Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Η ΜΕΣΣΗΝΙΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΟ 1204 ΩΣ ΤΟ 1262)



ΜΕΡΟΣ Α΄
Τά προ­η­γη­θέν­τα τῆς κα­τά­κτη­σης τῆς Μεσ­ση­νί­ας
 Ἀρ­χιμ. Κύ­ριλ­λος
Τό ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς πα­ρού­σης με­λέ­της πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται χρο­νι­κά καί γε­ω­γρα­φι­κά σέ ἕ­να μι­κρό μό­νον τμῆ­μα τῆς ἐ­κτει­νό­με­νης πέ­ραν τῶν ἕν­δε­κα αἰ­ώ­νων ἱ­στο­ρί­ας καί ζω­ῆς τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Ὅ­πως δη­λώ­νει καί ὁ τί­τλος θέ­μα της ἀ­πο­τε­λεῖ ἡ ἀρ­χή τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας στήν Μεσ­ση­νί­α, μί­ας πε­ρι­ο­χῆς ἀρ­κε­τά ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νης ἀ­πό τήν καρ­διά τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, τήν πρω­τεύ­ου­σα τήν Κων/πο­λη.
Ὡ­στό­σο, ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη πε­ρί­ο­δος πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἰ­δι­αι­τέ­ρως κρί­σι­μη γιά τήν ἱ­στο­ρι­κή συ­νέ­χεια τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Με­τά τήν κα­τά­λη­ψη τῆς Πό­λης ἀ­πό Φράγ­κους σταυ­ρο­φό­ρους τό 1204 (γε­γο­νός κα­θο­ρι­στι­κῆς ση­μα­σί­ας, ὁ­ρό­ση­μο γιά τήν με­τέ­πει­τα ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ Βυ­ζαν­τι­νοῦ κρά­τους, ἀ­φοῦ ἔ­κτο­τε θά πε­ρι­έλ­θει σέ δυ­σχε­ρῆ θέ­ση καί δέν θά μπο­ρέ­σει πο­τέ νά ξε­πε­ρά­σει πλή­ρως τίς συ­νέ­πει­ες τῆς φραγ­κι­κῆς κα­τά­κτη­σης), ἀρ­χί­ζει ἡ πε­ρί­ο­δος τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας μέ τήν ἐγ­κα­θί­δρυ­ση δου­κά­των καί πριγ­κι­πά­των. Ἡ Μεσ­ση­νί­α, πού μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει εἰ­δι­κό­τε­ρα, θά ἐν­τα­χθεῖ στό πριγ­κι­πάτο τῆς Ἀ­χα­ΐας, ὑ­πό τήν κυ­ρι­ό­τη­τα τῶν Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνων, ὡ­σό­του με­τά ἀ­πό μα­κρά διά­ρκεια καί ἀρ­κε­τές προ­σπά­θει­ες οἱ Βυ­ζαν­τι­νοί νά κα­τορ­θώ­σουν νά τό δι­α­λύ­σουν.

Πο­λύ­τι­μες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τήν φραγ­κι­κή κα­τά­κτη­ση τῆς Πε­λο­πον­νή­σου μᾶς πα­ρέ­χει τό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως καί ἡ ἱ­στο­ρι­κή ἀ­φή­γη­ση τοῦ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνου, θεί­ου τοῦ Γο­δερ­φρί­δου Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνου (Geoffroy Ville- hardouin)), τοῦ πρίγ­κη­πος τῆς Ἀ­χα­ΐας, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε ἀ­κο­λου­θή­σει τούς σταυ­ρο­φό­ρους. Τό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως ὑ­πάρ­χει σέ τέσ­σε­ρις πα­ραλ­λα­γές καί γλῶσ­σες, τήν Γαλ­λι­κή, τήν Ἀ­ρα­γω­νι­κή, τήν Ἰ­τα­λι­κή καί τήν Ἑλ­λη­νι­κή. Ἡ ἑλ­λη­νι­κή πα­ραλ­λα­γή ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό 9.235 στί­χους καί πι­θα­νό­τα­τα τήν ἔ­χει γρά­ψει κά­ποι­ος γα­σμοῦ­λος, δηλ. γό­νος μει­κτῆς κα­τα­γω­γῆς (ὁ ἕ­νας γο­νέ­ας του ἦ­ταν Φράγ­κος καί ὁ ἄλ­λος γο­νέ­ας ἑλ­λη­νι­κῆς κα­τα­γω­γῆς). Εἶ­ναι γραμ­μέ­νο τόν 14ο αἰ. σέ χρό­νο δηλ. πού οἱ ἀ­πό­γο­νοι τῶν πρώ­των Φράγ­κων κα­τα­κτη­τῶν καί οἱ μνῆ­μες τῆς κα­τά­κτη­σης ἦσαν ζων­τα­νές. Οἱ βα­σι­κές αὐ­τές πη­γές εἶ­ναι, πα­ρά τίς ἐ­πι­μέ­ρους δι­α­φο­ρο­ποι­ή­σεις τους, γε­νι­κά ἀ­ξι­ό­πι­στες.
Πρίν προ­χω­ρή­σου­με στό κυ­ρί­ως θέ­μα, τήν φραγ­κι­κή κα­τά­κτη­ση τῆς Μεσ­ση­νί­ας, καί τήν πρώ­τη πε­ρί­ο­δο τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας αὐ­τῆς, σκό­πι­μο ἀλ­λά καί χρή­σι­μο θά ἦ­ταν νά ἐ­ξε­τά­σου­με μέ αὐ­το­νο­μί­α τό ἱ­στο­ρι­κό πλαί­σιο τῶν γε­γο­νό­των πού προ­η­γή­θη­καν τῆς κα­τά­κτη­σης τοῦ μεσ­ση­νια­κοῦ χώ­ρου.
Ὅ­πως ἤ­δη ἀ­να­φέ­ρα­με, στίς ἀρ­χές τοῦ 13ου αἰ. ἡ Βυ­ζαν­τι­νή αὐ­το­κρα­το­ρί­α δι­έρ­χε­ται κρί­ση. Ἡ ἐ­παρ­χί­α αἰ­σθά­νε­ται πα­ρα­με­λη­μέ­νη ἀ­πό τό κέν­τρο, ἀ­φη­μέ­νη στήν ἀ­πλη­στί­α καί τήν αὐ­θαι­ρε­σί­α τῶν το­πι­κῶν ἰ­σχυ­ρῶν ἀρ­χόν­των πού δεί­χνουν τά­σεις αὐ­το­νο­μή­σε­ως ἀ­πό τήν κεν­τρι­κή ἐ­ξου­σί­α. Με­γά­λες ἀρ­χον­τι­κές οἰ­κο­γέ­νει­ες (π.χ. Με­λισ­ση­νοί, Καν­τα­κου­ζη­νοί στήν Πε­λο­πόν­νη­σο) ἐ­νι­σχύ­ον­ται κα­τορ­θώ­νον­τας νά ἀ­πο­κτή­σουν δύ­να­μη καί ἐ­πιρ­ρο­ή ἔ­ναν­τι τῆς πρω­τεύ­ου­σας τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Ἡ ὕ­παι­θρος ἐ­ρη­μώ­νε­ται καί ἡ οἰ­κο­νο­μι­κή ἐ­ξα­θλί­ω­ση, συ­νέ­πεια τῆς ἄ­γριας φο­ρο­λο­γί­ας, πλήτ­τει τίς χα­μη­λό­τε­ρες κοι­νω­νι­κές τά­ξεις (1).
Οἱ Δυ­τι­κοί ἐ­πι­θυ­μοῦν τήν δι­ά­λυ­ση τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας προσ­δο­κών­τας σέ ἐμ­πο­ρι­κά, ἐ­δα­φι­κά καί ὑ­λι­κά ὀ­φέ­λη, ὁ­πό­τε δέν μέ­νουν ἀ­συγ­κί­νη­τοι οἱ σταυ­ρο­φό­ροι τῆς Δ’ σταυ­ρο­φο­ρί­ας, ὅ­ταν ὁ Ἀ­λέ­ξιος Δ’ Ἄγ­γε­λος, γυιός τοῦ ἔκ­πτω­του αὐ­το­κρά­το­ρα Ἰ­σα­α­κί­ου Β’, δι­εκ­δι­κών­τας τόν θρό­νο ἀ­πό τόν θεῖ­ο του Ἀ­λέ­ξιο Γ’, ζη­τά­ει τήν βο­ή­θειά τους. Οἱ σταυ­ρο­φό­ροι πράγ­μα­τι, ἀν­τα­πο­κρι­νό­με­νοι στό κά­λε­σμα, κα­τα­λαμ­βά­νουν τήν Πό­λη καί κα­τα­λύ­ουν τήν Βυ­ζαν­τι­νή αὐ­το­κρα­το­ρί­α. Τρί­α ὅ­μως ἑλ­λη­νι­κά κρά­τη σχη­μα­τί­ζον­ται τά ὁ­ποῖ­α συ­νε­χί­ζουν νά κρα­τοῦν ἐ­λεύ­θε­ρα κά­ποι­α τμή­μα­τα τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας (Αὐ­το­κρα­το­ρί­α τῆς Τρα­πε­ζούν­τας, Αὐ­το­κρα­το­ρί­α τῆς Νι­καί­ας, Δε­σπο­τάτο τῆς Ἠ­πεί­ρου).
Σύμ­φω­να μέ τό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως (Γαλ­λι­κή, Ἀρα­γω­νι­κή, Ἑλ­λη­νι­κή πα­ραλ­λα­γή, στί­χοι 1400 κ.ἑ.), ἡ κα­τά­κτη­ση τῆς Πε­λο­πον­νή­σου ἄρ­χι­σε ἀ­πό τόν Γου­λι­έλ­μο Σαμ­πλίτ­τη (De Champlitte), ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τέ­κτη­σε πρῶ­τα τήν Πά­τρα, τήν πε­ρι­ο­χή τῆς Ἀ­χα­ΐας, τήν Ἀν­δρα­βί­δα, τό Ἄρ­γος καί ἐν συ­νεχείᾳ πο­λι­όρ­κη­σε τό Ναύ­πλιο καί τήν Κό­ριν­θο, ὅ­που συ­νάν­τη­σε τήν ἰ­σχυ­ρή ἀν­τί­στα­ση τῶν δυ­νά­με­ων τοῦ ἄρ­χον­τα τῆς πε­ρι­ο­χῆς Λέ­ον­τος Σγου­ροῦ, πού ὑ­πε­ρά­σπι­ζε αὐ­τά τά φρού­ρια. Ὁ Γο­δε­φρί­δος Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος, μα­θαί­νον­τας ὅ­τι ὁ Σαμ­πλίτ­της βρι­σκό­ταν στό Ναύ­πλιο, κα­τευ­θύν­θη­κε ἀ­πό τήν ἠ­πει­ρω­τι­κή Ἑλ­λά­δα μα­ζί μέ στρα­τό καί ἱπ­πό­τες γιά νά συμ­πρά­ξει.
Ὁ ἱ­στο­ρι­κός Γο­δε­φρί­δος Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος (2) ἀ­να­φέ­ρει δι­α­φο­ρε­τι­κή ἐκ­δο­χή γιά τόν ὁ­μώ­νυ­μο ἀ­νη­ψιό του. Μᾶς πα­ρα­δί­δει τήν πλη­ρο­φο­ρί­α ὅ­τι ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος βρι­σκό­ταν στήν Συ­ρί­α ὅ­ταν ἔ­μα­θε γιά τήν κα­τά­λη­ψη τῆς Κων/πολης (1204), καί ἀ­πο­φά­σι­σε μέ τά πλοῖ­α του νά πλεύ­σει στήν Πό­λη. Ὅ­μως οἱ ἄ­νε­μοι τοῦ στά­θη­καν ἐ­νάν­τιοι καί ἔ­τσι βρέ­θη­κε στήν Με­θώ­νη, ὅ­που ἀ­ναγ­κά­σθη­κε νά μεί­νει ἐ­κεῖ γιά τόν χει­μῶνα, μό­νος μέ τόν στρα­τό του σέ ἔ­δα­φος ἐ­χθρι­κό.
Τό­τε, κά­ποι­ος Ἕλ­λη­νας το­πι­κός ἄρ­χον­τας τοῦ πρό­τει­νε νά συ­νερ­γα­σθοῦν καί μέ αὐ­τόν τόν τρό­πο ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐ­νος ἀ­πέ­κτη­σε κά­ποι­ο το­πι­κό στή­ριγ­μα. Ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος δέν ἀ­να­φέ­ρει τό ὄ­νο­μα τοῦ Ἕλ­λη­να ἄρ­χον­τα, ὡ­στό­σο ὁ Σ. Λάμ­πρου ὑ­πο­θέ­τει κά­ποι­ον ἀ­πό τίς οἰ­κο­γέ­νει­ες τῶν Με­λισ­ση­νῶν ἤ τῶν Καν­τα­κου­ζη­νῶν (3). Ὁ Longnon (4) εἰ­κά­ζει πώς ἦ­ταν ὁ Ἰ­ω­άν­νης Καν­τα­κου­ζη­νός. Ὅ­ποι­ος καί νά ἦ­ταν, θά πρέ­πει νά ἀ­νῆ­κε σέ μί­α ἀ­πό τίς δύ­ο ἰ­σχυ­ρές ἀρ­χον­τι­κές οἰ­κο­γέ­νει­ες τῆς πε­ρι­ο­χῆς, τούς Με­λισ­ση­νούς ἤ τούς Καν­τα­κου­ζη­νούς. Ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­πως πάν­το­τε λέ­γει ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος (La Conquete, παρ. 325 κ.ἑ.), ὁ ἄρ­χον­τας αὐ­τός τόν ἐγ­κα­τέ­λει­ψε, οἱ ντό­πιοι ἐ­ξε­γέρ­θη­σαν καί ὁ Γο­δε­φρί­δος Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος εὑρι­σκό­με­νος σέ δυ­σχε­ρῆ θέ­ση, μέ με­ρι­κούς ἱπ­πό­τες του κα­τευ­θύ­νε­ται στό Ναύ­πλιο γιά νά συ­ναν­τή­σει τούς Φράγ­κους τοῦ Σαμ­πλίτ­τη.
Ὅ­πως φαί­νε­ται ἀ­πό τήν μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνου, ὑ­πάρ­χει ἡ δι­α­φο­ρο­ποί­η­ση σέ σχέ­ση μέ τήν πλη­ρο­φο­ρί­α τοῦ Χρο­νι­κοῦ τοῦ Μο­ρέ­ως, πώς δηλ. ἡ κα­τά­κτη­ση τῆς Πε­λο­πον­νή­σου ξε­κί­νη­σε ἀ­πό τήν Ἀ­χα­ΐα. Ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος σα­φῶς ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ἡ φράγ­κι­κη κα­τά­κτη­ση ἄρ­χι­σε ἀ­πό τήν Μεσ­ση­νί­α, τήν Με­θώ­νη, καί ἀ­πό τόν ὁ­μώ­νυ­μο ἀ­νη­ψιό του. Δέν ἔ­χου­με σο­βα­ρούς λό­γους νά  ἀμ­φι­βά­λου­με γιά τήν πλη­ρο­φο­ρί­α του, κα­θώς ἡ ἱ­στο­ρι­κή του ἀ­φή­γη­ση εἶ­ναι ἀ­ξι­ό­πι­στη, σύγ­χρο­νη τῶν γε­γο­νό­των καί ἀ­κό­μη εἶ­ναι ἀ­πί­θα­νο νά φαν­τα­σθοῦ­με ὅ­τι σφάλ­λει γιά κά­τι τό­σο ση­μαν­τι­κό, ὅ­ταν λά­βου­με ὑ­πό­ψη μας ὅ­τι τό πρω­τα­γω­νι­στι­κό ἱ­στο­ρι­κό πρό­σω­πο ἦ­ταν συγ­γε­νής του καί ἔ­τσι εὔ­κο­λα θά μπο­ροῦ­σε νά λά­βει ἀ­σφα­λῆ γνώ­ση τῶν γε­γο­νό­των ὁ συγ­γρα­φέ­ας.
Στήν συ­νέ­χεια ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος ἀ­να­φέ­ρει πώς ὁ ἀ­νη­ψιός του πῆ­γε στό Ναύ­πλιο νά συ­ναν­τή­σει τόν Σαμ­πλίτ­τη, πλη­ρο­φο­ρί­α πού συμ­φω­νεῖ μέ τό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως πού ὁ­μι­λεῖ γιά συ­νάν­τη­ση τῶν δύ­ο ἀν­δρῶν στό Ναύ­πλιο. Σύμ­φω­να μέ τό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως (στ. 1590-1602), ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐ­νος πρό­τει­νε στόν Σαμ­πλίτ­τη νά λύ­σει τήν πο­λι­ορ­κί­α καί νά βα­δί­σουν πρός τήν Δυ­τι­κή Πε­λο­πόν­νη­σο, ὅ­που τό ἔ­δα­φος εἶ­ναι πε­δι­νό καί ἡ κα­τά­κτη­ση εὐ­κο­λό­τε­ρη. Ἡ πρό­τα­σή του ἔ­γι­νε δε­κτή καί, ἀ­φοῦ οἱ Φράγ­κοι μα­ζεύ­θη­καν στήν Ἀν­δρα­βί­δα, κι­νή­θη­καν πρός τήν πε­ρι­ο­χή τῶν Σκορ­τῶν, ὅ­που τό κά­στρο Ἀ­ρά­χλο­βο, πού τό κα­τέ­λα­βαν πα­ρ᾿ ὅ­λη τήν σθε­να­ρή ἀν­τί­στα­ση τοῦ Δο­ξα­πα­τρῆ Βου­τσα­ρᾶ. Τήν κα­τά­λη­ψη τοῦ Ἀ­ρα­χλό­βου ἀ­πό ὅ­λες τίς πα­ραλ­λα­γές τῶν Χρο­νι­κῶν, μό­νον ἡ Ἀ­ρα­γω­νι­κή τήν ἀ­να­φέ­ρει (5) πρίν ἀ­πό τήν δι­ε­ξα­γω­γή τῆς μά­χης στούς Κα­πη­σκιά­νους.

