστικές μέ κληρικούς βαρώνους. Κάθε ἐκκλησιαστική βαρωνία ἔλαβε ἀπό τέσσερα τιμάρια. Δόθηκαν ἐπίσης τιμάρια στά ἱπποτικά τάγματα τῶν Τευτόνων καί τῶν Ἰωαννιτῶν.
Εἰδικότερα, ὅσον ἀφορᾶ τήν Μεσσηνία, αὐτή χωρίσθηκε σέ δύο βαρωνίες [Καλαμῶν καί Ἀρκαδίας (Κυπαρισσίας)] καί σέ δύο ἐπισκοπές μέ ἕδρες τήν Μεθώνη καί τήν Κορώνη. Καί οἱ ἕδρες τῶν ἱπποτικῶν ταγμάτων βρίσκονταν στήν περιοχή τῆς Μεσσηνίας, τῶν μέν Τευτόνων στήν Μοστενίτσα (κοντά στήν Καλαμάτα), τῶν δέ Ἰωαννιτῶν στήν Μεθώνη (Χρονικό Μορέως στ. 1903-1988). Οἱ βαρωνίες Καλαμῶν καί Ἀρκαδίας ἐπικυρώθηκαν στόν Βιλλεαρδουΐνο, ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίσθηκε καί βάϊλος τοῦ Μορέως (ἔτος 1209), ἀργότερα ἔγινε καί ἡγεμόνας. Τόν ἡγεμόνα πλαισίωναν οἱ βαρῶνοι, οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ λίζιοι, πού ἀποτελοῦσαν κούρτη (αὐλή) γύρω ἀπό αὐτόν (Χρονικό Μορέως στ. 2013-2016). Ἡ κούρτη λειτουργοῦσε ὡς συμβουλευτικό ὄργανο τοῦ ἡγεμόνα καί εἶχε ἐπίσης δικαστικές ἁρμοδιότητες (13).
Ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες γιά τό πῶς λειτουργοῦσε ἡ κούρτη μᾶς δίδει τό Χρονικό τοῦ Μορέως σέ διάφορα χωρία. Ὁ πρίγκηπας (ἡγεμόνας), γιά παράδειγμα, δέν μπορεῖ νά λάβει μόνος του τήν ἀπόφαση νά παραχωρήσει κάστρα ἤ τιμάρια πού ἀνήκουν σέ ἕναν ὑποτελῆ σέ κάποιον ἄλλον, χωρίς τήν συγκατάθεση τῶν βαρώνων (στ. 4280-4290), εἴτε ἡ ἀπάντηση τοῦ αἰχμάλωτου Γουλιέλμου, γυιοῦ τοῦ Βιλλεαρδουΐνου, στόν Ἕλληνα αὐτοκράτορα τῆς Νικαίας μετά τήν μάχη τῆς Πελαγονίας (θά ἀναφερθοῦμε στήν συνέχεια).
Στήν συνέλευση τῆς κούρτης (στόν »παρλαμά», parlament, Χρονικό Μορέως στ. 4402) προΐστατο ὁ λογοθέτης ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ ἡγεμόνα καί ἐνεργοῦσε ὡς πληρεξούσιός του ἔχοντας τό δικαίωμα νά ὑπογράφει συνθῆκες ἐν ὀνόματι αὐτοῦ. Ὁ ἡγεμόνας, ἄν παρίστατο ὁ ἴδιος, ἤ ὁ λογοθέτης ὡς πληρεξούσιός του, κρατοῦσε κατά τήν συνέλευση σκῆπτρο ὡς ἔμβλημα τῆς ἀρχῆς του (Χρονικό Μορέως στ. 7533-7552). Οἱ ὑποτελεῖς (λίζιοι) ὁρκίζονταν πίστη σέ αὐτόν, ἀναγνώριζαν καί τιμοῦσαν τήν ἀρχή του (ὅ.π., στ. 7880-7905). Εἶχαν ἐπίσης τήν ὑποχρέωση νά προσπαθήσουν νά ἀπελευθερώσουν τόν αἰχμαλωτισμένο τους ἡγεμόνα εἴτε πληρώνοντας τά λύτρα εἴτε παίρνοντας οἱ ἴδιοι τήν θέση του ἕως ὅτου νά συγκεντρωθεῖ τό ποσό (ὅ.π. στ. 7570-7580).
Οἱ στρατιωτικές ὑποχρεώσεις ὁρίσθηκαν ὡς ἑξῆς: ὅλοι οἱ ὑποτελεῖς θά στρατεύονταν γιά τέσσερις μῆνες, τέσσερις μῆνες θά ἔμεναν σέ φρούρια καί τούς ὑπολοίπους τέσσερις μῆνες στά σπίτια τους, πάντοτε ὅμως ἑτοιμοπόλεμοι νά προστρέξουν στό κάλεσμα τοῦ ἡγεμόνα. Ἀπό τίς στρατιωτικές ὑποχρεώσεις ἀπαλλάσσονταν οἱ ἱερωμένοι καί οἱ ἀνήκοντες σέ μοναχικά τάγματα (ὅ.π., στ. 1995-2000).
Στήν κατώτερη κοινωνική βαθμίδα βρίσκονταν οἱ δουλοπάροικοι, οἱ ὁποῖοι ἀνῆκαν στόν ἀφέντη τους, πού ἦταν ὁ μόνος πού μποροῦσε νά τούς ἐλευθερώσει. Πολλές φορές οἱ δουλοπάροικοι ἦσαν ὑποχρεωμένοι νά δουλεύουν γιά τήν Καθολική ἐκκλησία δίχως πληρωμη (14). Κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο διαρθρώθηκε κοινωνικά καί στρατιωτικά τό φραγκικό πριγκηπάτο τοῦ Μορέως (καί ἡ Μεσσηνία φυσικά πού μᾶς ἐνδιαφέρει εἰδικότερα).
Ὁ Βιλλεαρδουΐνος, γιά νά διασφαλίσει περισσότερο τήν μεσσηνιακή του ἐπικράτεια, ἐξεστράτευσε ἐναντίον τῆς Ἀρκαδίας καί τῆς Λακωνίας πολιορκώντας τά φρούρια τῶν Ἑλλήνων, Βελιγοστῆ, Νικλί καί τήν περιοχή τῆς Λακεδαίμονας. Οἱ Ἕλληνες ἄρχοντες συνθηκολόγησαν γιά νά διατηρήσουν τίς γαιοκτησίες τους (Χρονικό Μορέως, στ. 2017-2074). Ὁ Βιλλεαρδουΐνος ἐπίσης ἀντιμετώπισε ἐπιτυχῶς καί τίς ἐδαφικές δικδικήσεις τοῦ Ροβέρτου ἐξαδέλφου τοῦ Γουλιέλμου Σαμπλίττη, ὁ ὁποῖος ἀξίωνε τήν κληρονομία του ὡς διάδοχος τοῦ Σαμπλίττη. Πότε ἐρχόμενος σέ συνεννόηση μέ τούς Βενετούς, ὥστε οἱ τελευταῖοι νά μήν προσφέρουν πλοῖο στόν Ροβέρτο καί πότε ἀποφεύγοντας νά τόν συναντήσει μετακινούμενος συνεχῶς, πέτυχε νά κερδίσει χρόνο. Ὅταν τελικά οἱ δύο ἄνδρες συναντήθηκαν στήν Λακεδαίμονα, σέ συνέλευση οἱ Ἀρχιερεῖς καί οἱ »φλαουριαραῖοι» (ὅσοι δηλ. εἶχαν δικαίωμα νά φέρουν φλάμπουρο, σημαία βάσει τῶν τιμαρίων τους, βλ. Χρονικό Μορέως στ. 1980-1988) ἐξέτασαν τά ἔγγραφα τοῦ καθενός καί ἔκριναν πώς ὁ Βιλλεαρδουΐνος ἦταν ὁ νόμιμος διάδοχος τοῦ Σαμπλίττη, βάϊλος τοῦ Μορέως καί ἡγεμόνας (15). Στήν ἀπόφασή τους βάρυνε τό γεγονός ὅτι ὁ Βιλλεαρδουΐνος ἦταν »καλοϋπόληπτος εἰς ὅλους δικαιοκρίτης», »καλός καί φρόνιμος» (ὅ.π. στ. 2100-2105) καί οἱ Φράγκοι δέν ἤθελαν γιά ἡγεμόνα τους ἕναν ἄπειρο νεαρό, τήν στιγμή πού διέθεταν ἕναν ἔμπειρο ἡγέτη, ἀγαπητό σέ ὅλους.
Τό 1210 ὁ Βιλλεαρδουΐνος ἐμφανίζεται ὡς ἡγεμόνας (πρίγκηπας) τοῦ Μορέως, ἔχει στήν ἰδιοκτησία του τίς δύο μεσσηνιακές βαρωνίες Καλαμῶν καί Ἀρκαδίας (Κυπαρισσίας), μέ ἑδραιωμένη καί ἀδιαμφισβήτητη τήν κυριαρχία του στήν Μεσσηνία, χωρίς νά ὑπάρχει ἐλεύθερο φρούριο ἀπειλητικό τῆς ἐπικρατείας του σέ ἑλληνική κυριαρχία (πλήν τῆς Μονεμβασιᾶς) καί μέ συμμάχους τούς Βενετούς πού κατέχουν Μεθώνη καί Κορώνη. Ἡ ἱστορία τῆς Μεσσηνίας στά ἀμέσως ἑπόμενα χρόνια θά εἶναι στενά συνδεδεμένη μέ τήν οἰκογένεια τῶν Βιλλεαρδουΐνων καί τήν γενικότερη πορεία τοῦ πριγκηπάτου τοῦ Μορέως, τήν ὁποία συνακολουθεῖ.
Ὁ Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουΐνος ἄφησε δύο γυιούς, τόν Γοδεφρίδο Β’ καί τόν Γουλιέλμο, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἐπειδή γεννήθηκε στό φρούριο τῆς Καλαμάτας γι᾿ αὐτό τόν ἀποκαλοῦσαν Γουλιέλμο ντέ Καλαμάτα (ὅ.π. στ. 2445-2451). Ὅταν πέθανε ὁ Βιλλεαρδουΐνος (ἔτος 1218) »θρῆνος ἐγένετο πολύς εἰς ὅλον τόν Μορέα,/ διατί τόν εἶχαν ἀκριβόν, πολλά τόν ἀγαποῦσαν/ διά τήν καλήν του ἀφεντίαν τήν φρόνεσιν ὅπου εἶχεν»(ὅ.π. στ. 2462-2465). Τήν θέση τοῦ θανόντος ἡγεμόνα διαδέχθηκε ὁ γυιός του Γοδεφρίδος ὁ Β’, γιά τόν ὁποῖο τό Χρονικό τοῦ Μορέως ἐκφράζεται θετικά. Τόν χαρακτηρίζει ἄξιο καί ἱκανό ἡγέτη, ὅπως καί ὁ πατέρας του (στ. 2468-2472).
Καί πραγματικά ἦταν ἄξιος διάδοχος τοῦ πατέρα του. Ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Γοδεφρίδου Β’ οἱ βαρωνίες τῆς Μεσσηνίας καί ὅλο τό πριγκηπάτο τοῦ Μορέως γνωρίζουν τήν ἄνθηση. Συγκεντρώθηκε πλοῦτος καί δύναμη ἀξιόλογη. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι στήν αὐλή του διατηροῦσε μεγάλο ἀριθμό ἱπποτῶν (ὀγδόντα), στούς ὁποίους συχνά προσέφερε πλούσια δῶρα (16).
Ὁ Γοδεφρίδος ὁ Β’ ἦλθε σέ σύγκρουση μέ τούς Λατίνους ἐπισκόπους καί τόν Καθολικό κλῆρο κατηγορώντας τους ὅτι δέν συνέβαλαν ἀρκετά στήν ἀντιμετώπιση τῶν Ἑλλήνων. Συγκέντρωσε μάλιστα τά ἔσοδα τῶν ἐκκλησιαστικῶν φέουδων καί ἔχτισε ἰσχυρό φρούριο στό Χλομούτσι, δυτικά τῆς Γλαρέντζας (στήν περιοχή τῆς Ἠλείας). Ἔκοψε ἐπίσης καί δικό του νόμισμα (Χρονικό Μορέως στ. 2631-2657). Ἀργότερα ὅμως, ἦλθε σέ συμφωνία μέ τήν Καθολική ἐκκλησία καί τῆς ἔδωσε προνόμια. Συμφωνήθηκε οἱ ἐπισκοπές (καί τοῦτο μᾶς ἐνδιαφέρει εἰδικότερα γιά τίς δύο μεσσηνιακές ἐπισκοπές τῆς Μεθώνης καί τῆς Κορώνης) νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τίς εἰσφορές καί ἀπό κάθε δικαστική ὑποχρέωση, καί νά λάβουν ὅλα τά κτήματα πού ἀνῆκαν προηγουμένως στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησία. Ὁ ἴδιος ὁ ἡγεμόνας τοῦ Μορέως κράτησε τήν κινητή ἐκκλησιαστική περιουσία, μέ τόν ὅρο νά καταβάλλει ἐτησίως ἕνα ποσό ὡς πληρωμή (ὅ.π. στ. 2658 κ.ἑ.) (17).
Χάρη στήν οἰκονομική του ἰσχύ ὁ Γοδεφρίδος Β’ μπόρεσε νά προσφέρει στρατιωτική καί οἰκονομική στήριξη στόν Λατίνο αὐτοκράτορα τῆς Κων/πολης, Βαλδουΐνο Β’, ὅταν ὁ τελευταῖος ἀπειλοῦνταν ἀπό τήν ἑλληνική αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας. Σέ ἀντάλλαγμα, ὁ Βαλδουΐνος Β’ τοῦ παραχώρησε τό Δουκάτο τοῦ Αἰγαίου (1236). Ὅλες οἱ παραπάνω πληροφορίες τοῦ Χρονικοῦ ἀποτελοῦν στοιχεῖα εὔγλωττα τῆς ἀκμῆς τοῦ πριγκηπάτου τοῦ Μορέως. Ἀνάλογη ἀκμή γνωρίζει καί ἡ Μεσσηνία ὡς ἀποτελοῦσα προσωπική ἰδιοκτησία τοῦ Γοδεφρίδου Β’ Βιλλεαρδουΐνου.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Γοδεφρίδου Β’, οἱ βαρωνίες Καλαμῶν καί Ἀρκαδίας (Κυπαρισσίας) καί τό πριγκηπάτο τοῦ Μορέως (στό ὁποῖο περιλαμβάνονταν οἱ μεσσηνιακές βαρωνίες), περιῆλθαν στόν Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο, διάδοχο καί ἀδελφό τοῦ Γοδεφρίδου Β’ (1246). Ἡ περίοδος τῆς ἡγεμονίας του συμπίπτει μέ τήν μεγαλύτερη ἀκμή τῆς Φραγκοκρατίας στήν Πελοπόννησο, ἀλλά καί μέ τήν ἀρχή τῆς παρακμῆς της. Στά χρόνια τοῦ Γουλιέλμου ὁλοκληρώθηκε ἡ φραγκική κατάκτηση ὁλόκληρης τῆς Πελοποννήσου. Ἐπί Γουλιέλμου ὅμως οἱ Βυζαντινοί, μετά τήν μάχη τῆς Πελαγονίας, ἀπέκτησαν ἕνα τμῆμα τῆς νοτίου Πελοποννήσου καί σταδιακά κατόρθωσαν οἱ Παλαιολόγοι νά διαλύσουν τό πριγκηπάτο τοῦ Μορέως. Ἡ ἐξέλιξη τῶν γεγονότων ἀκολούθησε μία πορεία πού περιγράφεται στήν συνέχεια.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Γοδεφρίδου Β’, ὁ Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος ἔγινε ἡγεμόνας τοῦ πριγκηπάτου τοῦ Μορέως, ὁ τρίτος κατά σειράν ἀπό τήν οἰκογένεια τῶν Βιλλεαρδουΐνων. Ἦταν ἄνθρωπος ἐπιδέξιος, φρόνιμος, φιλάνθρωπος καί ὅλοι τόν ἀγαποῦσαν (Χρονικό Μορέως στ. 2756-2762). Εἶχε γεννηθεῖ στήν Καλαμάτα καί μιλοῦσε τήν ἑλληνική γλῶσσα ὡς μητρική (ὅ.π. στ. 4130). Ὁ Γουλιέλμος ἐκτέλεσε τήν ἐπιθυμία τοῦ ἀδελφοῦ καί ἔκτισε μία Ἐκκλησία γιά νά ἀναπαυθοῦν τά σώματα τῶν δύο Γοδεφρίδων Βιλλεαρδουΐνων, πατέρα καί γυιοῦ (ὅ.π. στ. 2735-2747). Πρόκειται γιά τήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου στήν Ἀνδραβίδα, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ γαλλική παραλλαγή τοῦ Χρονικοῦ.
Τήν περίοδο ἐκείνη οἱ Ἕλληνες σέ ὅλη τήν Πελοπόννησο εἶχαν ὑπό τήν κυριαρχία τους τέσσερα φρούρια: τήν Μονεμβασιά, τήν Κόρινθο, τό Ναύπλιο καί τό Ἄργος, τά ὁποία ἔχοντας λιμάνια, ἀνεφοδιάζονταν ἀπό τόν αὐτοκράτορα τῆς Νικαίας (ὅ.π. στ. 2763-2769). Ὁ Γουλιέλμος ἦλθε σέ συμφωνία μέ τούς Βενετούς παραχωρώντας τους ἐμπορικά δικαιώματα (18), τόν Μέγα Δούκα τῶν Ἀθηνῶν Δελαρός, τόν Δούκα τῆς Νάξου καί ἄλλους Φράγκους ἄρχοντες τῶν νησιῶν (ὅ.π. στ. 2770-2800). Οἱ Βενετοί ἀπό θαλάσσης καί οἱ Φράγκοι ἀπό ξηρᾶς πολιορκοῦν καί ἐξαναγκάζουν σέ παράδοση κατά σειράν τήν Κόρινθο, τό Ναύπλιο, τό Ἄργος καί τήν Μονεμβασιά (τρία χρόνια κράτησε ἡ πολιορκία της).
Αὐτό πού εἰδικότερα ἀφορᾶ τόν μεσσηνιακό χῶρο εἶναι ὅτι ὁ Γουλιέλμος ὑποτάσσοντας τήν Μονεμβασιά στήν ἀρχή καί χτίζοντας στήν συνέχεια τά φρούρια τοῦ Μυστρᾶ, τῆς Μάϊνας (Μάνης) καί τοῦ Λεύτρου (Beaufort στά γαλλικά) γιά νά ἐλέγχει τούς ἀνυπότακτους Σλάβους Μηλιγκούς τοῦ Ταϋγέτου, πέτυχε νά ἐξαλείψει τήν ἀπειλή τῶν Ἑλλήνων καί κάθε πηγή παρενοχλήσεων (ἀπό Ἕλληνες, Σλάβους) πού μποροῦσαν νά τοῦ προξενήσουν προβλήματα στήν Λακωνία καί τήν ἀνατολική πλευρά τῆς Μεσσηνίας (19).
Μέσα στήν τετραετία 1246-1250 ὁ Γουλιέλμος καθυπέταξε καί τά τελευταῖα ἑλληνικά φρούρια. Τό πριγκηπάτο τοῦ Μορέως γνωρίζει περίοδο ἀκμῆς. Ὁ Γουλιέλμος κόβει καί κυκλοφορεῖ δικό του νόμισμα. Ἐπίσης πολλά κάστρα φραγκικά χτίζονται ἤ ἐπισκευάζονται καί ἐνισχύονται τά προϋπάρχοντα. Κάθε ἄρχοντας βαρῶνος ἤ ἱππότης χτίζει τό δικό του φρούριο μέ ἀποτέλεσμα νά γεμίσει ὁ Μοριᾶς φράγκικα κάστρα. Πολλοί ἐπίσης Φράγκοι ἐγκαταλείπουν τό γαλλικό τους προσωνύμιο καί λαμβάνουν τό ἑλληνικό τῆς περιοχῆς πού τούς ἀνήκει (π.χ. ὁ Γουλιέλμος καλεῖται ντέ Καλαμάτα, ὅ.π. στ. 3145-3170).
Στήν Μεσσηνία τό φρούριο τῆς Ἀρκαδίας (Κυπαρισσίας) ἐπισκευάζεται καί στό ἀρχαῖο ἑλληνικό κτίσμα προστίθενται φράγκικοι πύργοι (σημ=τό φρούριο αὐτό θά δοθεῖ τό 1262 ἀπό τόν Γουλιέλμο στόν Βιλαίν ντ᾿ Ὠνονά, πρωτοστράτορα τῆς Ρωμανίας, δηλ. τῆς Λατινικῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Κων/πολης, ὁ ὁποῖος μετά τήν κατάληψη τῆς Κων/πολης ἀπό τούς Ἕλληνες θά πάει στήν Πελοπόννησο, ὅ.π. στ. 8462). Ἐπίσης ἐπισκευάζονται καί τό Σιδηροκάστρο πού χτίσθηκε ἀπό τόν Γοδεφρίδο Βιλλεαρδουΐνο τό 1210, καί τό φρούριο τῆς Ἀνδρούσας, πού τό ἔχτισε ὁ Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος τό 1250 (ὅπως ἀναφέρεται στό Ἀραγωνικό Χρονικό τοῦ Μορέως ὅτι ἀνήκουν στήν Καστελανία τῆς Καλαμάτας). Γιά τό φρούριο τῆς Ἀνδρούσας πού βρισκόταν στά δυτικά τῆς πεδιάδας τῆς Μεσσηνίας, ἀπέναντι ἀπό τήν Ἰθώμη, ἀξίζει νά ἀναφερθεῖ ὅτι ἀποτελοῦσε τήν ἕδρα ἑνός ἀπό τά δύο δικαστήρια τῆς Βαρωνίας τῶν Καλαμῶν (20).
Οἱ Βενετοί ἐπίσης ἐπισκευάζουν καί ἐνισχύουν τά ἤδη ὑπάρχοντα μισοερειπωμένα καί ἀδύναμα φρούρια τῆς Μεθώνης καί τῆς Κορώνης. Οἱ δύο αὐτές πόλεις τελικά θά ἐξελιχθοῦν σέ μεγάλα κέντρα καί λιμάνια ἐμπορικά, καθώς βρίσκονται στό πέρασμα πρός τήν Ἀνατολική Μεσόγειο καί τό ἐλέγχουν. Κανένα πλοῖο δέν μπορεῖ νά περάσει ἀπαρατήρητο ἀπό τούς Βενετούς. Ἀκόμη, ἡ Μεθώνη καί ἡ Κορώνη θά ἀποτελέσουν πόλεις σταθμούς ταξιδίου γιά τούς πιστούς προσκυνητές τῶν Ἁγίων Τόπων.
Ἀλλά καί μετά τούς Βιλλεαρδουΐνους καί καθ᾿ ὅλην τήν Φραγκοκρατία καί Βενετοκρατία χτίζονται φρούρια. Γιά παράδειγμα τό φρούριο τοῦ Γαρδικίου, πού χτίσθηκε μεταξύ τοῦ 1264 καί 1292 πάνω στά ἐρείπια τῆς ἀρχαίας Ἀμφείας, στά ὅρια Μεσσηνίας-Ἀρκαδίας καί ἄλλα πολλά, τά ὁποῖα δέν ἀποτελοῦν ἀντικείμενο τῆς παρούσης ἐργασίας (21).
Ὁ Γουλιέλμος, γιά νά ἐπανέλθουμε στό πρόσωπό του, δέν ἀρκεῖται στήν κατοχή τοῦ Μοριᾶ. Οἱ βλέψεις καί οἱ φιλοδοξίες του ἐκτείνονται πολύ μακρύτερα καί φθάνουν, εἰδικά μετά τόν γάμο του τό 1259 μέ τήν κόρη τοῦ Μιχαήλ Β’, Δεσπότη τῆς Ἠπείρου, Ἄννα, ὡς τίς βόρειες ἑλλαδικές περιοχές (Ἤπειρος, Μακεδονία). Ἔτσι, τόν βλέπουμε νά ἀναμειγνύεται στήν διαμάχη τοῦ Μιχαήλ Β’, Δεσπότη τῆς Ἠπείρου μέ τήν αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας, διαμάχη πού θά καταλήξει σέ πολεμική ἀναμέτρηση στήν μάχη τῆς Πελαγονίας, περιοχῆς στήν Καστοριά (1259). Στήν μάχη αὐτή ὁ Γουλιέλμος θά λάβει ὁ ἴδιος μέρος στό πλευρό τοῦ Μιχαήλ Β’. Στό κρίσιμο ὅμως σημεῖο τῆς μάχης, τό περίφημο φράγκικο ἱππικό θά διασπασθεῖ, θά χάσει τήν συνοχή του. Πολλοί Φράγκοι εὐγενεῖς ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Γουλιέλμος θά αἰχμαλωτισθοῦν καί θά ὁδηγηθοῦν σιδηροδέσμιοι στόν ἀντιβασιλέα τῆς Νικαίας, Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, ἐπίτροπο τοῦ ἀνήλικου διαδόχου, ἀλλά οὐσιαστικό κυρίαρχο τῆς αὐτοκρατορικῆς ἀρχῆς.
Ὁ Μιχαήλ Η’ γιά νά τούς ἀφήσει ἐλεύθερους ζητάει ἀπό τόν Γουλιέλμο νά τοῦ δώσει τόν Μοριᾶ. Ἐκεῖνος ἰσχυρίζεται ὅτι δέν μπορεῖ χωρίς τήν σύμφωνη γνώμη τῶν ἄλλων Φράγκων καί ἀντιπροτείνει νά πληρώσει λύτρα (22). Ὁ Γουλιέλμος θά κρατεῖται ἐπί τρία ἔτη αἰχμάλωτος, ὥσπου νά συμφωνήσει νά παραδώσει τά φρούρια τοῦ Μυστρᾶ, τῆς Μάνης, τῆς Μονεμβασιᾶς καί τοῦ Λεύτρου. Τελικά, καί ἀφοῦ προηγεῖται σύγκλιση τῆς κούρτης στήν Πελοπόννησο ὅπου συμμετέχουν πολλές γυναῖκες τῶν αἰχμαλώτων Φράγκων, ὁ Γουλιέλμος ἀνταλλάσσει τά φρούρια μέ τήν ἐλευθερία του (Χρονικό Μορέως στ. 4402 κ.ἑ.).
Τό ἔτος 1262 ἀποτελεῖ κομβικό σημεῖο γιά τήν πορεία τῆς Φραγκοκρατίας σέ ὁλόκληρη τήν Πελοπόννησο, εἰδικότερα γιά τήν περιοχή τῆς Μεσσηνίας, τήν ὁποία ἐξετάζουμε. Ἐνῶ ἀπό τό 1250 δέν ὑπῆρχε οὔτε ἕνα φρούριο τοῦ Μοριᾶ, οὔτε μία περιοχή στήν ἑλληνική κυριαρχία (ὅλος ὁ Μοριάς ἦταν φραγκοκρατούμενος ἐκτός τῆς Μεθώνης καί τῆς Κορώνης πού ἦσαν βενετοκρατούμενες, δηλ. πάλι σέ χέρια Δυτικῶν), ἀπό τό 1262 οἱ Ἕλληνες βρίσκονται νά κατέχουν ἕνα τμῆμα τῆς νοτίου Πελοποννήσου, πού θά ἀποτελέσει τό προγεφύρωμα τῶν Παλαιολόγων στήν προσπάθειά τους νά καταλύσουν τό πριγκηπάτο τοῦ Μορέως, προσπάθεια πού θά ἔχει ἐπιτυχῆ κατάληξη. Ἤδη ἀπό τό 1262 οἱ Ἕλληνες θά εἰσβάλλουν στήν Μεσσηνία καί θά δώσουν μάχες μέ τούς Φράγκους. Τό ἔτος 1262 ἀποτελεῖ τήν ἀρχή, θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς, τῆς πτωτικῆς πορείας τῆς Φραγκικῆς κυριαρχίας.
Γιά ὅλους τούς προαναφερθέντες λόγους θά ἦταν δυνατόν νά διακρίνουμε ὡς τό 1262 μία πρώτη περίοδο τῆς Φραγκοκρατίας, παρ᾿ ὅλο πού ὁ Γουλιέλμος ἐξακολουθεῖ νά ἡγεμονεύει ὡς τό 1277, ἔτος τοῦ θανάτου του, ἤ ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικά τό Χρονικό τοῦ Μορέως, τό ἔτος ΣΨΠΕ ἀπό κτίσεως κόσμου (στ. 7810) (24).
(ἀπό τήν κατάκτηση τό 1204 ὡς τό 1262)
Ἀρχιμ. Κύριλλος
ΜΕΡΟΣ Δ’ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ἔχοντας ἐξετάσει τήν ἱστορική πορεία τῆς Μεσσηνίας στά πρῶτα χρόνια τῆς Φραγκοκρατίας, ἀπό τήν στιγμή τῆς κατάκτησής της ὡς τό ἔτος 1262, τό ὁποῖο γιά λόγους πού ἔχουν ἐξηγηθεῖ ἀνωτέρω θεωρήθηκε ὁρόσημο τοῦ τέλους μίας πρώτης περιόδου τῆς Φραγκικῆς κυριαρχίας στήν Μεσσηνία, εἶναι δυνατόν νά διατυπωθοῦν κάποιες τελικές κρίσεις γιά τήν συγκεκριμένη περίοδο.
(α). Οἱ Φράγκοι κατακτητές κατέλαβαν σχετικά εὔκολα τήν Μεσσηνία καί τόν ὑπόλοιπο Μοριᾶ. Τό γεγονός ἔχει τήν ἐξήγησή του. Ἤδη πρίν τήν κατάλυση τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας ἀπό τούς Φράγκους τό 1204, ἡ τελευταία διερχόταν περίοδο κρίσεως. Εἰδικά στήν ἐπαρχία ὑπῆρχε ἐξαθλίωση κοινωνική, ἀνέχεια καί σκληρότητα τῶν τοπικῶν ἀρχόντων. Τά περισσότερα κάστρα ἦσαν ἀνίσχυρα νά ἀντέξουν μακροχρόνια πολιορκία, ἀρκετά φρούρια στόν μεσσηνιακό χῶρο ἦσαν μισοερειπωμένα καί παλιά.
Ἄλλωστε δέν ὑπῆρχε καί μεγάλη διάθεση ἀντίστασης τῶν ντόπιων. Οἱ τοπικοί ἄρχοντες, μετά ἀπό σύντομη πολιορκία τῶν φρουρίων τους, τά παρέδιδαν στούς Φράγκους μέ τόν ὅρο νά διατηρήσουν τήν περιουσία καί τά προνόμιά τους. Περισσότερο ἐνδιαφέρονταν γιά τό προσωπικό τους μέλλον παρά νοιάζονταν νά ἀντισταθοῦν στόν ξένο εἰσβολέα. Πολλοί Ἕλληνες ἄρχοντες μέ εὐκολία ἔγιναν σύμβουλοι καί ὁδηγοί τῶν Φράγκων ὑποδεικνύοντας τούς τόπους καί τούς τρόπους κατάκτησης αὐτῶν.
Ὅσο γιά τά λαϊκά κοινωνικά στρώματα, ἡ φραγκική κατάκτηση δέν σήμαινε καμμία ἀλλαγή στήν ζωή τους, παρά μόνον ἐναλλαγή τοῦ ἀφέντη τους. Ἡ μόνη σοβαρή ἑλληνική ἀντίσταση στόν »Κούντουρα ἐλαιῶνα» ὁδήγησε σέ ἧττα ἀπό τούς Φράγκους καί ἑδραίωσε τήν ξενική κυριαρχία στόν μεσσηνιακό χῶρο.
(β). Ὁ τρόπος ὀργάνωσης τῆς Φραγκοκρατίας στήν Μεσσηνία μέ τίς βαρωνίες, τούς τοπικούς Φράγκους ἄρχοντες ὑποτελεῖς (λιζίους), τά τιμάρια καί τούς δουλοπαροίκους, παρουσίαζε ὁμοιότητες μέ τό βυζαντινό φεουδαρχικό σύστημα (ὕπαρξη τιμαρίων, δουλοπαροίκων).
(γ). Ἡ κατεχόμενη Μεσσηνία στά χρόνια 1204-1262 (κατά τήν περίοδο πού ἐξετάσαμε), ἀλλά καί γιά μερικά χρόνια ἀργότερα ἔχει συνδέσει τήν ἱστορία της μέ τήν οἰκογένεια τῶν Βιλλεαρδουΐνων. Ἤδη ἀπό τήν στιγμή τῆς κατάκτησής της οἱ δύο μεσσηνιακές βαρωνίες Καλαμῶν καί Ἀρκαδίας (Κυπαρισσίας) κατοχυρώθηκαν στόν Γοδεφρίδο Βιλλεαρδουΐνο καί διαδοχικά πέρασαν στούς δύο γυιούς του, Γοδεφρίδο Β’ καί Γουλιέλμο. Δέν πρέπει νά λησμονεῖται ἡ διπλή ἰδιότητα τῶν Βιλλεαρδουΐνων ὡς βαρώνων τῆς Μεσσηνίας καί ταυτόχρονα ἡγεμόνων τοῦ Πριγκηπάτου τοῦ Μορέως.
Μέ αὐτό τό σκεπτικό ἐξετάσθηκαν καί ἀναφέρθηκαν γεγονότα πού μερικές φορές μπορεῖ νά φαίνονται ἄσχετα μέ τήν Μεσσηνία, ὡστόσο συνδεόμενα μέ αὐτήν. Διότι κάθε ἀπόφαση τῶν Βιλλεαρδουΐνων, κάθε τους ἐνέργεια ἡ ἐκστρατεία, ἀνάλογα μέ τήν ἐπιτυχῆ ἤ μή ἔκβασή της, μποροῦσε νά ἐπηρεάζει ἀντίστοιχα τήν Μεσσηνία. Γιά παράδειγμα, οἱ ἐπιτυχημένες ἐκστρατεῖες κατά τῶν ἑλληνικῶν φρουρίων τοῦ Μοριᾶ, ἀπεμάκρυναν τήν ἑλληνική ἀπειλή ἀπό τήν μεσσηνιακή εἰδικότερα, καί πελοποννησιακή γενικότερα ἐπικράτεια τῶν Βιλλεαρδουΐνων. Ἕνα ἀτυχές ἀποτέλεσμα, ὅπως ἡ αἰχμαλωσία τοῦ Γουλιέλμου στήν μάχη τῆς Πελαγονίας, ἐπιδροῦσε ἀρνητικά στήν Μεσσηνία.
(δ). Ἄν θέλουμε νά κάνουμε μία συνολική ἀποτίμηση τῆς περιόδου 1204-1262 στόν μεσσηνιακό χῶρο, θά μποροῦσε νά εἰπωθεῖ πώς εἶναι χρόνοι ἀκμῆς πού συμπίπτουν μέ τήν ἀκμή τοῦ Πριγκηπάτου τοῦ Μορέως καί τό ἀπόγειο τῆς δόξας τῶν Βιλλεαρδουΐνων. Νέα κάστρα χτίζονται, παλαιότερα ἐπισκευάζονται, πλοῦτος καί μεγαλεῖο χαρακτηρίζουν τήν αὐλή τῶν Βιλλεαρδουΐνων. Ἡ Μεθώνη καί ἡ Κορώνη, βενετοκρατούμενες, ἐξελίσσονται σέ σημαντικά κέντρα διαμετακομιστικοῦ ἐμπορίου ἀπό καί πρός τήν Ἀνατολική Μεσόγειο καί σέ σταθμούς τῶν ταξιδευτῶν πρός τούς Ἁγίους Τόπους.
(ε). Τό 1262, τρία ἔτη μετά τήν μάχη τῆς Πελαγονίας, ἀποτελεῖ σημαντική ἱστορική καμπή γιά τήν συνέχιση τῆς Φραγκοκρατίας. Εἶναι ὁ πρῶτος σοβαρός κλονισμός τῆς φραγκικῆς δύναμης, ἡ ὁποία στό ἑξῆς θά ἀκολουθήσει φθίνουσα πορεία. Ἡ Μεσσηνία, γειτνιάζοντας μέ τόν Μυστρᾶ, ἕδρα τῶν Παλαιολόγων, θά αἰσθανθεῖ ἀρκετά γρήγορα τήν ἑλληνική ἀπειλή. Εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ τέλους τῆς φραγκικῆς κυριαρχίας στόν Μοριᾶ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1). Τήν κατάσταση περιγράφει ὁ Μιχαήλ Ἀκομινάτος Χωνιάτης, Ἱεράρχης στήν Ἀθήνα ψέγοντας μάλιστα τούς ἄρχοντες (βλ. Μιχαήλ Ἀκομινάτου Χωνιάτου, Τά σωζόμενα, Σ. Λάμπρου, τ. Α’, Β’, Ἀθῆναι 1979-1980 (φωτοαντιγρ. Ἔκδ. 1968).
(2). LaConquêtedeConstantinople, παραγρ. 325 κ.ἑ.
(3). Σ. Λάμπρου, Ἱστορία Ἑλλάδος, τ. ΣΤ’, σελ. 204, Ἀθήνα 1908.
(4). Longnon, L’ Empire latine de Constantinople et la Principautè de la Morèe, σελ. 72, Paris 1966.
(5). Morel-Fatio, Libro., παραγρ. 110-111. Τό Χρονικό τοῦ Μορέως ἀναφέρει ὅτι τό Ἀράχλοβο κυριεύθηκε ἀφ᾿ ὅτου εἶχαν νικήσει οἱ Φράγκοι στήν μάχη τῶν Καπησκιάνων.
(6). Βέβαια, ἔχει ἤδη ἀναφερθεῖ πώς γιά ἕνα διάστημα σύντομο ἡ Μεσσηνία εἶχε κατακτηθεῖ ἀπό τόν Γοδεφρίδο Βιλλεαρδουΐνο (βλ. τήν πληροφορία τοῦ Villeardouin, La Conquete, παρ. 325). Ἐπειδή ὅμως ὁ Βιλλεαρδουΐνος (ὁ ἱστορικός) δέν ἀναφέρεται ἐκτενῶς στά γεγονότα τῆς κατάκτησης (ἀναφέρεται ἐκτενέστερα στό κυριότερο γεγονός, τήν μάχη στούς Καπησκιάνους), εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἀκολουθήσουμε τήν περιγραφή τῶν Χρονικῶν τοῦ Μορέως.
(7). Οἱ Βενετοί τό 1125 εἶχαν καταστρέψει τήν Μεθώνη καί τήν Κορώνη. Μίλλερ, Ἱστορία τῆς Φραγκοκρατίας ἐν Ἑλλάδι, τ. Α’, σελ. 411 (μτφρ. Σ. Λάμπρου), Ἀθῆναι 1910.
(8). Ἡ περιγραφή τῆς μάχης στούς Καπησκιάνους στό Χρονικό τοῦ Μορέως στ. 1725-1739).
(9). Σ. Λάμπρου, Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, τ. ΣΤ’, σελ. 204, Ἀθῆναι 1908. Ἀκόμη, ὁ Χέρτβεργκ ἔχει τήν ἴδια ἄποψη στήν Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, τ. Β’, σελ. 1906 σέ μετάφραση Π. Καρολίδου, Ἀθῆναι 1906.
(10). Σέ προηγούμενο σημεῖο εἴδαμε ὅτι τό Ἀραγωνικό Χρονικό, παρ. 110-111 τοποθετεῖ τήν ἅλωση τοῦ Ἀραχλόβου πρίν ἀπό τήν μάχη στούς Καπησκιάνους.
(11). Χρονικό Μορέως, στ. 1791 κ.ἑ., στ. 1865, Chronique παρ. 117 κ.ἑ., Morel-Fatio, Librodelosfechos, παρ. 144 κ.ἑ.
(12). Χρονικό Μορέως στ. 2755-2790 κ.ἑ., Chronique, παρ. 189 κ.ἑ., Librodelosfechos, παρ. 210 κ.ἑ.
(13). Ὅταν ἡ κούρτη ἐκδίκαζε φονικές ὑποθέσεις, οἱ Ἐπίσκοποι δέν συμμετεῖχαν, διότι τό ἀντικείμενο τῶν ὑποθέσεων αὐτῶν δέν ταιρίαζε στό ἱερατικό τους ἀξίωμα (Χρονικό Μορέως, στ. 2013-2016).
(14). Βλ. Πάπα Ἰννοκεντίου Γ’ Epistolae, βιβλίο ΧΙΙΙ, στήν Migne, PatrologiaLatina, CCXIV-CCXII. Ἐπίσης Μίλλερ, Ἡ Ἱστορία τῆς Φραγκοκρατίας ἐν Ἑλλάδι, τ. Α’, σελ. 86-87, Ἀθῆναι 1910 (μτφρ. Σ. Λάμπρου).
(15). ΧρονικόΜορέως, στ. 2095-2437, Le Livre de la Conquête, ἐκδ. Buchon, Paris 1845, Morel Fatio, Libro de los fechos σελ. 34-43, ἔκδ. 1885, Γενεύη.
(16). Livre de la Conquête, σελ. 79. Ἐπίσης, ἀναφέρεται στόν Hoρf, Chroniques Graecoromaines, σελ. 100-101, Βερολίνο 1873.
(17). Ἐπίσης Miller, Ἡ Ἱστορία τῆς Φραγκοκρατίας ἐν Ἑλλάδι, τ. Α’, σελ. 129-130.
(18). Τό Χρονικό τοῦ Μορέως ἐσφαλμένα ἀναφέρει ὅτι παραχώρησε στούς Βενετούς Μεθώνη καί Κορώνη, γαιτί αὐτοί τίς κατεῖχαν ἤδη ἀπό τό 1206 (στ. 2780-2785 καί 2854-2859).
(19). Χρονικό Μορέως, στ. 2800-3042, Chronique σελ. 91-95, Ἀραγωνικό Χρονικό σελ. 48-49.
(20). Miller, Ἱστορία τῆς Φραγκοκρατίας ἐν Ἑλλάδι, τ. Α’ σελ. 81, Ἀθήνα 1910.
(21). Γιά τά φρούρια τῆς Μεσσηνίας καί τοῦ Μοριᾶ ὑπάρχει τό βιβλίο Ἰ. Σφηκόπουλος, Τά μεσαιωνικά κάστρα τοῦ Μοριᾶ, Ἀθῆναι 1968.
(22). Σύμφωνα μέ τήν ὀργάνωση τῆς Φραγκοκρατίας στήν Πελοπόννησο, ὁ ἡγεμόνας δέν ἔχει τό δικαίωμα νά παραχωρήσει τά φέουδα ἤ φρούρια τῶν ὑποτελῶν του δίχως τήν σύμφωνη γνώμη καί τῶν ἄλλων Φράγκων εὐγενῶν μετά ἀπό σύγκλιση κούρτης, συνέλευσης, »παρλαμά»).
(23). Γιά τήν περιγραφή τῶν γεγονότων πρίν τήν μάχη τῆς Πελαγονίας, γιά τήν ἴδια τήν μάχη καί τήν αἰχμαλωσία τοῦ Γουλιέλμου, ἀναφέρονται μέ λεπτομέρειες τό Χρονικό τοῦ Μορέως, στ. 3110 κ.ἑ.,Chronique παρ. 278 κ.ἑ., Morel Fatio, Librodelosfechos, σελ. 53 κ.ἑ.
(24). Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὡς πληροφοριακό στοιχεῖο πώς, ὅταν ὁ Γουλιέλμος αἰσθάνθηκε πώς πλησίαζε ὁ θάνατός του, πῆγε νά τελευτήσει τήν ζωή του στό φρούριο τῆς Καλαμάτας, ὅπου εἶχε γεννηθεῖ (Χρονικό Μορέως στ. 7757-7765).
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΗΓΩΝ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Α. ΠΗΓΕΣ
1). Μιχαήλ Ἀκομινάτου τοῦ Χωνιάτου τά σωζόμενα, ἔκδ. Σ. Λάμπρου, τ. Α’, Β’, Ἀθῆναι 1879-1880.
2). Ἰννοκεντίου Γ’, Πάπα Ρώμης Epistolae, βιβλίο XIII, Migne, Patrologia Latina, τόμοι CCXIV-CCXVII.
3). Longnon, Livre de la Conquête de la princèe de l’ Amorèe, Chronique de Morèe, Paris 1911.
4). A.Morel Fatio, Libro de los fechos et conquistas de principado de la Morea, Geneva 1895.
5). Schmitt, TheCronicleofMorea (Τό Χρονικό τοῦ Μορέως), ἐπανεκδ. Τῆς ἀρχικῆς του 1904.
6). Villeardouin, La conquête de Constantinople, ed. E.Faral, Paris 1961.
Β. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1). Μ. Κορδώση, Ἡ κατάκτηση τῆς νότιας Ἑλλάδας ἀπό τούς Φράγκους, Ἱστορικά καί τοπογραφικά προβλήματα, Θεσσαλονίκη 1986.
2). Σ. Λάμπρου, Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, ἀπό τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τῆς Ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τ. ΣΤ’, Ἀθήνα 1908.
3). Longnon, L’ Empire latin de Constantinople et la principaute de la Morèe, Paris 1966.
4). Μίλλερ, Ἱστορία τῆς Φραγκοκρατίας ἐν Ἑλλάδι, τ. Α’ (μτφρ. Σ. Λάμπρου), Ἀθῆναι 1910.
5). Μουνδρέα, Τοπωνυμικά τῆς Μεσσηνίας (στήν ἐποχή τῆς Φραγκοκρατίας), Πρακτικά Α’ Διεθνοῦς Συνεδρίου Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν, Σπάρτη 1975.
6). Ἰ. Σφηκόπουλος, Τά μεσαιωνικά κάστρα τοῦ Μοριᾶ, Ἀθῆναι 1968.
7). Φρ. Χέρτσμεργκ, Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος ἀπό τῆς λήξεως τοῦ ἀρχαίου βίου μέχρι σήμερα (μτφρ. Π. Καρολίδου), τ. Α’. Β’, Ἀθῆναι 1906.
8). Hopf, ChroniquesGreco-romanes,Berlin 1873.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου