
Τους τελευταίους μήνες έχει ενταθεί η συζήτηση για τις μορφές αξιολόγησης των μαθητών/τριων που φοιτούν στα δημόσια σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αφορμή στάθηκε η πρόσκληση του ΙΕΠ με την οποία οι σχολικές μονάδες κλήθηκαν να συμμετάσχουν στην πιλοτική εφαρμογή της περιγραφικής αξιολόγησης στην υποχρεωτική εκπαίδευση καθώς και στο σχετικό επιμορφωτικό πρόγραμμα.i
Η προώθηση της περιγραφικής αξιολόγησης από το Υπουργείο Παιδείας ως βέλτιστης πρακτικής για την παρακολούθηση και την αναβάθμιση της μαθησιακής διαδικασίας, βρίσκει έδαφος στις παρακάτω αντιλήψεις που είναι διαδεδομένες τόσο εντός της εκπαιδευτικής κοινότητας όσο και στην κοινωνία: α) θεωρείται πως το επίθετο «περιγραφική» προσδίδει αυτομάτως θετικό πρόσημο ή/και προοδευτικό χαρακτήρα στην αξιολόγηση των μαθητών/τριών, σε αντίθεση πάντα με τους βαθμούς που είναι συνδεδεμένοι με αρνητικά σχολικά βιώματα και συντηρητικές παιδαγωγικές πρακτικές και β) υποστηρίζεται πως η περιγραφική αξιολόγηση ενισχύει και αναδεικνύει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της εκπαιδευτικής διαδικασίας, τα οποία υποβαθμίζονται λόγω της ανάγκης για ποσοτική αποτύπωση των μαθητικών επιδόσεων με συγκεκριμένες κλίμακες (αλφαβητική, αριθμητική). Οι παραπάνω αντιλήψεις παραγνωρίζουν το γεγονός ότι η αξιολόγηση των μαθητών δεν είναι μια διαδικασία αυτονομημένη από το πλαίσιο εφαρμογής της, από τον τρόπο δηλαδή που οργανώνεται η εκπαίδευση στο σύνολό της. Πολυάριθμες εκπαιδευτικές και κοινωνιολογικές μελέτες έχουν αποδείξει πως τα Αναλυτικά Προγράμματα, τα βιβλία, οι συνθήκες άσκησης του εκπαιδευτικού έργου, η κοινωνική καταγωγή των μαθητών/τριών καθώς και πλήθος άλλων παραμέτρων αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες σχολικής επιτυχίας/αποτυχίας. Συνεπώς, είναι παραπλανητικός ο ισχυρισμός πως αρκεί η αλλαγή του τρόπου αξιολόγησης και μόνο, για να διασφαλιστεί η «ισότητα ευκαιριών» και «η ολόπλευρη ανάπτυξη» των μαθητών/τριών όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην πρόσκληση του ΙΕΠ.