ΜΕΡΟΣ Β’

Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΡΑΓΚΟΥΣ



Ἀρ­χιμ. Κύ­ριλ­λος



Ἀ­φοῦ λοι­πόν, στό Α’ μέ­ρος δό­θη­κε τό ἱ­στο­ρι­κό πε­ρί­γραμ­μα ὅ­σων προ­η­γή­θη­καν τῆς κα­τά­κτη­σης τῆς Μεσ­ση­νί­ας ἀ­πό τούς Φράγ­κους, στοι­χεῖ­α ἀ­πα­ραί­τη­τα γιά τήν ἔν­τα­ξη τοῦ κυ­ρί­ως θέ­μα­τος τό­σο χρο­νο­λο­γι­κά ὅ­σο καί στίς ἱ­στο­ρι­κές συν­θῆ­κες τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης, ἡ με­τά­βα­ση στίς ἀ­παρ­χές τῆς φραγ­κο­κρα­τί­ας τοῦ μεσ­ση­νια­κοῦ χώ­ρου ἔρ­χε­ται ὁ­μα­λά στήν φυ­σι­ο­λο­γι­κή της σει­ρά καί στίς σε­λί­δες πού ἀ­κο­λου­θοῦν χω­ρίς ὁ ἀ­να­γνώ­στης νά εἰ­σά­γε­ται ἀ­πό­το­μα στό θέ­μα τῆς μεσ­ση­νια­κῆς κα­τά­κτη­σης, ἀ­φοῦ ἔ­χει ἤ­δη πλη­ρο­φο­ρεῖ γιά τά γε­γο­νό­τα πού ὁ­δή­γη­σαν σέ αὐ­τήν. Στό κλεί­σι­μο τοῦ Α’ μέ­ρους ἡ ἐ­ξι­στό­ρη­ση τῶν συμ­βάν­των εἶ­χε φθά­σει στό ση­μεῖ­ο πού οἱ Φράγ­κοι ἦσαν ἕ­τοι­μοι νά εἰ­σέλ­θουν στήν Μεσ­ση­νί­α.

Πρῶ­τος σταθ­μός στήν πο­ρεί­α τους τό φρού­ριο τῆς Ἀρ­κα­δί­ας (Κυ­πα­ρισ­σί­ας). Ἐ­πει­δή δέν ὑ­πῆρ­χε λι­μά­νι κα­τάλ­λη­λο γιά νά προ­σα­ρά­ξουν τά πλοῖα­ τῶν Φράγ­κων, ἀ­πο­φά­σι­σαν νά μήν μεί­νουν. Για­τί, σύμ­φω­να μέ πρό­τα­ση τοῦ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνου (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1662-1670), οἱ Φράγ­κοι στήν πο­ρεί­α τους θά πέρ­να­γαν ἀ­πό τά φρού­ρια ἐ­κεῖ­να τά πα­ρα­λια­κά (Κο­ρώ­νη, Με­θώ­νη, Κα­λα­μά­τα), πού θά μπο­ροῦ­σαν νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τά λι­μά­νια τους, καί μέ τά πλοῖ­α τους νά ἀ­πο­κό­ψουν τόν ἐ­φο­δια­σμό τῶν ὑ­πε­ρα­σπι­στῶν τῶν φρου­ρί­ων. Με­ρι­κοί μό­νον στρα­τι­ῶ­τες ἐ­πι­τέ­θη­καν σέ ντό­πιους πού βρί­σκον­ταν ἐ­κτός τῶν τει­χῶν. Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι πρό­λα­βαν νά κα­τα­φύ­γουν στό φρού­ριο τῆς Ἀρ­κα­δί­ας (Κυ­πα­ρισ­σί­ας, Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1685-1689).

Τό Γαλ­λι­κό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως εἶ­ναι τό μό­νο πού μᾶς δί­δει τήν ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα πλη­ρο­φο­ρί­α πῶς στήν συ­νέ­χεια οἱ Φράγ­κοι κα­τέ­λα­βαν καί τήν Πύ­λο (Port de Junch τήν ὀ­νο­μά­ζει τό Chronique, παρ. 110).

Σύμ­φω­να μέ τίς ἄλ­λες πα­ραλ­λα­γές τῶν Χρο­νι­κῶν, οἱ Φράγ­κοι με­τά τήν Κυ­πα­ρισ­σί­α κα­τευ­θύν­θη­καν πρός τήν Με­θώ­νη (Μο­θώ­νη ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ δι­ά­φο­ρα χω­ρί­α, ἐ­νῶ ἀλ­λοῦ λ.χ. παρ. 329 τήν γρά­φει ὡς Mouton) καί βρῆ­καν »τό κά­στρον ἦ­ταν ἔ­ρη­μον καί ὅ­λον χα­λα­σμέ­νο­ν» δι­ό­τι τό εἶ­χαν κα­τα­γρά­ψει πρω­τύ­τε­ρα οἱ Βε­νε­τοί (7), κα­θώς εἶ­χε γί­νει κέν­τρο Ἑλ­λή­νων πει­ρα­τῶν πού πα­ρε­νο­χλοῦ­σαν τά βε­νε­τσι­ά­νι­κα πλοῖ­α (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1690-1694). Ἀλ­λά καί ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος (La Conquete, παρ. 329) ἀ­να­φέ­ρει γιά τά τεί­χη τῆς Με­θώ­νης πώς ἦσαν γκρε­μι­σμέ­να. Ἑ­πό­με­νο φρού­ριο πού συ­νάν­τη­σαν ἦ­ταν αὐ­τό τῆς Κο­ρώ­νης, τό ὁ­ποῖ­ο, ἄν καί »ἀχαμνό ἀ­πό τεί­χεα­ καί πύρ­γου­ς» προ­έ­βα­λε ἀν­τί­στα­ση. Οἱ Φράγ­κοι ἀ­ναγ­κά­σθη­καν νά βάλ­λουν κα­τά τοῦ φρου­ρί­ου μέ τριμ­που­τσέ­τα (εἶ­δος πο­λε­μι­κῆς βλη­τι­κῆς μη­χα­νῆς). Οἱ Κο­ρω­ναῖ­οι τό­τε πα­ρα­δό­θη­καν μέ τόν ὅ­ρο νά γί­νουν σε­βα­στά τά σπί­τια τους, ὅ­ρος πού ἔ­γι­νε ἀ­πο­δε­κτός. Ὁ Βιλ­λε­αρ­δουΐ­νος ἐγ­κα­τέ­στη­σε φράγ­κι­κη φρου­ρά καί φρού­ραρ­χο (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1696-1710 καί Chronique, παρ. 111).

Τήν ἄλ­λη μέ­ρα, κα­τευ­θύν­θη­καν πρός τήν Κα­λα­μά­τα, ὅ­που βρῆ­καν φρού­ριο ἀ­νί­σχυ­ρο, »ὡς μο­να­στή­ρι ἦτα­ν», κα­θώς λέ­γει τό Χρο­νι­κό, καί τό κα­τέ­λα­βαν (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1711-1714, Chronique, παρ. 113). Ἀ­ξί­ζει νά ση­μει­ω­θεῖ πάν­τως ὅ­τι ὁ Βι­λλεαρ­δου­ΐνος (La Conquete παρ. 330) μαρ­τυ­ρεῖ πώς τό κά­στρο τῆς Κα­λα­μά­τας ἦ­ταν ἰ­σχυ­ρό καί ἡ πο­λι­ορ­κί­α του δι­ήρ­κε­σε. Ἀλ­λά μᾶλ­λον ὀ­φεί­λου­με νά δε­χθοῦ­με πώς ὁ Φράγ­κος ἱ­στο­ρι­κός σφάλ­λει, κα­θώς ἡ Κα­λα­μά­τα βρί­σκε­ται σέ πε­δι­νό, ἀ­νοι­χτό μέ­ρος, γε­γο­νός πού κα­θι­στά τό φρού­ριό της ἀρ­κε­τά εὐ­κο­λο­πρό­σβλη­το.

Ὅ­ταν οἱ Ἕλ­λη­νες ἔ­μα­θαν τό πό­σο εἶ­χαν προ­χω­ρή­σει οἱ Φράγ­κοι κα­τα­κτη­τές, ἀ­πο­φά­σι­σαν νά τούς ἀν­τι­με­τω­πί­σουν. Μα­ζεύ­θη­καν λοι­πόν Ἕλ­λη­νες μα­χη­τές ἀ­πό τίς πό­λεις Νι­κλί καί Βε­λι­γο­στή (τῆς Ἀρ­κα­δί­ας), ἀ­πό τήν πε­ρι­ο­χή τῆς Λα­κε­δαί­μο­νος καί τά χω­ριά τοῦ Λάκ­κου τῆς Μεσ­ση­νί­ας, κα­θώς καί Σλά­βοι Μη­λιγ­κοί ἀ­πό τόν Τα­ΰγε­το, σύ­νο­λο 4.000 πε­ζοί καί ἱπ­πεῖς, καί στρα­το­πέ­δευ­σαν στόν Χρυ­σο­ρέ­α (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1715-1725).

Ἀλ­λά καί οἱ Φράγ­κοι, ὅ­ταν πλη­ρο­φο­ρή­θη­καν τήν συ­νά­θροι­ση τῶν Ἑλ­λή­νων μα­χη­τῶν στόν Χρυ­σο­ρέ­α, κι­νή­θη­καν πρός τό ἴ­διο μέ­ρος »καί πό­λε­μον ἐ­δώ­κα­σιν οἱ Φράγ­κοι καί οἱ Ρω­μαῖ­οι­» (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1729). Ἡ μά­χη δό­θη­κε ὄ­χι στόν Χρυ­σο­ρέ­α, ἀλ­λά στήν θέ­ση Κα­πη­σκιά­νους, στόν »Κούντουρα ἐ­λαι­ῶ­να­» ὅ­πως ἀλ­λοι­ῶς τήν ὀ­νο­μά­ζει τό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως, κα­θώς οἱ Φράγ­κοι πέ­τυ­χαν νά πα­ρα­σύ­ρουν τούς Ἕλ­λη­νες σέ ἀ­νοι­χτό πε­δί­ο (στό »Κούντουρα ἐ­λαι­ῶ­να­») καί νά τούς νι­κή­σουν κα­τά κρά­τος, φο­νεύ­ον­τας ἀρ­κε­τούς ἀν­τι­πά­λους τους. Οἱ Φράγ­κοι ἀ­ριθ­μοῦ­σαν στήν μά­χη μό­νο 700 μα­χη­τές (8).

Καί ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος ἐ­πί­σης μνη­μο­νεύ­ει τήν μά­χη. Οἱ ἀ­ριθ­μοί πού ἀ­να­φέ­ρει γιά τίς δύ­ο ἀν­τί­πα­λες δυ­νά­μεις, ἄν καί δι­α­φέ­ρουν ἀ­πό τούς ἀν­τί­στοι­χους ἀ­να­φε­ρό­με­νους στό Χρο­νι­κό, βρί­σκον­ται στά ἴ­δια πε­ρί­που ἐ­πί­πε­δα (τό Χρο­νι­κό δί­νει 4.000 Ἕλ­λη­νες καί 700 Φράγ­κους, ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐ­νος πα­ρα­δί­δει 5.000 γιά τούς Ἕλ­λη­νες καί 500 γιά τούς Φράγ­κους). Σύμ­φω­να μέ τήν ἀ­φή­γη­ση τοῦ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνου (La Conquete παρ. 328 κ.ἑ.) οἱ Φράγ­κοι, ξε­κι­νών­τας ἀ­πό τήν Με­θώ­νη, προ­χώ­ρη­σαν σέ ἀ­πό­στα­ση μί­ας ἡ­μέ­ρας μέ τά ἄ­λο­γα, συ­ναν­τή­θη­καν μέ τούς Ἕλ­λη­νες, τούς ὁ­ποί­ους καί νί­κη­σαν θρι­αμ­βευ­τι­κά. Ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος μᾶς πα­ρέ­χει καί τήν πλη­ρο­φο­ρί­α ὅ­τι ἀρ­χη­γός τῶν Ἑλ­λήνων ἦ­ταν κά­ποι­ος Μι­χά­λης (Michalis, ὅ.π. παρ. 301). Εἶ­ναι ἡ μό­νη πη­γή πού δι­α­σώ­ζει τό ὄ­νο­μα τοῦ ἀρ­χη­γοῦ τῶν Ἑλ­λή­νων. Πέ­ραν τοῦ ὀ­νό­μα­τος αὐ­τοῦ (Michalis) πε­ρισ­σό­τε­ρα συμ­πα­γῆ στοι­χεῖ­α πού νά μᾶς ὁ­δη­γή­σουν μέ βε­βαι­ό­τη­τα στήν ἀ­να­γνώ­ρι­ση κά­ποι­ου ἱ­στο­ρι­κοῦ προ­σώ­που καί τήν ταύ­τι­σή του μέ τόν  Μι­χά­λη, ἀρ­χη­γό τῶν Ἑλ­λή­νων στήν μά­χη τοῦ »Κούντουρα ἐ­λαι­ῶ­να­», δέν πα­ρέ­χον­ται. Ὑ­πάρ­χει πάν­τα ἡ δυ­να­τό­τη­τα νά ὑ­πο­θέ­σου­με κά­ποι­ον. Ὡ­στό­σο, δέν μπο­ροῦ­με νά κα­τα­λή­ξου­με μέ βε­βαι­ό­τη­τα βα­σι­ζό­με­νοι σέ ἕ­ναν ὑ­πο­θε­τι­κό συλ­λο­γι­σμό.

Ἄλ­λο προ­βλη­μα­τι­κό στοι­χεῖ­ο εἶ­ναι ὁ χω­ρο­γρα­φι­κός ἐν­το­πι­σμός τοῦ πε­δί­ου τῆς μά­χης. Ἔ­χουν προ­τα­θεῖ δι­ά­φο­ρες θέ­σεις, ἀ­κό­μη καί ἐ­κτός τῆς Μεσ­ση­νί­ας. Τό στοι­χεῖ­ο τοῦ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐ­νου ὅ­τι οἱ Φράγ­κοι ἀ­πό τήν Με­θώ­νη ὡς τήν το­πο­θε­σί­α τῆς μά­χης δι­ή­νυ­σαν ἀ­πό­στα­ση μί­ας ἡ­μέ­ρας ἔ­φιπ­ποι, ἀρ­κεῖ γιά νά ἀ­πο­κλεί­σει τίς ἐ­κτός μεσ­ση­νια­κοῦ χώ­ρου προ­τα­θεῖ­σες θέ­σεις. Με­ρι­κοί ἐ­ρευ­νη­τές (9) πα­ρα­σύρ­θη­καν ἴ­σως ἀ­πό τήν Ἰ­τα­λι­κή πα­ραλ­λα­γή τοῦ Χρο­νι­κοῦ καί δι­α­τύ­πω­σαν τήν γνώ­μη ὅ­τι ἡ μά­χη ἔ­γι­νε στό ἀ­κρω­τή­ριο Σκι­έ­νο [Capo Schieno στό Ἰ­τα­λι­κό Χρο­νι­κό, Κα­πη­σκιά­νοι (;)], ὅ­μως δέν μπό­ρε­σαν νά ἐν­το­πί­σουν τέ­τοι­ο ἀ­κρω­τή­ριο.

Ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτη εἶ­ναι ἡ θέ­ση πού προ­τεί­νει ὁ Μουν­δρέ­ας. Ξε­κι­νών­τας μέ δε­δο­μέ­νη τήν θέ­ση στρα­το­πέ­δευ­σης τῶν Ἑλ­λή­νων στόν Χρυ­σο­ρέ­α (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1719) ὑ­πο­στη­ρί­ζει πώς τό το­πω­νύ­μιο Χρυ­σο­ρέ­ας δη­λώ­νει πο­τα­μό χρυ­σο­φό­ρο, πού κα­τε­βά­ζει ψήγ­μα­τα χρυ­σοῦ στήν ρο­ή του. Ταυ­τί­ζει λοι­πόν τόν Χρυ­σο­ρέ­α μέ τόν ση­με­ρι­νό Ξε­ρί­λα πο­τα­μό, πού χύ­νε­ται στόν Πά­μι­σο [βλ. Μουν­δρέ­α, ''Τοπωνυμικά τῆς Μεσ­ση­νί­ας (στήν ἐπο­χή τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας), στά ''Πρακτικά τοῦ Α' Δι­ε­θνοῦς Συ­νε­δρί­ου Πε­λο­πον­νη­σια­κῶν Σπου­δῶ­ν'', Σπάρ­τη 1975, τ. Β', σελ. 184-185].

Ὅ­ποι­ο ὅ­μως καί ἄν ἦ­ταν τό πε­δί­ο τῆς μά­χης (πάν­τως μέ­σα στόν μεσ­ση­νια­κό χῶ­ρο), τό ἀ­πο­τέ­λε­σμά της ὑ­πῆρ­ξε ἀ­πο­φα­σι­στι­κό. Μέ αὐ­τήν τήν μό­νη μά­χη σέ ἀ­νοι­χτό πε­δί­ο, στούς Κα­πη­σκιά­νους, ἑ­δραι­ώ­θη­κε ὁ­ρι­στι­κά ἡ φραγ­κι­κή κυ­ρι­αρ­χί­α στήν Μεσ­ση­νί­α (1205).

Γιά νά ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ ἡ κα­τά­κτη­ση ὅ­μως, ἀ­πέ­μει­νε νά κυ­ρι­ευ­θοῦν τά φρού­ρια τοῦ Ἀ­ρα­χλό­βου καί τῆς Ἀρ­κα­δί­ας (Κυ­πα­ρισ­σί­ας). Ἔ­τσι, με­τά τό νι­κη­φό­ρο ἀ­πο­τέ­λε­σμα στούς Κα­πη­σκιά­νους, ὅ­μως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ τό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως, ὁ Γο­δε­φρί­δος Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος συμ­βού­λευ­σε τόν Σαμ­πλίτ­τη νά κα­τα­λά­βουν τό Ἀ­ρά­χλο­βο (ὅ­πως καί ἔ­γι­νε, Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1756-1765) (10). Τό φρού­ριο τῆς Ἀρ­κα­δί­ας πο­λι­ορ­κή­θη­κε μέν, ἀλ­λά προ­έ­βα­λε ἰ­σχυ­ρή ἀν­τί­στα­ση, δι­ό­τι ἦ­ταν κα­λά ὀ­χυ­ρω­μέ­νο καί εἶ­χε πύρ­γο ἀ­πό τήν κλασ­σι­κή πε­ρί­ο­δο, ἀ­πό τήν »ἐποχή τῶν Ἑλ­λή­νω­ν», ὅ­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γρά­φει τό Χρο­νι­κό. Οἱ Φράγ­κοι ἀ­ναγ­κάσθη­καν νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν »τριπουτσέτα» καί »τζογρατάρους». Οἱ Ἀρ­κα­δι­νοί τε­λι­κά πα­ρέ­δω­σαν τό φρού­ριο μέ τόν ὅ­ρο νά γί­νουν σε­βα­στά τά σπί­τια, οἱ ζω­ές καί οἱ πε­ρι­ου­σί­ες τους (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1765-1790, Γαλ­λι­κό Χρο­νι­κό παρ. 115).

Τό 1205 ἡ Μεσ­ση­νί­α βρί­σκε­ται ὑ­πό φραγ­κι­κή κυ­ρι­αρ­χί­α, ὅ­πως ἄλ­λω­στε καί τό πιό με­γά­λο μέ­ρος τῆς Πε­λο­πον­νή­σου, ἄν ἐξαι­ρέ­σου­με ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρι­ο­χές λ.χ. τήν Μο­νεμ­βα­σιά, τό Ναύ­πλιο καί τήν Κό­ριν­θο.


(ἀ­πό τήν κα­τά­κτη­ση τό 1204 ὡς τό 1262)    

ΜΕΡΟΣ Γ’
ΕΔΡΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΜΕΣΣΗΝΙΑ
Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΩΣ ΤΟ 1262 (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑΣ)

Ἀρ­χιμ. Κύ­ριλ­λος

Μό­νο δύ­ο μέ­ρες με­τά τήν πα­ρά­δο­ση τοῦ φρου­ρί­ου τῆς Ἀρ­κα­δί­ας (Κυ­πα­ρισ­σί­ας), μαν­τα­το­φό­ροι ἔ­φθα­σαν στόν Γου­λι­έλ­μο Σαμ­πλίτ­τη φέρ­νον­τάς του τήν εἴ­δη­ση πώς ὁ ἀ­δελ­φός του στά μέ­ρη τῆς Γαλ­λί­ας πέ­θα­νε ἄ­κλη­ρος καί ἑ­πο­μέ­νως ὁ ἴ­διος ἔ­πρε­πε νά τόν δι­α­δε­χθεῖ. Ἔ­τσι, ὁ Σαμ­πλίτ­της ἀ­νε­χώ­ρη­σε γιά τήν Γαλ­λί­α ἀ­φή­νον­τας τόν στρα­τό του καί τήν κα­τα­κτη­μέ­νη πε­ρι­ο­χή στόν Γο­δε­φρί­δο Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνο. Εἰ­δι­κό­τε­ρα στόν Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνο πα­ρα­χώ­ρη­σε τήν Κα­λα­μά­τα καί τήν Ἀρ­κα­δί­α μέ τήν πε­ρι­ο­χή της (11).
Ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος εἶ­χε ἄ­με­σα ζη­τή­μα­τα νά ἀν­τι­με­τω­πί­σει, τίς σχέ­σεις μέ τούς Βε­νε­τούς καί τήν δι­οι­κη­τι­κή ὀρ­γά­νω­ση τῆς κα­τα­κτη­μέ­νης πε­ρι­ο­χῆς. Ἐ­κεί­νη τήν πε­ρί­ο­δο οἱ σχέ­σεις του μέ τούς Βε­νε­τούς ἦ­σαν ἐ­χθρι­κές, δι­ό­τι οἱ τε­λευ­ταῖ­οι εἶ­χαν ἀ­πο­σπά­σει μέ ἐ­χθρο­πρα­ξί­ες ἀ­πό τούς Φράγ­κους τήν Με­θώ­νη καί τήν Κο­ρώ­νη τά ἔ­τη 1206-1207. Τά δύ­ο μέ­ρη τε­λι­κά κα­τέ­λη­ξαν σέ συμ­φω­νί­α, πού ἐ­πι­κυ­ρώ­θη­κε μέ τήν συν­θή­κη τῆς Σα­πι­έν­τζας (1209), πού συν­τά­χθη­κε στήν ὁ­μώ­νυ­μη νη­σί­δα ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τήν Με­θώ­νη. Μέ τήν συν­θή­κη αὐ­τή ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος ἀ­να­γνώ­ρι­ζε τήν βε­νε­τι­κή κυ­ρι­αρ­χί­α στήν Με­θώ­νη καί τήν Κο­ρώ­νη (μέ τίς πε­ρι­ο­χές τους), πα­ραι­τοῦν­ταν τῶν δι­εκ­δι­κή­σε­ών του ἐ­π᾿ αὐ­τῶν, καί ἐ­πί­σης πα­ρα­χω­ροῦ­σε ἐ­λευ­θε­ρί­α στίς ἐμ­πο­ρι­κές δρα­στη­ρι­ό­τη­τες τῶν Βε­νε­τῶν, καί τό δι­καί­ω­μα τῶν τε­λευ­ταί­ων νά ἔ­χουν τίς δι­κές τους Ἐκ­κλη­σί­ες καί ἀ­πο­θῆ­κες σέ κά­θε πό­λη.
Ἐ­νῶ τό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως ἀ­να­φέ­ρει τήν πα­ρα­χώ­ρη­ση τῶν δύ­ο πό­λε­ων στούς Βε­νε­τούς (12), τήν συν­δέ­ει μέ τήν βο­ή­θεια πού προ­σέ­φε­ραν οἱ Βε­νε­τοί μέ τά πλοῖ­α τους στόν Γου­λι­έλ­μο Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνο, τόν γυιό τοῦ Γο­δε­φρί­δου, γιά τήν κα­τά­κτη­ση τῆς Κο­ρίν­θου, τοῦ Ναυ­πλί­ου, τοῦ Ἄρ­γους καί τῆς Μο­νεμ­βα­σιᾶς, γε­γο­νό­τα ὅ­μως πού συ­νέ­βη­σαν ἀρ­γό­τε­ρα (1246-1250). Κά­που τό Χρο­νι­κό συγ­χέ­ει τά δύ­ο γε­γο­νό­τα καί ἐμ­φα­νί­ζε­ται νά ἔ­χει ἀ­να­χρο­νι­σμούς.
Τό ἄλ­λο με­γά­λο ζή­τη­μα πού ἐ­πεῖ­γε καί εἶ­χε νά ἀν­τι­με­τω­πί­σει ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος ἦ­ταν ἡ δι­οί­κη­ση τοῦ φραγ­κι­κοῦ Μο­ρέ­ως. Ὁ Γο­δε­φρί­δος Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος κά­λε­σε συ­νέ­λευ­ση τῶν Φράγ­κων στήν Ἀν­δρα­βί­δα, ὥ­στε νά ὀρ­γα­νω­θεῖ δι­οι­κη­τι­κά ἡ κα­τα­κτη­μέ­νη πε­ρι­ο­χή. Δύ­ο κυ­ρί­ως πα­ρα­μέ­τρους ἔ­λα­βαν ὑ­π᾿ ὄ­ψιν τους, τό ἀν­τί­στοι­χο φε­ου­δαρ­χι­κό σύ­στη­μα ποῦ ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε στήν χώ­ρα τους (Γαλ­λί­α), τό ὁ­ποῖ­ο χρη­σί­μευ­σε ὡς πρό­τυ­πο γιά τήν δι­οι­κη­τι­κή δι­αί­ρε­ση τοῦ Μο­ρέ­ως, καί τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πού δέν ἦ­ταν δυ­να­τόν νά ἀ­γνο­η­θεῖ, πώς βρί­σκον­ταν αὐ­τοί οἱ ὀ­λι­γά­ριθ­μοι Φράγ­κοι κυ­ρί­αρ­χοι μί­ας ξέ­νης πε­ρι­ο­χῆς, πάν­το­τε ἀ­ναγ­κα­σμέ­νοι νά εἶ­ναι σέ στρα­τι­ω­τι­κή ἑ­τοι­μό­τη­τα.
Ἡ Πε­λο­πόν­νη­σος δι­αι­ρέ­θη­κε σέ δώ­δε­κα βα­ρω­νί­ες, καί κά­θε βα­ρω­νί­α σέ μι­κρό­τε­ρα φέ­ου­δα (»φέη» ἀ­να­φέ­ρον­ται στό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως), τά ὁ­ποῖα­ δι­α­νε­μή­θη­καν στούς Ἱπ­πό­τες, τήν Κα­θο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α καί τούς ὑ­πο­τε­λεῖς (λί­ζιους) στούς βα­ρώ­νους. Ἱ­δρύ­θη­καν ἐ­πί­σης ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πή στήν Πά­τρα μέ Λα­τί­νο Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο καί Ἔ­ξαρ­χο Ἀ­χα­ΐ­ας, ἐπι­σκο­πές, ἑ­πτά βα­ρω­νί­ες ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές μέ κλη­ρι­κούς βα­ρώ­νους. Κά­θε ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή βα­ρω­νί­α ἔ­λα­βε ἀ­πό τέσ­σε­ρα τι­μά­ρια. Δό­θη­καν ἐ­πί­σης τι­μά­ρια στά ἱπ­πο­τι­κά τάγ­μα­τα τῶν Τευ­τό­νων καί τῶν Ἰ­ω­αν­νι­τῶν.
Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τήν Μεσ­ση­νί­α, αὐ­τή χω­ρί­σθη­κε σέ δύ­ο βα­ρω­νί­ες [Κα­λα­μῶν καί Ἀρ­κα­δί­ας (Κυ­πα­ρισ­σί­ας)] καί σέ δύ­ο ἐπι­σκο­πές μέ ἕ­δρες τήν Με­θώ­νη καί τήν Κο­ρώ­νη. Καί οἱ ἕ­δρες τῶν ἱπ­πο­τι­κῶν ταγ­μά­των βρί­σκον­ταν στήν πε­ρι­ο­χή τῆς Μεσ­ση­νί­ας, τῶν μέν Τευ­τό­νων στήν Μο­στε­νί­τσα (κον­τά στήν Κα­λα­μά­τα), τῶν δέ Ἰ­ω­αν­νι­τῶν στήν Με­θώ­νη (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1903-1988). Οἱ βα­ρω­νί­ες Κα­λα­μῶν καί Ἀρ­κα­δί­ας ἐ­πι­κυ­ρώ­θη­καν στόν Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­γνω­ρί­σθη­κε καί βά­ϊ­λος τοῦ Μο­ρέ­ως (ἔ­τος 1209), ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­γι­νε καί ἡ­γε­μό­νας. Τόν ἡ­γε­μό­να πλαι­σί­ω­ναν οἱ βα­ρῶ­νοι, οἱ ἐπί­σκο­ποι καί οἱ λί­ζιοι, πού ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν κούρ­τη (αὐ­λή) γύ­ρω ἀ­πό αὐ­τόν (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 2013-2016). Ἡ κούρ­τη λει­τουρ­γοῦ­σε ὡς συμ­βου­λευ­τι­κό ὄρ­γα­νο τοῦ ἡ­γε­μό­να καί εἶ­χε ἐ­πί­σης δι­κα­στι­κές ἁρ­μο­δι­ό­τη­τες (13).
Ἐν­δι­α­φέ­ρου­σες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τό πῶς λει­τουρ­γοῦ­σε ἡ κούρ­τη μᾶς δί­δει τό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως σέ δι­ά­φο­ρα χω­ρί­α. Ὁ πρίγ­κη­πας (ἡ­γε­μό­νας), γιά πα­ρά­δειγ­μα, δέν μπο­ρεῖ νά λά­βει μό­νος του τήν ἀ­πό­φα­ση νά πα­ρα­χω­ρή­σει κά­στρα ἤ τι­μά­ρια πού ἀ­νή­κουν σέ ἕ­ναν ὑ­πο­τε­λῆ σέ κά­ποι­ον ἄλ­λον, χω­ρίς τήν συγ­κα­τά­θε­ση τῶν βα­ρώ­νων (στ. 4280-4290), εἴ­τε ἡ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ αἰχ­μά­λω­του Γου­λι­έλ­μου, γυιοῦ τοῦ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνου, στόν Ἕλ­λη­να αὐ­το­κρά­το­ρα τῆς Νι­καί­ας με­τά τήν μά­χη τῆς Πε­λα­γο­νί­ας (θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με στήν συ­νέ­χεια).
Στήν συ­νέ­λευ­ση τῆς κούρ­της (στόν »παρλαμά», parlament, Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 4402) προ­ΐ­στα­το ὁ λο­γο­θέ­της ὡς ἀν­τι­πρό­σω­πος τοῦ ἡ­γε­μό­να καί ἐ­νερ­γοῦ­σε ὡς πλη­ρε­ξού­σιός του ἔ­χον­τας τό δι­καί­ω­μα νά ὑ­πο­γρά­φει συν­θῆ­κες ἐν ὀ­νό­μα­τι αὐ­τοῦ. Ὁ ἡ­γε­μό­νας, ἄν πα­ρί­στα­το ὁ ἴ­διος, ἤ ὁ λο­γο­θέ­της ὡς πλη­ρε­ξού­σιός του, κρα­τοῦ­σε κα­τά τήν συ­νέ­λευ­ση σκῆ­πτρο ὡς ἔμ­βλη­μα τῆς ἀρ­χῆς του (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 7533-7552). Οἱ ὑ­πο­τε­λεῖς (λί­ζιοι) ὁρ­κί­ζον­ταν πί­στη σέ αὐ­τόν, ἀ­να­γνώ­ρι­ζαν καί τι­μοῦ­σαν τήν ἀρ­χή του (ὅ.π., στ. 7880-7905). Εἶ­χαν ἐ­πί­σης τήν ὑ­πο­χρέ­ω­ση νά προ­σπα­θή­σουν νά ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σουν τόν αἰχ­μα­λω­τι­σμέ­νο τους ἡ­γε­μό­να εἴ­τε πλη­ρώ­νον­τας τά λύ­τρα εἴ­τε παίρ­νον­τας οἱ ἴ­διοι τήν θέ­ση του ἕ­ως ὅ­του νά συγ­κεν­τρω­θεῖ τό πο­σό (ὅ.π. στ. 7570-7580).
Οἱ στρα­τι­ω­τι­κές ὑ­πο­χρε­ώ­σεις ὁ­ρί­σθη­καν ὡς ἑ­ξῆς: ὅ­λοι οἱ ὑ­πο­τε­λεῖς θά στρα­τεύ­ον­ταν γιά τέσ­σε­ρις μῆ­νες, τέσ­σε­ρις μῆ­νες θά ἔ­με­ναν σέ φρού­ρια καί τούς ὑ­πο­λοί­πους τέσ­σε­ρις μῆ­νες στά σπί­τια τους, πάν­το­τε ὅ­μως ἑ­τοι­μο­πό­λε­μοι νά προ­στρέ­ξουν στό κά­λε­σμα τοῦ ἡ­γε­μό­να. Ἀ­πό τίς στρα­τι­ω­τι­κές ὑ­πο­χρε­ώ­σεις ἀ­παλ­λάσ­σον­ταν οἱ ἱ­ε­ρω­μέ­νοι καί οἱ ἀ­νή­κον­τες σέ μο­να­χι­κά τάγ­μα­τα (ὅ.π., στ. 1995-2000).
Στήν κα­τώ­τε­ρη κοι­νω­νι­κή βαθ­μί­δα βρί­σκον­ταν οἱ δου­λο­πά­ροι­κοι, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­νῆ­καν στόν ἀ­φέν­τη τους, πού ἦ­ταν ὁ μό­νος πού μπο­ροῦ­σε νά τούς ἐ­λευ­θε­ρώ­σει. Πολ­λές φο­ρές οἱ δου­λο­πά­ροι­κοι ἦ­σαν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νά δου­λεύ­ουν γιά τήν Κα­θο­λι­κή ἐκ­κλη­σί­α δί­χως πλη­ρω­μη (14). Κα­τ᾿ αὐ­τόν τόν τρό­πο δι­αρ­θρώ­θη­κε κοι­νω­νι­κά καί στρα­τι­ω­τι­κά τό φραγ­κι­κό πριγ­κη­πάτο τοῦ Μο­ρέ­ως (καί ἡ Μεσ­ση­νί­α φυ­σι­κά πού μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει εἰ­δι­κό­τε­ρα).
Ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος, γιά νά δι­α­σφα­λί­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο τήν μεσ­ση­νια­κή του ἐ­πι­κρά­τεια, ἐ­ξε­στρά­τευ­σε ἐ­ναν­τί­ον τῆς Ἀρ­κα­δί­ας καί τῆς Λα­κω­νί­ας πο­λι­ορ­κών­τας τά φρού­ρια τῶν Ἑλ­λή­νων, Βε­λι­γο­στῆ, Νι­κλί καί τήν πε­ρι­ο­χή τῆς Λα­κε­δαί­μο­νας. Οἱ Ἕλ­λη­νες ἄρ­χον­τες συν­θη­κο­λό­γη­σαν γιά νά δι­α­τη­ρή­σουν τίς γαι­ο­κτη­σί­ες τους (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως, στ. 2017-2074). Ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος ἐ­πί­σης ἀν­τι­με­τώ­πι­σε ἐ­πι­τυ­χῶς καί τίς ἐ­δα­φι­κές δικ­δι­κή­σεις τοῦ Ρο­βέρ­του ἐ­ξα­δέλ­φου τοῦ Γου­λι­έλ­μου Σαμ­πλίτ­τη, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­ξί­ω­νε τήν κλη­ρο­νο­μί­α του ὡς δι­ά­δο­χος τοῦ Σαμ­πλίτ­τη. Πό­τε ἐρ­χό­με­νος σέ συ­νεν­νό­η­ση μέ τούς Βε­νε­τούς, ὥ­στε οἱ τε­λευ­ταῖ­οι νά μήν προ­σφέ­ρουν πλοῖ­ο στόν Ρο­βέρ­το καί πό­τε ἀ­πο­φεύ­γον­τας νά τόν συ­ναν­τή­σει με­τα­κι­νού­με­νος συ­νε­χῶς, πέ­τυ­χε νά κερ­δί­σει χρό­νο. Ὅ­ταν τε­λι­κά οἱ δύ­ο ἄν­δρες συ­ναν­τή­θη­καν στήν Λα­κε­δαί­μο­να, σέ συ­νέ­λευ­ση οἱ Ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί οἱ »φλαουριαραῖοι» (ὅ­σοι δηλ. εἶ­χαν δι­καί­ω­μα νά φέ­ρουν φλάμ­που­ρο, ση­μαί­α βά­σει τῶν τι­μα­ρί­ων τους, βλ. Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1980-1988) ἐ­ξέ­τα­σαν τά ἔγ­γρα­φα τοῦ κα­θε­νός καί ἔ­κρι­ναν πώς ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος ἦ­ταν ὁ νό­μι­μος δι­ά­δο­χος τοῦ Σαμ­πλίτ­τη, βά­ϊ­λος τοῦ Μο­ρέ­ως καί ἡ­γε­μό­νας (15). Στήν ἀ­πό­φα­σή τους βά­ρυ­νε τό γε­γο­νός ὅ­τι ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος ἦ­ταν »κα­λο­ϋ­πό­λη­πτος εἰς ὅ­λους δι­και­ο­κρί­τη­ς», »καλός καί φρό­νι­μο­ς» (ὅ.π. στ. 2100-2105) καί οἱ Φράγ­κοι δέν ἤ­θε­λαν γιά ἡ­γε­μό­να τους ἕ­ναν ἄ­πει­ρο νε­α­ρό, τήν στιγ­μή πού δι­έ­θε­ταν ἕ­ναν ἔμ­πει­ρο ἡ­γέ­τη,  ἀ­γα­πη­τό σέ ὅ­λους.
Τό 1210 ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς ἡ­γε­μό­νας (πρίγ­κη­πας) τοῦ Μο­ρέ­ως, ἔ­χει στήν ἰ­δι­ο­κτη­σί­α του τίς δύ­ο μεσ­ση­νια­κές βα­ρω­νί­ες Κα­λα­μῶν καί Ἀρ­κα­δί­ας (Κυ­πα­ρισ­σί­ας), μέ ἑ­δραι­ω­μέ­νη καί ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­τη τήν κυ­ρι­αρ­χί­α του στήν Μεσ­ση­νί­α, χω­ρίς νά ὑ­πάρ­χει ἐ­λεύ­θε­ρο φρού­ριο ἀ­πει­λη­τι­κό τῆς ἐ­πι­κρα­τεί­ας του σέ ἑλ­λη­νι­κή κυ­ρι­αρ­χί­α (πλήν τῆς Μο­νεμ­βα­σιᾶς) καί μέ συμ­μά­χους τούς Βε­νε­τούς πού κα­τέ­χουν Με­θώ­νη καί Κο­ρώ­νη. Ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς Μεσ­ση­νί­ας στά ἀ­μέ­σως ἑ­πό­με­να χρό­νια θά εἶ­ναι στε­νά συν­δε­δε­μέ­νη μέ τήν οἰ­κο­γέ­νεια τῶν Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνων καί τήν  γε­νι­κό­τε­ρη πο­ρεί­α τοῦ πριγ­κη­πά­του τοῦ Μο­ρέ­ως, τήν ὁ­ποί­α συ­να­κο­λου­θεῖ.
Ὁ Γο­δε­φρί­δος Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος ἄ­φη­σε δύ­ο γυιούς, τόν Γο­δε­φρί­δο Β’ καί τόν Γου­λι­έλ­μο, ὁ ὁ­ποῖ­ος μά­λι­στα ἐ­πει­δή γεν­νή­θη­κε στό φρού­ριο τῆς Κα­λα­μά­τας γι᾿ αὐ­τό τόν ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν Γου­λι­έλ­μο ντέ Κα­λα­μά­τα (ὅ.π. στ. 2445-2451). Ὅ­ταν πέ­θα­νε ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος (ἔ­τος 1218) »θρῆνος ἐ­γέ­νε­το πο­λύς εἰς ὅ­λον τόν Μο­ρέ­α,/ δια­τί τόν εἶ­χαν ἀ­κρι­βόν, πολ­λά τόν ἀ­γα­ποῦ­σαν/ διά τήν κα­λήν του ἀ­φεν­τί­αν τήν φρό­νε­σιν ὅ­που εἶ­χε­ν»(ὅ.π. στ. 2462-2465). Τήν θέ­ση τοῦ θα­νόν­τος ἡ­γε­μό­να δι­α­δέ­χθη­κε ὁ γυιός του Γο­δε­φρί­δος ὁ Β’, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο τό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως ἐκ­φρά­ζε­ται θε­τι­κά. Τόν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ἄ­ξιο καί ἱ­κα­νό ἡ­γέ­τη, ὅ­πως καί ὁ πα­τέ­ρας του (στ. 2468-2472).
Καί πραγ­μα­τι­κά ἦ­ταν ἄ­ξιος δι­ά­δο­χος τοῦ πα­τέ­ρα του. Ἐ­πί τῶν ἡ­με­ρῶν τοῦ Γο­δε­φρί­δου Β’ οἱ βα­ρω­νί­ες τῆς Μεσ­ση­νί­ας καί ὅ­λο τό πριγ­κη­πά­το τοῦ Μο­ρέ­ως γνω­ρί­ζουν τήν ἄν­θη­ση. Συγ­κεν­τρώ­θη­κε πλοῦ­τος καί δύ­να­μη ἀ­ξι­ό­λο­γη. Αὐ­τό φαί­νε­ται ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅ­τι στήν αὐ­λή του δι­α­τη­ροῦ­σε με­γά­λο ἀ­ριθ­μό ἱπ­πο­τῶν (ὀ­γδόν­τα), στούς ὁ­ποί­ους συ­χνά προ­σέ­φε­ρε πλού­σια δῶ­ρα (16).
Ὁ Γο­δε­φρί­δος ὁ Β’ ἦλ­θε σέ σύγ­κρου­ση μέ τούς Λα­τί­νους ἐ­πι­σκό­πους καί τόν Κα­θο­λι­κό κλῆ­ρο κα­τη­γο­ρών­τας τους ὅ­τι δέν συ­νέ­βα­λαν ἀρ­κε­τά στήν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν Ἑλ­λή­νων. Συγ­κέν­τρω­σε μά­λι­στα τά ἔ­σο­δα τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν φέ­ου­δων καί ἔ­χτι­σε ἰ­σχυ­ρό φρού­ριο στό Χλο­μού­τσι, δυ­τι­κά τῆς Γλα­ρέν­τζας (στήν πε­ρι­ο­χή τῆς Ἠ­λεί­ας). Ἔ­κο­ψε ἐ­πί­σης καί δι­κό του νό­μι­σμα (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 2631-2657). Ἀρ­γό­τε­ρα ὅ­μως, ἦλ­θε σέ συμ­φω­νί­α μέ τήν Κα­θο­λι­κή ἐκ­κλη­σί­α καί τῆς ἔ­δω­σε προ­νό­μια. Συμ­φω­νή­θη­κε οἱ ἐ­πι­σκο­πές (καί τοῦ­το μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει εἰ­δι­κό­τε­ρα γιά τίς δύ­ο μεσ­ση­νια­κές ἐ­πι­σκο­πές τῆς Με­θώ­νης καί τῆς Κο­ρώ­νης) νά ἀ­παλ­λα­γοῦν ἀ­πό τίς εἰ­σφο­ρές καί ἀ­πό κά­θε δι­κα­στι­κή ὑ­πο­χρέω­ση, καί νά λά­βουν ὅ­λα τά κτή­μα­τα πού ἀ­νῆ­καν προ­η­γου­μέ­νως στήν Ὀρ­θό­δο­ξη ἐκ­κλη­σί­α. Ὁ ἴ­διος ὁ ἡ­γε­μό­νας τοῦ Μο­ρέ­ως κρά­τη­σε τήν κι­νη­τή ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή πε­ρι­ου­σί­α, μέ τόν ὅ­ρο νά κα­τα­βάλ­λει ἐ­τη­σί­ως ἕ­να πο­σό ὡς πλη­ρω­μή (ὅ.π. στ. 2658 κ.ἑ.) (17).
Χά­ρη στήν οἰ­κο­νο­μι­κή του ἰ­σχύ ὁ Γο­δε­φρί­δος Β’ μπό­ρε­σε νά προ­σφέ­ρει στρα­τι­ω­τι­κή καί οἰ­κο­νο­μι­κή στή­ρι­ξη στόν Λα­τί­νο αὐ­το­κρά­το­ρα τῆς Κων/πο­λης, Βαλ­δου­ΐνο Β’, ὅ­ταν ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ἀ­πει­λοῦν­ταν ἀ­πό τήν ἑλ­λη­νι­κή αὐ­το­κρα­το­ρί­α τῆς Νι­καί­ας. Σέ ἀν­τάλ­λαγ­μα, ὁ Βαλ­δου­ΐ­νος Β’ τοῦ πα­ρα­χώ­ρη­σε τό Δου­κά­το τοῦ Αἰ­γαί­ου (1236). Ὅ­λες οἱ πα­ρα­πά­νω πλη­ρο­φο­ρί­ες τοῦ Χρο­νι­κοῦ ἀ­πο­τε­λοῦν στοι­χεῖ­α εὔ­γλωτ­τα τῆς ἀκ­μῆς τοῦ πριγ­κη­πά­του τοῦ Μο­ρέ­ως. Ἀ­νά­λο­γη ἀκ­μή γνω­ρί­ζει καί ἡ Μεσ­ση­νί­α ὡς ἀ­πο­τε­λοῦ­σα προ­σω­πι­κή ἰ­δι­ο­κτη­σί­α τοῦ Γο­δε­φρί­δου Β’ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνου.
Με­τά τόν θά­να­το τοῦ Γο­δε­φρί­δου Β’, οἱ βα­ρω­νί­ες Κα­λα­μῶν καί Ἀρ­κα­δί­ας (Κυ­πα­ρισ­σί­ας) καί τό πριγ­κη­πάτο τοῦ Μο­ρέ­ως (στό ὁ­ποῖ­ο πε­ρι­λαμ­βά­νον­ταν οἱ μεσ­ση­νια­κές βα­ρω­νί­ες), πε­ρι­ῆλ­θαν στόν Γου­λι­έλ­μο Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνο, δι­ά­δο­χο καί ἀ­δελ­φό τοῦ Γο­δε­φρί­δου Β’ (1246). Ἡ πε­ρί­ο­δος τῆς ἡ­γε­μο­νί­ας του συμ­πί­πτει μέ τήν με­γα­λύ­τε­ρη ἀκ­μή τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας στήν Πε­λο­πόν­νη­σο, ἀλ­λά καί μέ τήν ἀρ­χή τῆς πα­ρακ­μῆς της. Στά χρό­νια τοῦ Γου­λι­έλ­μου ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε ἡ φραγ­κι­κή κα­τά­κτη­ση ὁ­λό­κλη­ρης τῆς Πε­λο­πον­νή­σου. Ἐ­πί Γου­λι­έλ­μου ὅ­μως οἱ Βυ­ζαν­τι­νοί, με­τά τήν μά­χη τῆς Πε­λα­γο­νί­ας, ἀ­πέ­κτη­σαν ἕ­να τμῆ­μα τῆς νο­τί­ου Πε­λο­πον­νή­σου καί στα­δια­κά κα­τόρ­θω­σαν οἱ Πα­λαι­ο­λό­γοι νά δι­α­λύ­σουν τό πριγ­κη­πάτο τοῦ Μο­ρέ­ως. Ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη τῶν γε­γο­νό­των ἀ­κο­λού­θη­σε μί­α πο­ρεί­α πού πε­ρι­γρά­φε­ται στήν συ­νέ­χεια.
Με­τά τόν θά­να­το τοῦ Γο­δε­φρί­δου Β’, ὁ Γου­λι­έλ­μος Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος ἔ­γι­νε ἡ­γε­μό­νας τοῦ πριγ­κη­πά­του τοῦ Μο­ρέ­ως, ὁ τρί­τος κα­τά σει­ράν ἀ­πό τήν οἰ­κο­γέ­νεια τῶν Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνων. Ἦ­ταν ἄν­θρω­πος ἐ­πι­δέ­ξιος, φρό­νι­μος, φι­λάν­θρω­πος καί ὅ­λοι τόν ἀ­γα­ποῦ­σαν (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 2756-2762). Εἶ­χε γεν­νη­θεῖ στήν Κα­λα­μά­τα καί μι­λοῦ­σε τήν ἑλ­λη­νι­κή γλῶσ­σα ὡς μη­τρι­κή (ὅ.π. στ. 4130). Ὁ Γου­λι­έλ­μος ἐ­κτέ­λε­σε τήν ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ ἀ­δελ­φοῦ καί ἔ­κτι­σε μί­α Ἐκ­κλη­σί­α γιά νά ἀ­να­παυ­θοῦν τά σώ­μα­τα τῶν δύ­ο Γο­δε­φρί­δων Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνων, πα­τέ­ρα καί γυιοῦ (ὅ.π. στ. 2735-2747). Πρό­κει­ται γιά τήν ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­α­κώ­βου στήν Ἀν­δρα­βί­δα, ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ἡ γαλ­λι­κή πα­ραλ­λα­γή τοῦ Χρο­νι­κοῦ.
Τήν πε­ρί­ο­δο ἐ­κεί­νη οἱ Ἕλ­λη­νες σέ ὅ­λη τήν Πε­λο­πόν­νη­σο εἶ­χαν ὑ­πό τήν κυ­ρι­αρ­χί­α τους τέσ­σε­ρα φρού­ρια: τήν Μο­νεμ­βα­σιά, τήν Κό­ριν­θο, τό Ναύ­πλιο καί τό Ἄρ­γος, τά ὁ­ποί­α ἔ­χο­ντας λι­μά­νια, ἀ­νε­φο­δι­ά­ζον­ταν ἀ­πό τόν αὐ­το­κρά­το­ρα τῆς Νι­καί­ας (ὅ.π. στ. 2763-2769). Ὁ Γου­λι­έλ­μος ἦλ­θε σέ συμ­φω­νί­α μέ τούς Βε­νε­τούς πα­ρα­χω­ρών­τας τους ἐμ­πο­ρι­κά δι­και­ώ­μα­τα (18), τόν Μέ­γα Δού­κα τῶν Ἀ­θη­νῶν Δε­λα­ρός, τόν Δού­κα τῆς Νά­ξου καί ἄλ­λους Φράγ­κους ἄρ­χον­τες τῶν νη­σι­ῶν (ὅ.π. στ. 2770-2800). Οἱ Βε­νε­τοί ἀ­πό θα­λάσ­σης καί οἱ Φράγ­κοι ἀ­πό ξη­ρᾶς πο­λι­ορ­κοῦν καί ἐ­ξα­ναγ­κά­ζουν σέ πα­ρά­δο­ση κα­τά σειράν τήν Κό­ριν­θο, τό Ναύ­πλιο, τό Ἄρ­γος καί τήν Μο­νεμ­βα­σιά (τρί­α χρό­νια κρά­τη­σε ἡ πο­λι­ορ­κί­α της).
Αὐ­τό πού εἰ­δι­κό­τε­ρα ἀ­φο­ρᾶ τόν μεσ­ση­νια­κό χῶ­ρο εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Γου­λι­έλ­μος ὑ­πο­τάσ­σον­τας τήν Μο­νεμ­βα­σιά στήν ἀρ­χή καί χτί­ζον­τας στήν συ­νέ­χεια τά φρού­ρια τοῦ Μυ­στρᾶ, τῆς Μά­ϊνας (Μά­νης) καί τοῦ Λεύ­τρου (Beaufort στά γαλ­λι­κά) γιά νά ἐ­λέγ­χει τούς ἀ­νυ­πό­τα­κτους Σλά­βους Μη­λιγ­κούς τοῦ Τα­ϋ­γέ­του, πέ­τυ­χε νά ἐ­ξα­λεί­ψει τήν ἀ­πει­λή τῶν Ἑλ­λή­νων καί κά­θε πη­γή πα­ρε­νο­χλή­σε­ων (ἀ­πό Ἕλ­λη­νες, Σλά­βους) πού μπο­ροῦ­σαν νά τοῦ προ­ξε­νή­σουν προ­βλή­μα­τα στήν Λα­κω­νί­α καί τήν ἀ­να­το­λι­κή πλευ­ρά τῆς Μεσ­ση­νί­ας (19).
Μέ­σα στήν τε­τρα­ε­τί­α 1246-1250 ὁ Γου­λι­έλ­μος κα­θυ­πέ­τα­ξε καί τά τε­λευ­ταῖ­α ἑλ­λη­νι­κά φρού­ρια. Τό πριγ­κη­πά­το τοῦ Μο­ρέ­ως γνω­ρί­ζει πε­ρί­ο­δο ἀκ­μῆς. Ὁ Γου­λι­έλ­μος κό­βει καί κυ­κλο­φο­ρεῖ δι­κό του νό­μι­σμα. Ἐ­πί­σης πολ­λά κά­στρα φραγ­κι­κά χτί­ζον­ται ἤ ἐ­πι­σκευ­ά­ζον­ται καί ἐ­νι­σχύ­ον­ται τά προ­ϋ­πάρ­χον­τα. Κά­θε ἄρ­χον­τας βα­ρῶ­νος ἤ ἱπ­πό­της χτί­ζει τό δι­κό του φρού­ριο μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά γε­μί­σει ὁ Μο­ριᾶς φράγ­κι­κα κά­στρα. Πολ­λοί ἐ­πί­σης Φράγ­κοι ἐγ­κα­τα­λεί­πουν τό γαλ­λι­κό τους προ­σω­νύ­μιο καί λαμ­βά­νουν τό ἑλ­λη­νι­κό τῆς πε­ρι­ο­χῆς πού τούς ἀ­νή­κει (π.χ. ὁ Γου­λι­έλ­μος κα­λεῖ­ται ντέ Κα­λα­μά­τα, ὅ.π. στ. 3145-3170).
Στήν Μεσ­ση­νί­α τό φρού­ριο τῆς Ἀρ­κα­δί­ας (Κυ­πα­ρισ­σί­ας) ἐ­πι­σκευ­ά­ζε­ται καί στό ἀρ­χαῖ­ο ἑλ­λη­νι­κό κτί­σμα προ­στί­θεν­ται φράγ­κι­κοι πύρ­γοι (σημ=τό φρού­ριο αὐ­τό θά δο­θεῖ τό 1262 ἀ­πό τόν Γου­λι­έλ­μο στόν Βι­λαίν ντ᾿ Ὠ­νο­νά, πρω­το­στρά­το­ρα τῆς Ρω­μα­νί­ας, δηλ. τῆς Λα­τι­νι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας τῆς Κων/πο­λης, ὁ ὁ­ποῖ­ος με­τά τήν κα­τά­λη­ψη τῆς Κων/πο­λης ἀ­πό τούς Ἕλ­λη­νες θά πά­ει στήν Πε­λο­πόν­νη­σο, ὅ.π. στ. 8462). Ἐ­πί­σης ἐ­πι­σκευ­ά­ζον­ται καί τό Σι­δη­ρο­κά­στρο πού χτί­σθη­κε ἀ­πό τόν Γο­δε­φρί­δο Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνο τό 1210, καί τό φρού­ριο τῆς Ἀν­δρού­σας, πού τό ἔ­χτι­σε ὁ Γου­λι­έλ­μος Βιλ­λε­αρ­δου­ΐ­νος τό 1250 (ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρε­ται στό Ἀ­ρα­γω­νι­κό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως ὅ­τι ἀ­νή­κουν στήν Κα­στε­λα­νί­α τῆς Κα­λα­μά­τας). Γιά τό φρού­ριο τῆς Ἀν­δρούσας πού βρι­σκό­ταν στά δυ­τι­κά τῆς πε­διά­δας τῆς Μεσ­ση­νί­ας, ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τήν Ἰ­θώ­μη, ἀ­ξί­ζει νά ἀ­να­φερ­θεῖ ὅ­τι ἀ­πο­τε­λοῦ­σε τήν ἕ­δρα ἑ­νός ἀ­πό τά δύ­ο δι­κα­στή­ρια τῆς Βα­ρω­νί­ας τῶν Κα­λα­μῶν (20).
Οἱ Βε­νε­τοί ἐ­πί­σης ἐ­πι­σκευά­ζουν καί ἐ­νι­σχύ­ουν τά ἤ­δη ὑ­πάρ­χον­τα μι­σο­ε­ρει­πω­μέ­να καί ἀ­δύ­να­μα φρού­ρια τῆς Με­θώ­νης καί τῆς Κο­ρώ­νης. Οἱ δύ­ο αὐ­τές πό­λεις τε­λι­κά θά ἐ­ξε­λι­χθοῦν σέ με­γά­λα κέν­τρα καί λι­μά­νια ἐμ­πο­ρι­κά, κα­θώς βρί­σκον­ται στό πέ­ρα­σμα πρός τήν Ἀ­να­το­λι­κή Με­σό­γει­ο καί τό ἐ­λέγ­χουν. Κα­νέ­να πλοῖ­ο δέν μπο­ρεῖ νά πε­ρά­σει ἀ­πα­ρα­τή­ρη­το ἀ­πό τούς Βε­νε­τούς. Ἀ­κό­μη, ἡ Με­θώ­νη καί ἡ Κο­ρώ­νη θά ἀ­πο­τε­λέ­σουν πό­λεις σταθ­μούς τα­ξι­δί­ου γιά τούς πι­στούς προ­σκυ­νη­τές τῶν Ἁ­γί­ων Τό­πων.
Ἀλ­λά καί με­τά τούς Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνους καί κα­θ᾿ ὅ­λην τήν Φραγ­κο­κρα­τί­α καί Βε­νε­το­κρα­τί­α χτί­ζον­ται φρού­ρια. Γιά πα­ρά­δειγ­μα τό φρού­ριο τοῦ Γαρ­δι­κί­ου, πού χτί­σθη­κε με­τα­ξύ τοῦ 1264 καί 1292 πά­νω στά ἐ­ρεί­πια τῆς ἀρ­χαί­ας Ἀμ­φεί­ας, στά ὅ­ρια Μεσ­ση­νί­ας-Ἀρ­κα­δί­ας καί ἄλ­λα πολ­λά, τά ὁ­ποῖ­α δέν ἀ­πο­τε­λοῦν ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς πα­ρού­σης ἐρ­γα­σί­ας (21).
Ὁ Γου­λι­έλ­μος, γιά νά ἐ­πα­νέλ­θου­με στό πρό­σω­πό του, δέν ἀρ­κεῖ­ται στήν κα­το­χή τοῦ Μο­ριᾶ. Οἱ βλέ­ψεις καί οἱ φι­λο­δο­ξί­ες του ἐ­κτεί­νον­ται πο­λύ μα­κρύ­τε­ρα καί φθά­νουν, εἰ­δι­κά με­τά τόν γά­μο του τό 1259 μέ τήν κό­ρη τοῦ Μι­χα­ήλ Β’, Δε­σπό­τη τῆς Ἠ­πεί­ρου, Ἄν­να, ὡς τίς βό­ρει­ες ἑλ­λα­δι­κές πε­ρι­ο­χές (Ἤ­πει­ρος, Μα­κε­δο­νί­α). Ἔ­τσι, τόν βλέ­που­με νά ἀ­να­μει­γνύ­ε­ται στήν δι­α­μά­χη τοῦ Μι­χα­ήλ Β’, Δε­σπό­τη τῆς Ἠ­πεί­ρου μέ τήν αὐ­το­κρα­το­ρί­α τῆς Νι­καί­ας, δι­α­μά­χη πού θά κα­τα­λή­ξει σέ πο­λε­μι­κή ἀ­να­μέ­τρη­ση στήν μά­χη τῆς Πε­λα­γο­νί­ας, πε­ρι­ο­χῆς στήν Κα­στο­ριά (1259). Στήν μά­χη αὐ­τή ὁ Γου­λι­έλ­μος θά λά­βει ὁ ἴ­διος μέ­ρος στό πλευ­ρό τοῦ Μι­χα­ήλ Β’. Στό κρί­σι­μο ὅ­μως ση­μεῖ­ο τῆς μά­χης, τό πε­ρί­φη­μο φράγ­κι­κο ἱπ­πι­κό θά δι­α­σπα­σθεῖ, θά χά­σει τήν συ­νο­χή του. Πολ­λοί Φράγ­κοι εὐ­γε­νεῖς ἀλ­λά καί ὁ ἴ­διος ὁ Γου­λι­έλ­μος θά αἰχ­μα­λω­τι­σθοῦν καί θά ὁ­δη­γη­θοῦν σι­δη­ρο­δέ­σμιοι στόν ἀν­τι­βα­σι­λέ­α τῆς Νι­καί­ας, Μι­χα­ήλ Η’ Πα­λαι­ο­λό­γο, ἐ­πί­τρο­πο τοῦ ἀ­νή­λι­κου δι­α­δό­χου, ἀλ­λά οὐ­σι­α­στι­κό κυ­ρί­αρ­χο τῆς αὐ­το­κρα­το­ρι­κῆς ἀρ­χῆς.
Ὁ Μι­χα­ήλ Η’ γιά νά τούς ἀ­φή­σει ἐ­λεύ­θε­ρους ζη­τά­ει ἀ­πό τόν Γου­λι­έλ­μο νά τοῦ δώ­σει τόν Μο­ριᾶ. Ἐ­κεῖ­νος ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι δέν μπο­ρεῖ χω­ρίς τήν σύμ­φω­νη γνώ­μη τῶν ἄλ­λων Φράγ­κων καί ἀν­τι­προ­τεί­νει νά πλη­ρώ­σει λύ­τρα (22). Ὁ Γου­λι­έλ­μος θά κρα­τεῖ­ται ἐ­πί τρί­α ἔ­τη αἰχ­μά­λω­τος, ὥ­σπου νά συμ­φω­νή­σει νά πα­ρα­δώ­σει τά φρού­ρια τοῦ Μυ­στρᾶ, τῆς Μά­νης, τῆς Μο­νεμ­βα­σιᾶς καί τοῦ Λεύ­τρου. Τε­λι­κά, καί ἀ­φοῦ προ­η­γεῖ­ται σύγ­κλι­ση τῆς κούρ­της στήν Πε­λο­πόν­νη­σο ὅ­που συμ­με­τέ­χουν πολ­λές γυ­ναῖ­κες τῶν αἰχ­μα­λώ­των Φράγ­κων, ὁ Γου­λι­έλ­μος ἀν­ταλ­λάσ­σει τά φρού­ρια μέ τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α του (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 4402 κ.ἑ.).
Τό ἔ­τος 1262 ἀ­πο­τε­λεῖ κομ­βι­κό ση­μεῖ­ο γιά τήν πο­ρεί­α τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας σέ ὁ­λό­κλη­ρη τήν Πε­λο­πόν­νη­σο, εἰ­δι­κό­τε­ρα γιά τήν πε­ρι­ο­χή τῆς Μεσ­ση­νί­ας, τήν ὁ­ποί­α ἐ­ξε­τά­ζου­με. Ἐ­νῶ ἀ­πό τό 1250 δέν ὑ­πῆρ­χε οὔ­τε ἕ­να φρού­ριο τοῦ Μο­ριᾶ, οὔ­τε μί­α πε­ρι­ο­χή στήν ἑλ­λη­νι­κή κυ­ρι­αρ­χί­α (ὅ­λος ὁ Μο­ριάς ἦ­ταν φραγ­κο­κρα­τού­με­νος ἐ­κτός τῆς Με­θώ­νης καί τῆς Κο­ρώ­νης πού ἦσαν βε­νε­το­κρα­τού­με­νες, δηλ. πά­λι σέ χέ­ρια Δυ­τι­κῶν), ἀ­πό τό 1262 οἱ Ἕλ­λη­νες βρί­σκον­ται νά κα­τέ­χουν ἕ­να τμῆ­μα τῆς νο­τί­ου Πε­λο­πον­νή­σου, πού θά ἀ­πο­τε­λέ­σει τό προ­γε­φύ­ρω­μα τῶν Πα­λαι­ο­λό­γων στήν προ­σπά­θειά τους νά κα­τα­λύ­σουν τό πριγ­κη­πά­το τοῦ Μο­ρέ­ως, προ­σπά­θεια πού θά ἔ­χει ἐ­πι­τυ­χῆ κα­τά­λη­ξη. Ἤ­δη ἀ­πό τό 1262 οἱ Ἕλ­λη­νες θά εἰ­σβάλ­λουν στήν Μεσ­ση­νί­α καί θά δώ­σουν μά­χες μέ τούς Φράγ­κους. Τό ἔ­τος 1262 ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἀρ­χή, θά μπο­ροῦ­σε νά πεῖ κα­νείς, τῆς πτω­τι­κῆς πο­ρεί­ας τῆς Φραγ­κι­κῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας.
Γιά ὅ­λους τούς προ­α­να­φερ­θέν­τες λό­γους θά ἦ­ταν δυ­να­τόν νά δι­α­κρί­νου­με ὡς τό 1262 μί­α πρώ­τη πε­ρί­ο­δο τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας, πα­ρ᾿ ὅ­λο πού ὁ Γου­λι­έλ­μος ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά ἡ­γε­μο­νεύ­ει ὡς τό 1277, ἔ­τος τοῦ θα­νά­του του, ἤ ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως, τό ἔ­τος ΣΨΠΕ ἀ­πό κτί­σε­ως κό­σμου (στ. 7810) (24).

(ἀ­πό τήν κα­τά­κτη­ση τό 1204 ὡς τό 1262)    
 Ἀρ­χιμ. Κύ­ριλ­λος
 ΜΕΡΟΣ   Δ’   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ἔ­χον­τας ἐ­ξε­τά­σει τήν ἱ­στο­ρι­κή πο­ρεί­α τῆς Μεσ­ση­νί­ας στά πρῶ­τα χρό­νια τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας, ἀ­πό τήν στιγ­μή τῆς κα­τά­κτη­σής της ὡς τό ἔ­τος 1262, τό ὁ­ποῖ­ο γιά λό­γους πού ἔ­χουν ἐ­ξη­γη­θεῖ ἀ­νω­τέ­ρω θε­ω­ρή­θη­κε ὁ­ρό­ση­μο τοῦ τέ­λους μί­ας πρώ­της πε­ρι­ό­δου τῆς Φραγ­κι­κῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας στήν Μεσ­ση­νί­α, εἶ­ναι δυ­να­τόν νά δι­α­τυ­πω­θοῦν κά­ποι­ες τε­λι­κές κρί­σεις γιά τήν συγ­κε­κρι­μέ­νη πε­ρί­ο­δο.
(α). Οἱ Φράγ­κοι κα­τα­κτη­τές κα­τέ­λα­βαν σχε­τι­κά εὔ­κο­λα τήν Μεσ­ση­νί­α καί τόν ὑ­πό­λοι­πο Μο­ριᾶ. Τό γε­γο­νός ἔ­χει τήν ἐ­ξή­γη­σή του. Ἤ­δη πρίν τήν κα­τά­λυ­ση τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας ἀ­πό τούς Φράγ­κους τό 1204, ἡ τε­λευ­ταί­α δι­ερ­χό­ταν πε­ρί­ο­δο κρί­σε­ως. Εἰ­δι­κά στήν ἐ­παρ­χί­α ὑ­πῆρ­χε ἐ­ξα­θλί­ω­ση κοι­νω­νι­κή, ἀ­νέ­χεια καί σκλη­ρό­τη­τα τῶν το­πι­κῶν ἀρ­χόν­των. Τά πε­ρισ­σό­τε­ρα κά­στρα ἦσαν ἀ­νί­σχυ­ρα νά ἀν­τέ­ξουν μα­κρο­χρό­νια πο­λι­ορ­κί­α, ἀρ­κε­τά φρού­ρια στόν μεσ­ση­νια­κό χῶ­ρο ἦσαν μι­σο­ε­ρει­πω­μέ­να καί πα­λιά.
Ἄλ­λω­στε δέν ὑ­πῆρ­χε καί με­γά­λη δι­ά­θε­ση ἀν­τί­στα­σης τῶν ντό­πι­ων. Οἱ το­πι­κοί ἄρ­χον­τες, με­τά ἀ­πό σύν­το­μη πο­λι­ορ­κί­α τῶν φρου­ρί­ων τους, τά πα­ρέ­δι­δαν στούς Φράγ­κους μέ τόν ὅ­ρο νά δι­α­τη­ρή­σουν τήν πε­ρι­ου­σί­α καί τά προ­νό­μιά τους. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον­ταν γιά τό προ­σω­πι­κό τους μέλ­λον πα­ρά νοι­ά­ζον­ταν νά ἀν­τι­στα­θοῦν στόν ξέ­νο εἰ­σβο­λέ­α. Πολ­λοί Ἕλ­λη­νες ἄρ­χον­τες μέ εὐ­κο­λί­α ἔ­γι­ναν σύμ­βου­λοι καί ὁ­δη­γοί τῶν Φράγ­κων ὑ­πο­δει­κνύ­ον­τας τούς τό­πους καί τούς τρό­πους κα­τά­κτη­σης αὐ­τῶν.
Ὅ­σο γιά τά λα­ϊ­κά κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα, ἡ φραγ­κι­κή κα­τά­κτη­ση δέν σή­μαι­νε κα­μμί­α ἀλ­λα­γή στήν ζω­ή τους, πα­ρά μό­νον ἐ­ναλ­λα­γή τοῦ ἀ­φέν­τη τους. Ἡ μό­νη σο­βα­ρή ἑλ­λη­νι­κή ἀν­τί­στα­ση στόν »Κούντουρα ἐ­λαι­ῶνα­» ὁ­δή­γη­σε σέ ἧτ­τα ἀ­πό τούς Φράγ­κους καί ἑ­δραί­ω­σε τήν ξε­νι­κή κυ­ρι­αρ­χί­α στόν μεσ­ση­νια­κό χῶ­ρο.
(β). Ὁ τρό­πος ὀρ­γά­νω­σης τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας στήν Μεσ­ση­νί­α μέ τίς βα­ρω­νί­ες, τούς το­πι­κούς Φράγ­κους ἄρ­χον­τες ὑ­πο­τε­λεῖς (λι­ζί­ους), τά τι­μά­ρια καί τούς δου­λο­πα­ροί­κους, πα­ρου­σί­α­ζε ὁ­μοι­ό­τη­τες μέ τό βυ­ζαν­τι­νό φε­ου­δαρ­χι­κό σύ­στη­μα (ὕ­παρ­ξη τι­μα­ρί­ων, δου­λο­πα­ροί­κων).
(γ). Ἡ κα­τε­χό­με­νη Μεσ­ση­νί­α στά χρό­νια 1204-1262 (κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο πού ἐ­ξε­τά­σα­με), ἀλ­λά καί γιά με­ρι­κά χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­χει συν­δέ­σει τήν ἱ­στο­ρί­α της μέ τήν οἰ­κο­γέ­νεια τῶν Βιλ­λε­αρ­δουΐ­νων. Ἤ­δη ἀ­πό τήν στιγ­μή τῆς κα­τά­κτη­σής της οἱ δύ­ο μεσ­ση­νια­κές βα­ρω­νί­ες Κα­λα­μῶν καί Ἀρ­κα­δί­ας (Κυ­πα­ρισ­σί­ας) κα­το­χυ­ρώ­θη­καν στόν Γο­δε­φρί­δο Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνο καί δι­α­δο­χι­κά πέ­ρα­σαν στούς δύ­ο γυιούς του, Γο­δε­φρί­δο Β’ καί Γου­λι­έλ­μο. Δέν πρέ­πει νά λη­σμο­νεῖ­ται ἡ δι­πλή ἰ­δι­ό­τη­τα τῶν Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνων ὡς βα­ρώ­νων τῆς Μεσ­ση­νί­ας καί ταυ­τό­χρο­να ἡ­γε­μό­νων τοῦ Πριγ­κη­πά­του τοῦ Μο­ρέ­ως.
Μέ αὐ­τό τό σκε­πτι­κό ἐ­ξε­τά­σθη­καν καί ἀ­να­φέρ­θη­καν γε­γο­νό­τα πού με­ρι­κές φο­ρές μπο­ρεῖ νά φαί­νον­ται ἄ­σχε­τα μέ τήν Μεσ­ση­νί­α, ὡ­στό­σο συν­δε­ό­με­να μέ αὐ­τήν. Δι­ό­τι κά­θε ἀ­πό­φα­ση τῶν Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνων, κά­θε τους ἐ­νέρ­γεια ἡ ἐκ­στρα­τεί­α, ἀ­νά­λο­γα μέ τήν ἐ­πι­τυ­χῆ ἤ μή ἔκ­βα­σή της, μπο­ροῦ­σε νά ἐ­πη­ρε­ά­ζει ἀν­τί­στοι­χα τήν Μεσ­ση­νί­α. Γιά πα­ρά­δειγ­μα, οἱ ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νες ἐκ­στρα­τεῖ­ες κα­τά τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν φρου­ρί­ων τοῦ Μο­ριᾶ, ἀ­πε­μά­κρυ­ναν τήν ἑλ­λη­νι­κή ἀ­πει­λή ἀ­πό τήν μεσ­ση­νια­κή εἰ­δι­κό­τε­ρα, καί πε­λο­πον­νη­σια­κή γε­νι­κό­τε­ρα ἐ­πι­κρά­τεια τῶν Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνων. Ἕ­να ἀ­τυ­χές ἀ­πο­τέ­λε­σμα, ὅ­πως ἡ αἰχ­μα­λω­σί­α τοῦ Γου­λι­έλ­μου στήν μά­χη τῆς Πε­λα­γο­νί­ας, ἐ­πι­δροῦ­σε ἀρ­νη­τι­κά στήν Μεσ­ση­νί­α.
(δ). Ἄν θέ­λου­με νά κά­νου­με μί­α συ­νο­λι­κή ἀ­πο­τί­μη­ση τῆς πε­ρι­ό­δου 1204-1262 στόν μεσ­ση­νια­κό χῶ­ρο, θά μπο­ροῦ­σε νά εἰ­πω­θεῖ πώς εἶ­ναι χρό­νοι ἀκ­μῆς πού συμ­πί­πτουν μέ τήν ἀκ­μή τοῦ Πριγ­κη­πά­του τοῦ Μο­ρέ­ως καί τό ἀ­πό­γει­ο τῆς δό­ξας τῶν Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνων. Νέ­α κά­στρα χτί­ζον­ται, πα­λαι­ό­τε­ρα ἐ­πι­σκευ­ά­ζον­ται, πλοῦ­τος καί με­γα­λεῖ­ο χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τήν αὐ­λή τῶν Βιλ­λε­αρ­δου­ΐ­νων. Ἡ Με­θώ­νη καί ἡ Κο­ρώ­νη, βε­νε­το­κρα­τού­με­νες, ἐ­ξε­λίσ­σον­ται σέ ση­μαν­τι­κά κέν­τρα δι­α­με­τα­κο­μι­στι­κοῦ ἐμ­πο­ρί­ου ἀ­πό καί πρός τήν Ἀ­να­το­λι­κή Με­σό­γει­ο καί σέ σταθ­μούς τῶν τα­ξι­δευ­τῶν πρός τούς Ἁ­γί­ους Τό­πους.
(ε). Τό 1262, τρί­α ἔ­τη με­τά τήν μά­χη τῆς Πε­λα­γο­νί­ας, ἀ­πο­τε­λεῖ ση­μαν­τι­κή ἱ­στο­ρι­κή καμ­πή γιά τήν συ­νέ­χι­ση τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας. Εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος σο­βα­ρός κλο­νι­σμός τῆς φραγ­κι­κῆς δύ­να­μης, ἡ ὁ­ποί­α στό ἑ­ξῆς θά ἀ­κο­λου­θή­σει φθί­νου­σα πο­ρεί­α. Ἡ Μεσ­ση­νί­α, γειτ­νι­ά­ζον­τας μέ τόν Μυ­στρᾶ, ἕ­δρα τῶν Πα­λαι­ο­λό­γων, θά αἰ­σθαν­θεῖ ἀρ­κε­τά γρή­γο­ρα τήν ἑλ­λη­νι­κή ἀ­πει­λή. Εἶ­ναι ἡ ἀρ­χή τοῦ τέ­λους τῆς φραγ­κι­κῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας στόν Μο­ριᾶ.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

(1). Τήν κα­τά­στα­ση πε­ρι­γρά­φει ὁ Μι­χα­ήλ Ἀ­κο­μι­νά­τος Χω­νιά­της, Ἱ­ε­ράρ­χης στήν Ἀ­θή­να ψέ­γον­τας μά­λι­στα τούς ἄρ­χον­τες (βλ. Μι­χα­ήλ Ἀ­κο­μι­νά­του Χω­νιά­του, Τά σω­ζό­με­να,  Σ. Λάμ­πρου, τ. Α’, Β’, Ἀ­θῆ­ναι 1979-1980 (φω­το­αν­τι­γρ. Ἔκδ. 1968).
(2). LaConquêtedeConstantinople, πα­ρα­γρ. 325 κ.ἑ.
(3). Σ. Λάμ­πρου, Ἱ­στο­ρί­α Ἑλ­λά­δος, τ. ΣΤ’, σελ. 204, Ἀ­θή­να 1908.
(4). Longnon, L’ Empire latine de Constantinople et la Principautè de la Morèe, σελ. 72, Paris 1966.
(5). Morel-Fatio, Libro., πα­ρα­γρ. 110-111. Τό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι τό Ἀ­ρά­χλο­βο κυ­ρι­εύ­θη­κε ἀ­φ᾿ ὅ­του εἶ­χαν νι­κή­σει οἱ Φράγ­κοι στήν μά­χη τῶν Κα­πη­σκιά­νων.
(6). Βέ­βαι­α, ἔ­χει ἤ­δη ἀ­να­φερ­θεῖ πώς γιά ἕ­να δι­ά­στη­μα σύν­το­μο ἡ Μεσ­ση­νί­α εἶ­χε κα­τα­κτη­θεῖ ἀ­πό τόν Γο­δε­φρί­δο Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνο (βλ. τήν πλη­ρο­φο­ρί­α τοῦ Villeardouin, La Conquete, παρ. 325). Ἐ­πει­δή ὅ­μως ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐ­νος (ὁ ἱ­στο­ρι­κός) δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται ἐ­κτε­νῶς στά γε­γο­νό­τα τῆς κα­τά­κτη­σης (ἀ­να­φέ­ρε­ται ἐ­κτε­νέ­στε­ρα στό κυ­ρι­ό­τε­ρο γε­γο­νός, τήν μά­χη στούς Κα­πη­σκιά­νους), εἴ­μα­στε ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νά ἀ­κο­λου­θή­σου­με τήν πε­ρι­γρα­φή τῶν Χρο­νι­κῶν τοῦ Μο­ρέ­ως. 
(7). Οἱ Βε­νε­τοί τό 1125 εἶ­χαν κα­τα­στρέ­ψει τήν Με­θώ­νη καί τήν Κο­ρώ­νη. Μίλ­λερ, Ἱ­στο­ρί­α τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας ἐν Ἑλ­λά­δι, τ. Α’, σελ. 411 (μτφρ. Σ.  Λάμ­πρου), Ἀ­θῆ­ναι 1910.
(8). Ἡ πε­ρι­γρα­φή τῆς μά­χης στούς Κα­πη­σκιά­νους στό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως στ. 1725-1739).
(9). Σ. Λάμ­πρου, Ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἑλ­λά­δος, τ. ΣΤ’, σελ. 204, Ἀ­θῆ­ναι 1908. Ἀ­κό­μη, ὁ Χέρ­τβεργκ ἔ­χει τήν ἴ­δια ἄ­πο­ψη στήν Ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἑλ­λά­δος, τ. Β’, σελ. 1906 σέ με­τά­φρα­ση Π. Κα­ρο­λί­δου, Ἀ­θῆ­ναι 1906.
(10). Σέ προ­η­γού­με­νο ση­μεῖ­ο εἴ­δα­με ὅ­τι τό Ἀ­ρα­γω­νι­κό Χρο­νι­κό, παρ. 110-111 το­πο­θε­τεῖ τήν ἅ­λω­ση τοῦ Ἀ­ρα­χλό­βου πρίν ἀ­πό τήν μά­χη στούς Κα­πη­σκιά­νους.
(11). Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως, στ. 1791 κ.ἑ., στ. 1865, Chronique παρ. 117 κ.ἑ., Morel-Fatio, Librodelosfechos, παρ. 144 κ.ἑ.
(12). Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 2755-2790 κ.ἑ., Chronique, παρ. 189 κ.ἑ., Librodelosfechos, παρ. 210 κ.ἑ.
(13). Ὅ­ταν ἡ κούρ­τη ἐκ­δί­κα­ζε φο­νι­κές ὑ­πο­θέ­σεις, οἱ Ἐπί­σκο­ποι δέν συμ­με­τεῖ­χαν, δι­ό­τι τό ἀν­τι­κεί­με­νο τῶν ὑ­πο­θέ­σε­ων αὐ­τῶν δέν ται­ρί­α­ζε στό ἱ­ε­ρα­τι­κό τους ἀ­ξί­ω­μα (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως, στ. 2013-2016).
(14). Βλ. Πά­πα Ἰν­νο­κεν­τί­ου Γ’ Epistolae, βι­βλί­ο ΧΙΙΙ, στήν Migne, PatrologiaLatinaCCXIV-CCXII. Ἐ­πί­σης Μίλ­λερ, Ἡ Ἱστο­ρί­α τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας ἐν Ἑλ­λά­δι, τ. Α’, σελ. 86-87, Ἀ­θῆναι 1910 (μτφρ. Σ. Λάμ­πρου).
(15). Χρο­νι­κόΜο­ρέ­ως, στ. 2095-2437, Le Livre de la Conquête, ἐκδ. Buchon, Paris 1845, Morel Fatio, Libro de los fechos σελ. 34-43, ἔκδ. 1885, Γε­νεύ­η.
(16). Livre de la Conquête, σελ. 79. Ἐπί­σης, ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν Hoρf, Chroniques Graecoromaines, σελ. 100-101, Βε­ρο­λί­νο 1873.
(17). Ἐ­πί­σης Miller, Ἡ Ἱστο­ρί­α τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας ἐν Ἑλ­λά­δι, τ. Α’, σελ. 129-130.
(18). Τό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως ἐ­σφαλ­μέ­να ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι πα­ρα­χώ­ρη­σε στούς Βε­νε­τούς Με­θώ­νη καί Κο­ρώ­νη, γαι­τί αὐ­τοί τίς κατεῖχαν ἤ­δη ἀ­πό τό 1206 (στ. 2780-2785 καί 2854-2859).
(19). Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως, στ. 2800-3042, Chronique σελ. 91-95, Ἀ­ρα­γω­νι­κό Χρο­νι­κό σελ. 48-49.
(20). Miller, Ἱ­στο­ρί­α τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας ἐν Ἑλ­λά­δι, τ. Α’ σελ. 81, Ἀ­θή­να 1910.
(21). Γιά τά φρού­ρια τῆς Μεσ­ση­νί­ας καί τοῦ Μο­ριᾶ ὑ­πάρ­χει τό βι­βλί­ο Ἰ. Σφη­κό­που­λος, Τά με­σαι­ω­νι­κά κά­στρα τοῦ Μο­ριᾶ, Ἀ­θῆναι 1968.
(22). Σύμ­φω­να μέ τήν ὀρ­γά­νω­ση τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας στήν Πε­λο­πόν­νη­σο, ὁ ἡ­γε­μό­νας δέν ἔ­χει τό δι­καί­ω­μα νά πα­ρα­χω­ρή­σει τά φέ­ου­δα ἤ φρού­ρια τῶν ὑ­πο­τε­λῶν του δί­χως τήν σύμ­φω­νη γνώ­μη καί τῶν ἄλ­λων Φράγ­κων εὐ­γε­νῶν με­τά ἀ­πό σύγ­κλι­ση κούρ­της, συ­νέ­λευ­σης, »παρλαμά»).
(23). Γιά τήν πε­ρι­γρα­φή τῶν γε­γο­νό­των πρίν τήν μά­χη τῆς Πε­λα­γο­νί­ας, γιά τήν ἴ­δια τήν μά­χη καί τήν αἰχ­μα­λω­σί­α τοῦ Γου­λι­έλ­μου, ἀ­να­φέ­ρον­ται μέ λε­πτο­μέ­ρει­ες τό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως, στ. 3110 κ.ἑ.,Chronique παρ. 278 κ.ἑ., Morel Fatio, Librodelosfechos, σελ. 53 κ.ἑ.
(24). Ἀ­ξί­ζει νά ση­μει­ω­θεῖ ὡς πλη­ρο­φο­ρια­κό στοι­χεῖ­ο πώς, ὅ­ταν ὁ Γου­λι­έλ­μος αἰ­σθάν­θη­κε πώς πλη­σί­αζε ὁ θά­να­τός του, πῆ­γε νά τε­λευ­τή­σει τήν ζωή­ του στό φρού­ριο τῆς Κα­λα­μά­τας, ὅ­που εἶ­χε γεν­νη­θεῖ (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 7757-7765).

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΗΓΩΝ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΑΠΗΓΕΣ
1). Μι­χα­ήλ Ἀ­κο­μι­νά­του τοῦ Χω­νιά­του τά σω­ζό­με­να, ἔκδ. Σ. Λάμ­πρου, τ. Α’, Β’, Ἀ­θῆ­ναι 1879-1880.
2). Ἰν­νο­κεν­τί­ου Γ’, Πά­πα Ρώ­μης Epistolae, βι­βλί­ο XIII, Migne, Patrologia Latina, τό­μοι CCXIV-CCXVII.
3). Longnon, Livre de la Conquête de la princèe de l’ Amorèe, Chronique de Morèe, Paris 1911.
4). A.Morel Fatio, Libro de los fechos et conquistas de principado de la Morea, Geneva 1895.
5). Schmitt, TheCronicleofMorea (Τό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως), ἐ­πα­νεκδ. Τῆς ἀρ­χι­κῆς του 1904.
6). Villeardouin, La conquête de Constantinople, ed. E.Faral, Paris 1961.

Β. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1). Μ. Κορ­δώ­ση, Ἡ κα­τά­κτη­ση τῆς νό­τιας Ἑλ­λά­δας ἀ­πό τούς Φράγ­κους, Ἱ­στο­ρι­κά καί το­πο­γρα­φι­κά προ­βλή­μα­τα, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1986.
2). Σ. Λάμ­πρου, Ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἑλ­λά­δος, ἀ­πό τῶν ἀρ­χαι­ο­τά­των χρό­νων μέ­χρι τῆς Ἁ­λώ­σε­ως τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, τ. ΣΤ’, Ἀ­θή­να 1908.
3). Longnon, L’ Empire latin de Constantinople et la principaute de la Morèe, Paris 1966.
4). Μίλ­λερ, Ἱ­στο­ρί­α τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας ἐν Ἑλ­λά­δι, τ. Α’ (μτφρ. Σ. Λάμ­πρου), Ἀ­θῆναι 1910.
5). Μουν­δρέ­α, Το­πω­νυ­μι­κά τῆς Μεσ­ση­νί­ας (στήν ἐ­πο­χή τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας), Πρα­κτι­κά Α’ Δι­ε­θνοῦς Συ­νε­δρί­ου Πε­λο­πον­νη­σια­κῶν Σπου­δῶν, Σπάρ­τη 1975.
6). Ἰ. Σφη­κό­που­λος, Τά με­σαι­ω­νι­κά κά­στρα τοῦ Μο­ριᾶ, Ἀθῆναι 1968.
7). Φρ. Χέρ­τσμεργκ, Ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἑλ­λά­δος ἀ­πό τῆς λή­ξε­ως τοῦ ἀρ­χαί­ου βί­ου μέ­χρι σή­με­ρα (μτφρ. Π. Κα­ρο­λί­δου), τ. Α’. Β’, Ἀ­θῆ­ναι 1906.
8). Hopf, ChroniquesGreco-romanes,Berlin 1873.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου