Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Τα νέα βιβλία της ιστορίας  ( γ' ) ΜΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ


Τα νέα βιβλία της ιστορίας  ( α' )
ΜΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Κείμενα των Κ.Π. Ρωμανού, Φ. Μαλιγκούδη,
Γ. Σταματόπουλου, Κ. Παπαγιώργη, Ν. Καλογερόπουλου,
Π. Ήφαιστου, Γ. Παπαμιχαήλ και Γ. Καραμπελιά



* * *


Κωνσταντίνος Π. Ρωμανός

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΩΣ ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ;

Στο νέο βιβλίο Νεώτερης και Σύγχρονης Ιστορίας ΣΤ' Δημοτικού (χρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση), 136 σελίδων, η καθαυτό ιστορική αφήγηση καταλαμβάνει όχι περισσότερο από το 1/6 του βιβλίου, δηλαδή λιγότερο από 25 σελίδες! Ακόμα και για τις ανάγκες της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης η έκταση της ιστορικής αφήγησης είναι ανεπαρκέστατη. Αντ' αυτής το βιβλίο αναλώνεται σε αλλότρια, σε πληθωρική εικονογράφηση, στατιστικές ταμπέλες και "μικροϊστορίες", δηλαδή κατά το δοκούν επιλεγμένα στιγμιότυπα της καθημερινότητας περασμένων εποχών και της μαζικής κουλτούρας του σήμερα, που φιλοδοξούν, ως συλλογή θραυσμάτων, να υποκαταστήσουν το αποδομημένο "εθνικό" ιστορικό αφήγημα με μια δήθεν αντικειμενική και επιστημονική σύλληψη της Ολότητας. Παρ' όλο που η συγκεκριμένη "tuti fruti"" εκδοχή μετανεωτερικής ιστοριογραφικής αντίληψης, όπως προ πολλού προέβλεψαν οι θεωρητικοί επικριτές της, δεν βρίσκει τον θεωρητικό της στόχο, όμως προσφέρει ως διδακτολογικό εργαλείο της Νέας Τάξεως ανυπέρβλητα πλεονεκτήματα:

Ο προγραμματικός κατακερματισμός της ιστορίας σε "ιστορίες" επιτρέπει μια κατά βούλησιν εισαγωγή επιλεγμένων παραδειγμάτων που φρονηματίζουν το παιδί προς την κατεύθυνση του "πολιτικά ορθού" υπό την σημερινή αμερικανική του έννοια (που συμπίπτει με αυτήν της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Η "Νέα Ιστορία" θέλει να είναι Αγωγή του Πολίτη της υπό κατασκευήν μεταεθνικής "διαπολιτισμικής" συλλογικότητας στην οποία καλείται να μεταλλαχθεί η Ελλάδα. Η κατάλληλη προς τούτο θεματολογία, όπως ήδη έχει εισαχθεί στο βιβλίο, είναι η εξής: Τα δικαιώματα του ανθρώπου με έμφαση στα δικαιώματα των γυναικών και των μειονοτήτων (οδηγία υπ' αριθμ. 1283, 22 Ιανουαρίου 1996 του Συμβουλίου της Ευρώπης). Οι ατομικές ελευθερίες (με έμφαση στο δικαίωμα κάθε ατόμου να "απαρνηθεί την παράδοση που του επιβάλλεται", οδηγία 1283). Ιστορία της μετανάστευσης (το παρόν βιβλίο αρκείται στην ελληνική μετανάστευση, όμως στον ορίζοντα του μέλλοντος είναι η ιστορία των εθνοτικών μειονοτήτων που θα προκύψουν από την εξελισσόμενη μετανάστευση προς την Ελλάδα). Ο σεβασμός της "ετερότητας" (προϋπόθεση για την "διαπολιτισμική" ανάδραση των μεταναστών επί των Ελλήνων). Η πολυπολιτισμική δημοκρατία. Η θετική αναθεώρηση του ιστορικού ρόλου της οθωμανικής κυριαρχίας επί της Ελλάδος. O εκσυγχρονισμός ως ιστορικό αίτημα (η εντολή συγγραφής του βιβλίου δόθηκε επί πρωθυπουργίας Σημίτη). Τέλος η απάλειψη των εθνικών, φυλετικών και θρησκευτικών "προκαταλήψεων". (Kαι εδώ η οδηγία 1283. Υλοποιείται εκτός των άλλων διά της αποφυγής παρουσίασης του θετικού ή αρνητικού ιστορικού ρόλου της ορθόδοξης θρησκευτικότητας, διά της προγραμματικής παραλείψεως πράξεων και προτύπων θυσίας ή ηρωισμού και διά της συντομογράφησης των ελληνικών κυρίων ονομάτων.)

Ο ξύλινος, αποστασιοποιημένος λόγος της αφήγησης αντανακλά την μεταμοντέρνα αντίληψη της ιστορίας ως "ετερότητας". Πουθενά μέσα από τα δρώμενα δεν αναδύεται ένα "εμείς". Κάποιοι "Έλληνες" έκαναν ετούτο ή εκείνο, αλλά ποιοι ακριβώς ήσαν αυτοί και τι σχέση έχουν με μένα, ένα διεθνικό πολίτη του σήμερα; Για να απαντήσω αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να τολμήσω μια ατομική κατάδυση στα βάθη της συλλογικής ελληνικής μνήμης. Εγχείρημα δύσκολο και προπαντός ύποπτο, εφ' όσον αντίκειται στο πολιτικά ορθό ως εθνοκεντρικό. Μήπως λοιπόν είναι προτιμότερο να ασκήσω το θεσμοθετημένο μου δικαίωμα απάρνησης του συλλογικού μου παρελθόντος, την αρνησιπατρία, για να επιδοθώ στην κατασκευή μιας καθαρά παροντικής ταυτότητας από υλικά του πολυεθνοτικού φολκλόρ με το οποίο συμβιώνω, όπως θέλει το σχολείο; Και από τον κυβερνοχώρο, τη φαντασιακή κοινότητα στην οποία ενέχομαι;

Αλλά, θα πει κανείς, αν η ιστορία μου, τέλος πάντων όση από αυτήν αφηγείται το παρόν βιβλίο, θέλει να τηρεί από εμένα σήμερα την απόσταση μιας ετερότητας, τότε ποιο είναι το υποκείμενο αυτής της ιστορίας; Η απάντηση σ' αυτό είναι απροσδόκητη για όσους δεν έχουν εξοικειωθεί με την αυτοαναφορικότητα της μεταμοντέρνας θεώρησης: μα, φυσικά, η ίδια η ιστορία! Δηλαδή η γνώση των διαδικασιών που οδηγούν στη συγκρότηση του περιεχομένου της ιστορίας. Όλη η κατασκευή του βιβλίου είναι εργαστηριακή, διαπλάθει τον μαθητή ως υβρίδιο ιστορικού, που ασκείται στη χρήση των ιστορικών πηγών και στη γνώση των μεθόδων της ιστορίας. Η λέξη-κλειδί εδώ είναι "κριτική σκέψη" που κατ' αποκλειστικότητα επιδίδεται στην αποδόμηση της "γεγονοτολογικής ιστορίας της γενεαλογίας του έθνους", των "προσωπικοτήτων και των ηρώων που έδωσαν τη ζωή τους για τη σωτηρία του έθνους". Από εδώ προκύπτει, ως δημοκρατικό αίτημα προς τον μεταμοντέρνο ιστορικό, η ενασχόληση με τους κοινούς ανθρώπους και την καθημερινή ζωή. Το ότι πολλοί κοινοί αρχικά άνθρωποι ανεδείχθησαν σε ήρωες όταν οι περιστάσεις το απαίτησαν, δεν αλλάζει τίποτα, εφ' όσον το ζητούμενο της προκείμενης περί δημοκρατίας αντίληψης είναι να αποκλείσει την αριστεία, η οποία δημιουργεί θετικά προς μίμησιν και ταύτισιν πρότυπα, που συμπυκνώνουν μέσα τους τις αρετές και τα πεπρωμένα μιας συλλογικότητας, ενός λαού.

Πέραν αυτών, η έννοια της κριτικής ιστορικής σκέψεως έχει συντμηθεί εδώ από τη μεταμοντέρνα θεώρηση. Αποκλείει, π.χ., την Φιλοσοφία της Ιστορίας ενός Dilthey, η οποία βλέπει την ιστορία ως ερμηνευτική του παρελθόντος -με βάση την ενσυναισθητική κατανόηση- συντελεστική της εμπρόθετης διαμόρφωσης του μέλλοντος. Την ιστορία ως μέσο αυτογνωσίας και φρονηματισμού. Αποκλείει και την σχετική αντίληψη του Αλέξανδρου Δελμούζου που θέλει την ιστορία όχι να γίνεται, να έρχεται απ' έξω, αλλά να βγαίνει, να πηγάζει "από μέσα μας", "μέσα δηλαδή από την ελληνική συνείδηση και την ελληνική ψυχή". Και όμως σ' αυτές τις αντιλήψεις εδράζονταν μέχρι την τωρινή νεοταξική αλλαγή παραδείγματος τα αναλυτικά προγράμματα ιστορίας στα σχολεία της Ελλάδος.

Η κριτική αποδόμηση είναι ένα πριόνι που κόβει τα κλαδιά των άλλων, όχι αυτό πάνω στο οποίο κάθεται η ίδια. Αποδομεί την εθνική συλλογική μνήμη για να την υποκαταστήσει από τοπικές ιστορίες, από την ιστορία του αθλητισμού, την ιστορία των γυναικών, των μειονοτήτων κ.λπ., οι οποίες όμως μεθοδολογικά δεν αμφισβητούνται [σ.σ. από το βιβλίο, αυθαιρέτως, αντίθετα από ό,τι κάνει με την εθνική μνήμη]. Ποιός μπορεί να αποδείξει ότι η έννοια π.χ. του κοινωνικού φύλου (ιστορία των γυναικών) εδράζεται σε μια ενύπαρκτη ταυτότητα, ενώ οι έννοιες "έθνος" (που αντίκειται στην "παγκοσμιοποίηση") και "κοινωνική τάξη" (που αντίκειται στον καπιταλισμό) είναι μύθοι; Ή ότι το σχολείο οφείλει να προσχωρήσει στο μεταμοντέρνο πλαίσιο του "αξιακού σχετικισμού" και όχι να αντισταθεί διδάσκοντας την αρετή; Ή ότι ο "πατριωτισμός του συντάγματος" θα λειτουργήσει καλύτερα σε ένα γεωγραφικό πεδίο διαβίωσης ξένων ανάμεσά τους εθνοτήτων απ' ό,τι ο εθνικός πατριωτισμός σε μια κοινότητα με κοινή γλώσσα, ιστορία και θρησκεία; Ή ότι η οικειοφοβία είναι προτιμότερη από την ξενοφοβία; Πού και πώς έχουν γίνει οι υπερκείμενες παραδοχές αυτών που αναλαμβάνουν την ευθύνη της πολυπολιτισμικής μετάλλαξης του ελληνικού έθνους στο επίπεδο της συνείδησης, αντικείμενο κριτικής εξέτασης δημόσιου διαλόγου; Τα ίδια ισχύουν για τη δημογραφική αλλοίωση του ελληνικού έθνους μέσω λαθρομετανάστευσης και τους απολογητές της. Εκτός και αν ο "αντιρατσισμός" αρκεί ως κριτική αντιπαράθεση.

Το βιβλίο (Ιστορία ΣΤ' Δημοτικού) δικαιολογημένα έχει γίνει αντικείμενο αρνητικής κριτικής από ιδιώτες και οργανώσεις που επισημαίνουν σειρά σημαντικών παραλείψεων παγκοίνως γνωστών ιστορικών γεγονότων και φυσιογνωμιών τα οποία ανήκουν το κεκτημένο της κοινής ελληνικής ιστορικής μας συνείδησης. Πέραν αυτού το βιβλίο εμπεριέχει ένα αριθμό ερμηνευτικών σχημάτων και λεκτικών διατυπώσεων που θέτουν εν αμφιβάλω ιστορικά δίκαια του Ελληνισμού, ιδιαίτερα απέναντι στην οθωμανική δεσποτεία – η υπεράσπιση των οποίων από τους προγόνους μας νομιμοποιεί για τον δικό μας λαό σήμερα όπως και παλαιότερα το αίσθημα της αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας. Η ιστορία μας συγκροτεί την ιδιοπροσωπία μας και την ιδιότυπη συμβολή μας στον πλούτο της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Όπως κάθε λαός, οι Έλληνες υπερασπιζόμεθα το διαχρονικό μας πρόσωπο ως αναγκαία συνθήκη για τον ισότιμο διάλογο με άλλους λαούς και για τη δημοκρατία.

Γι' αυτούς τους λόγους είναι επιβεβλημένη η άμεση απόσυρση του περί ου ο λόγος βιβλίου ιστορίας από τα ελληνικά σχολεία.

εφ. ΤΟ ΠΑΡΟΝ, 10 Δεκεμβρίου 2006





* * *


Φαίδων Μαλιγκούδης

ΠΕΡΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΡΕΒΙΖΙΟΝΙΣΜΟΥ

"Και οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία". Λίγα τεκμήρια από το παρελθόν έχουν αποτυπώσει με τόση ενάργεια το πνεύμα του πολυτάραχου 20ού αιώνα, που μόλις αποχαιρετήσαμε, όσο η λέξη "ρεβιζιονισμός", που καθιερώθηκε στη διεθνή γλωσσική χρήση (στα ελληνικά χρησιμοποιείται εναλλακτικά και το, ταυτόσημο, μεταφραστικό δάνειο "αναθεωρητισμός") στις αρχές του αιώνα. Ως τεχνικός όρος αποτελεί το νεολατινικό revisionismus (re- = "ανά-" + "videre" = "επισκοπώ, θεωρώ") μια, αρνητική συνήθως, κατηγορία, η οποία σημαίνει την προσπάθεια μιας ομάδας ατόμων να παρεκκλίνει από βασικές και κοινά παραδεκτές αρχές, επανεξετάζοντας τα δεδομένα κάτω από ένα δικό της, καινοφανές, πρίσμα.

Παρακάμπτοντας εδώ, λόγω οικονομίας χώρου, την αναφορά στον "κλασικό" ρεβιζιονισμό (που στο ιδιόλεκτο του πολιτικού λόγου χρησιμοποιείται, από τις αρχές του αιώνα, από τους "ορθόδοξους" μαρξιστές για να στιγματίσουν όσους θεωρούν αιρετικούς αναθεωρητιστές) θα παραμείνουμε σε μια σχετικά πρόσφατη παραλλαγή του ρεβιζιονισμού. Ο λόγος λοιπόν εδώ για τον "ακαδημαϊκό" αναθεωρητισμό της Ιστορίας.

Ο πιο προβεβλημένος εκπρόσωπος της "ακαδημαϊκής" παραλλαγής του ρεβιζιονισμού είναι ασφαλώς ο Βρετανός ιστορικός David Irving, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος με αναστολή τον περασμένο Δεκέμβριο από τις φυλακές της Αυστρίας, όπου είχε καταδικαστεί σε επταετή εγκλεισμό, επειδή στα βιβλία του προβάλλει τον ισχυρισμό ότι τόσο το Αουσβιτς όσο και τα άλλα ναζιστικά στρατόπεδα δεν είχαν υπάρξει ποτέ.

Μια άλλη παραλλαγή του "ακαδημαϊκού" ρεβιζιονισμού, που βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με το δικό μας ιστορικό παρελθόν, θεραπεύεται ιδιαίτερα στην υπερατλαντική κοσμοκράτειρα. Εκεί, στο πλαίσιο του "πολυπολιτισμικού" μοντέλου, που έχουν ήδη επιβάλει από το 1967 με θεσμικά νομοθετήματα στην εκπαίδευση τα μέχρι τότε λιγότερα ευνοημένα εθνο-κοινωνικά στρώματα, δηλαδή μαύροι, Λατινοαμερικάνοι, Εβραίοι (Bilingual Education Act, to 1967 και National Ethnic Heritage Studies, το 1974), υπάρχουν ήδη πολυάριθμα ΑΕΙ που θεραπεύουν τις "Εθνοφυλετικές Σπουδές" (Ethnic Studies). Μια σύλληψη που έχει πλέον καθιερώσει και θεσμικά τον ιστορικό ρεβιζιονισμό στις ΗΠΑ, αφού είναι εκ προοιμίου αντίθετη προς κάθε τι που θυμίζει τον ευρωκεντρικό "πολιτιστικό ιμπεριαλισμό" και τις αρχαιοελληνικές ρίζες του. Σε αυτό ακριβώς το πνευματικό κλίμα, το οποίο μηχανικά μεταφέρει τον πολυφυλετισμό που χαρακτηρίζει τη σημερινή αμερικανική κοινωνία στο ιστορικό παρελθόν, αναπτύχθηκε και η "σχολή" εκείνη του ρεβιζιονισμού που "ανακάλυψε" τις αφρο-ασιατικές ρίζες του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, με τη "Μαύρη Αθηνά" ως εμβληματική μορφή της.

Αν, όμως, η "Μαύρη Αθηνά" αποτελεί σήμερα το μακρινό απόηχο ενός "ακαδημαϊκού" συρμού του ρεβιζιονισμού που έχει πια κοπάσει, δεν συμβαίνει το ίδιο και με μια νέα παραλλαγή του, η οποία έχει καταστήσει ήδη αισθητή την παρουσία της και εντός των τειχών. Πρόκειται για την repetita lectio, την εκ νέου ανάγνωση, των ιστορικών πηγών που αναφέρονται στην ιστορία των Βαλκανίων και στην οποία μας παροτρύνει το Κέντρο για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη ΝΑ Ευρώπη (CDRSEE). Πρόκειται για μια Μη Κυβερνητική Οργάνωση (που αντλεί ωστόσο τους πόρους της τόσο από το υπουργείο Εξωτερικών της Αμερικής όσο, κυρίως, και από τον Οργανισμό των ΗΠΑ για τη Διεθνή Ανάπτυξη), πρόεδρος της οποίας είναι ένα υψηλό στέλεχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο βοηθός - υφυπουργός Εξωτερικών, πρέσβης Ρίτσαρντ Σίφερ, και γενικός γραμματέας - εισηγητής για το πρόγραμμα της Ιστορίας ο Κώστας Καρράς, γόνος οικογένειας εφοπλιστών από το Λονδίνο.

Εναν "αφοπλισμό της Ιστορίας" προτείνει το Κέντρο αυτό με τα τέσσερα βιβλία-εργασίες για την Ιστορία των Βαλκανίων που έχει ήδη εκδώσει, προωθώντας ένα (νεο)ρεβιζιονιστικό μοντέλο μιας "συναινετικής" θεώρησης του ιστορικού παρελθόντος των βαλκανικών λαών. Ενα σχεδόν ειδυλλιακό ιστορικό παρελθόν, στο οποίο ο Οθωμανός δυνάστης εμφανίζεται ως ο νόμιμος κάτοχος της κεντρικής εξουσίας σε ολόκληρο το χώρο των Βαλκανίων.

Αφήνοντας εδώ κατά μέρος το ερώτημα για το ποιον άραγε ευνοεί η "συναινετική" αυτή θεώρηση της Ιστορίας, θα επισημάνουμε ότι η δραστηριότητα του Κέντρου και, κυρίως, οι συστάσεις του για τον τρόπο θεώρησης του ιστορικού μας παρελθόντος έχουν ήδη καταστήσει και θεσμικά αισθητή την παρουσία τους στο σχολικό εγχειρίδιο της Ιστορίας για την ΣΤ' Δημοτικού, που επιβλήθηκε ως διδακτικό με την έγκριση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και την ανοχή του υπουργείου Εθνικής Παιδείας.

Συνένοχοι και αδαείς, οι Μοιραίοι που "βλάπτουν εξ ίσου την Αποικίαν".

εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 22 Φεβρουαρίου 2007


* * *


Γιώργος Σταματόπουλος

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑΤΑ

Ας αποδεχτούμε ότι οι συγγραφείς του βιβλίου της ΣΤ' Δημοτικού είχαν καλή διάθεση και τάση να καταπολεμηθούν τα εθνικιστικά ιδεολογήματα και ότι, επιπροσθέτως, χάρισαν πολλές πληροφορίες στα παιδιά τις οποίες εμείς ουδέποτε διαβάσαμε ως μαθητές. Είναι πιθανό οι ίδιοι να νομίζουν ότι προσέφεραν έργο μέγα στην ανάδυση μιας νέας, αληθινής πλανητικής ιδεολογίας και ηθικής. Ισως να θεωρούν ότι με τον δικό τους τρόπο γραφής και ιδεολογίας, ο μαθητής γίνεται ο πολίτης τού αύριο και θα είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων.

Επίσης: αντιπαρερχόμαστε πολλές από τις ενστάσεις περί χρηματοδότησης της συγγραφής από εξωελληνικούς, ύποπτους και σκοτεινούς κύκλους. Είναι, όμως, δυνατόν να είναι τόσο αφελείς (ιδιοτελείς, είπαμε, δεν είναι), τόσο αστείοι κατά τον χειρισμό των εννοιών της ελληνικής γλώσσας; Ειρηνιστές της κακιάς ώρας, δεν διστάζουν εντούτοις να αποκαλούν ειρηνιστικές ή ανθρωπιστικές τις βόμβες που εξαφανίζουν εκατομμύρια αθώες ψυχές γιατί οι ηγέτες τους (των ψυχών) προέβησαν σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Η φρίκη της Ιστορίας δεν μετριάζεται, δεν απαλείφεται· είναι απόρροια γεγονότων, αιματηρών, αποτρόπαιων ίσως· τι να κάνουμε; Και η Ιλιάδα γέμει αιμάτων, σκληρών συγκρούσεων, μίσους (αλλά και ελέους), δολοπλοκιών, σκοτωμών· να την καταργήσουμε; Ν' ακούσουμε τα σχεδόν φαιδρά ελληνικά όσων κόπτονται για τη δημιουργία τού χωρίς παράδοση ανθρώπου, του χωρίς ψυχισμό πολίτη; Αυτών που αφελώς και α-νοήτως νομίζουν ότι ο θρίαμβος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναγγέλλει όχι το τέλος της Ιστορίας, αλλά την ήττα των τυραννιών και των δικτατορικών -ισμών; Εκείνων που κηρύττουν την έλευση του Νέου Διαφωτισμού με βάση την αποκοπή των ανθρώπων από τις ρίζες τους (ρίζες εντός των οποίων ρέουν οι χυμοί και του γελοίου και του μεγαλείου);

Δεν πολεμάς τα ιδεολογήματα (εθνικισμός) με νέα ιδεολογήματα (οικουμενισμός), αφελή, απροβλημάτιστα, επικίνδυνα εν τέλει. Και η σπουδαιοφάνεια έχει τον συνωστισμό της...

εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 17 Φεβρουαρίου 2007


* * *


Κωστής Παπαγιώργης

ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ να κάνουμε με ένα "κακό" ή "ανεπαρκές" σχολικό βιβλίο, με ένα "εγχειρίδιο" – απεναντίας πρόκειται για τη νεοπαγή εκδήλωση ενός "στρατηγικού δόγματος", που θέτει νέους κανόνες διαβουκόλησης, προκειμένου να επιτευχθούν αμιγώς πολιτικοί σκοποί.

Οι Λυγερός-Παυλίδης [περιοδικό ΑΡΔΗΝ, τχ. 62] καταμαρτυρούν στο βιβλίο (το οποίο, σημειωτέον, κινείται στο ιστορικό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων) ότι απενοχοποιεί την οθωμανική περίοδο και την κεμαλική συνέχεια, φτάνοντας μέχρι σημείου να την εξιδανικεύει· ότι διαγράφει σημαντικά ιστορικά δεδομένα της αντίστασης των Ρωμιών, με διαφανές κίνητρο να εμφανίσει το οθωμανικό καθεστώς ανεχτικό και ελεύθερο· υποβαθμίζει το 1821 και τον ρόλο των αγωνιστών [...]

Δικαιολογημένα οι αρθρογράφοι του περιοδικού καταγγέλλουν τα όσα μολογάει το βιβλίο για τους πληθυσμούς της Ανατολής. Ο Αγτζίδης παρατηρεί: "Το ζήτημα είναι εάν στην εκπαιδευτική διαδικασία τα παιδιά μας πρέπει να μαθαίνουν την ελληνική ιστορία ή μόνο την ιστορία του κράτους της Ελλάδας". Σωστή παρατήρηση. Η φράση για παράδειγμα: "Χιλιάδες Ελληνες συνωστίζονταν (!) στο λιμάνι της Σμύρνης, προσπαθώντας να μπουν στα πλοία..." είναι τερατουργηματική. Ισάξιας απαξίας είναι και η φράση για την "προσάρτηση" της Μακεδονίας […]

εφ. Ο KΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ, 3 Φεβρουαρίου 2007
(αναδημοσίευση: εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 5 Φεβρουαρίου 2007)


* * *


Νίκος Καλογερόπουλος

ΠΩΣ ΓΡΑΦΕΤΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ

Tο βιβλίο Ιστορίας της 6ης Δημοτικού της Μαρίας Ρεπούση, θα μπορούσε να θεωρηθεί απλώς μια συγγραφική αποτυχία μετρίας συγγραφέως. Η επιλογή του για χρήση στα σχολεία θα έπρεπε απλώς να αποδοθεί στην ανικανότητα ή δημοσιοϋπαλληλική ολιγωρία των αρμοδίων του Υπουργείου Παιδείας. Το γεγονός όμως ότι το βιβλίο υπεστηρίχθη από Πανεπιστημιακούς καθηγητές της Ιστορίας δείχνει ότι το θέμα γίνεται σοβαρό. Επιλέγω λίγα από άρθρα που διάβασα στο ΒΗΜΑ τον Ιανουάριο με γενικό θέμα "Πώς γράφεται η Ιστορία". Η καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου κ. Χριστίνα Κουλούρη ισχυρίζεται ότι στην κριτική του βιβλίου της 6ης Δημοτικού "αναμετρούνται περισσότερο πολιτικο-ιδεολογικές σχέσεις παρά επιχειρήματα σχετικά με την ίδια την Ιστορία".

Ισχυρίζεται ότι η ιστορία που διδάσκεται στα παιδιά δεν πρέπει να περιέχει ωμή βία και αρνείται την μανιχαϊστική ερμηνεία της παραδοσιακής ιστορίας που "δεν εναρμονίζει τις διάφορες εθνικές αντιθέσεις". Μας διδάσκει ότι "στην προοπτική μιας φιλειρηνικής εκπαίδευσης είναι σκόπιμο να αποσιωπηθούν αισθήματα δραματοποιημένης εχθρότητος του παρελθόντος". Αυτά, κατά την κ. καθηγήτρια είναι προφανώς "επιχειρήματα σχετικά με την …ίδια την Ιστορία" και όχι "πολιτικο-ιδεολογικές σχέσεις"! Μας λέγει δηλαδή ότι 1ον, η Ιστορία πρέπει εκάστοτε να επιλέγει, να σιωπά και να αποκρύπτει, ανάλογα με την εκάστοτε σκοπιμότητα την οποίαν είναι άγνωστο ποιοί και με ποιά εξουσία καθορίζουν. 2ον, μας λέγει ότι "η αντίληψη αυτή επικρατεί στην Γαλλία, Ιταλία και Γερμανία". Ως προς το 1ον, φαίνεται ότι απορρίπτει τον θεμελιώδη κανόνα περί Ιστορίας που θέτει ο Θουκυδίδης: "κτήμα ες αεί μάλλον ή αγώνισμα ες το παραχρήμα ακούειν" (Ι,22,4). Ως προς το 2ον, όπου η κ. καθηγήτρια συγκρίνει το "παραχρήμα αγώνισμα" της Γαλλίας, Ιταλίας και Γερμανίας, φαίνεται ότι αγνοεί το στοιχειώδες ότι η θέληση για ικανοποίηση της σκοπιμότητος πρέπει να είναι αμοιβαία. Οι χώρες αυτές, αποφασίζουν ίσως αυθαιρέτως να αποσιωπήσουν ιστορικά γεγονότα, πράγμα που ισοδυναμεί με παραχάραξη, αλλά τουλάχιστον το αποφασίζουν αμοιβαίως. Το ίδιο όμως δεν συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις, όπως π.χ. στις σχέσεις Ελλάδος-Τουρκίας. Εάν η Ελλάς οφείλει κατά τους ειρηνιστές να παραχαράξει την Ιστορία, ας ρωτήσουμε τι κάνει η Τουρκία. Αποδυναμώνει και αυτή το εθνικό φρόνημα κατά το παράδειγμα του πολιτισμού Γαλλίας-Γερμανίας; Όπως είναι γνωστό, στον έρωτα χρειάζονται δύο. Εάν είναι μόνον ένας, αποτέλεσμα είναι η κατάθλιψη ή η αυτοκτονία.

Εάν το θέμα της αμοιβαιότητος δεν ενδιαφέρει την φιλειρηνική ψυχή της κ. καθηγήτριας τότε, ασφαλώς, παραγνωρίζει το δίδαγμα του άλλου μεγάλου ιστορικού, του Πολύβιου, ο οποίος λέγει:"εξ ιστορίας εάν άρης την αλήθειαν, το καταλειπόμενον αυτής ανωφελές γίνεται διήγημα" (ΧΙΙ,12,3). Όταν το τερπνόν επισκιάζει το ωφέλιμον τότε, λέγει ο Πολύβιος, είναι "τελείως αναληθές και μειρακιώδες και διατριβικόν" και "εάν εκ της ιστορίας εξέλη τις το δυνάμενον ωφελείν ημάς, το λοιπόν αυτής άζηλον και ανωφελές γίνεται παντελώς". Λέγει δε ακόμη "καλλίστην παιδείαν ηγητέον προς αληθινόν βίον την εκ της πραγματικής ιστορίας περιγενομένην εμπειρίαν" (Ι,35,6-10). Η ωφέλεια γνώσεως της "πραγματικής ιστορίας" είναι ότι μας εμπλουτίζει την εμπειρία και συνεπώς μας θωρακίζει για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του βίου μας. Ουαί για το έθνος, εάν λησμονήσουμε την "περιγενομένην εμπειρίαν" με την αφελή υπόθεση ότι την έχει λησμονήσει και ο συνεχώς παραμονεύων και υπονομεύων αντίπαλος. Η Ιστορία είναι, όπως λέγει ο Πολύβιος, "μάθησις" και όπως τονίζει ο Θουκυδίδης "κτήμα ες αεί".

Εάν η κ. καθηγήτρια ισχυρίζεται ότι η ιστορία "που διδάσκεται στα παιδιά", δηλαδή στα φυτώρια του έθνους, πρέπει να "εναρμονίζει τις εθνικές αντιθέσεις" τότε διδάσκει ψευδή ιστορίαν που ο Πολύβιος παρομοιάζει με την Τραγωδίαν (δηλ. με θέατρο) όπου "ηγείται το πιθανόν καν ή ψεύδος" (δηλ. έστω και αν είναι ψεύδος) ενώ, κατ'αυτόν, στην Ιστορία "ηγείται το αληθές δια την ωφέλειαν των φιλομαθούντων". Η ανθρώπινη φύσις παραμένει πάντα η ίδια, αλλά η κ. καθηγήτρια θέλει να αγνοεί ότι γι'αυτόν τον λόγον, το παρελθόν είναι και παρόν και μέλλον. Συγχέει δε δύο διαφορετικά πράγματα. Ότι άλλο είναι η αλήθεια την οποίαν πρέπει οπωσδήποτε να απεικονίζει η Ιστορία και άλλο είναι η ανάγκη μιας παράλληλης και ταυτόχρονης ηθικής διδασκαλίας επί του δέοντος της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Εάν αποσβέσουμε, όπως μας διδάσκει η κ. καθηγήτρια, από την ιστορία τις σφαγές, τις λεηλασίες, το ολοκαύτωμα, τα εγκλήματα της Ιεράς Εξετάσεως, την γενοκτονία, εάν δηλαδή κρύψουμε κάτω από το χαλί την βρώμα του παρελθόντος, πρέπει να είμαστε έτοιμοι και βέβαιοι ότι αυτή την βρώμα, θα την βρούμε και στο μέλλον.

Αυτά δίνουν αυτονόητη απάντηση και στον κ. Λιάκο, καθηγητή και αυτόν Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος λέγει ότι "το σχολείο πρέπει να μαθαίνει πώς μπορούμε να διακρίνουμε το έγκυρο από το κάλπικο". Και διερωτάται "πώς πείθεις τα παιδιά ότι η Ιστορία τα ενδιαφέρει". Μήπως εννοεί ότι τα πείθεις με το "κάλπικο" της παραχάραξης της Ιστορίας, παραλείποντας το "έγκυρο" της ιστορικής αλήθειας; Σύγχυσις ιδεών στο όνομα μιας έξωθεν έντεχνης προπαγάνδας που παρουσιάζεται ως το "πολιτικώς ορθόν" με τον εξευγενισμό και εξιδανίκευση του ψεύδους, ανασύρουσα από την λήθη τα "ψεύδη τα εν δέοντι γιγνόμενα" της ουτοπικής Πολιτείας του Πλάτωνος και αναδεικνύουσα μία νέα, "μοντέρνα", μορφή φασισμού. "Τόσο απλοϊκά", κατά την προσφιλή έκφραση του κ. Λιάκου! Και αυτά, δίνουν επίσης απάντηση στον εκπρόσωπο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου κ. Κατσουλάκο, που μας… "εξήγησε", σε εμάς τους καθυστερημένους αμαθείς, ότι "η εθνικιστική συνείδηση που έδινε έμφαση στα εθνικά σύνορα και την πατρίδα θεωρείται ως κάτι το ξεπερασμένο" ("θεωρείται" από ποίους άραγε!) και ότι τα βιβλία Ιστορίας εύχεται ο κ. Κατσουλάκος να γράφονται από μικτές επιτροπές αφού πιστεύει ότι πρέπει να ερωτώνται, π.χ. οι Τούρκοι, "τι θέλουν να γράφουμε γι'αυτούς"!! Υπενθυμίζω αυτά τα πολύ προοδευτικά και περίεργα του κ. Κατσουλάκου και του λεγομένου "Παιδαγωγικού Ινστιτούτου", απλώς για να τελειώσω με φαιδρή νότα το άρθρο μου. Αν και το παραπλήσιο αλλά ουσιαστικό θέμα εκφυλισμού και παρακμής θα έπρεπε να μας απασχολεί περισσότερο.

περ. ΗΛΙΑΙΑ, Μάρτιος 2007


* * *


Παναγιώτης Ήφαιστος

ΔΟΓΜΑΤΙΣΜΟΣ, ΑΚΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟΑΝΑΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ
ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΑΝΕΚΔΟΤΟΛΟΓΙΑΣ

Εισερχόμενοι στο έτος 2007, οι υπολογιστές πολλών από εμάς κατακλύστηκαν από χιλιάδες ηλεκτρονικά μηνύματα από όλο τον κόσμο που γράφονται από ακαδημαϊκούς όλων των επιστημών αλλά και από άλλους πολίτες ελληνικής καταγωγής τρίτων κρατών. Σχεδόν όλοι, αναστατωμένοι διαμαρτύρονται έντονα επειδή το ελληνικό κράτος δέχεται να εισρέουν στα ελληνικά σχολεία ιστορικές αναλύσεις χαμηλών ποιοτικών προδιαγραφών, η συγγραφή των οποίων, μάλιστα, επηρεάζεται από φορείς επιστημονικών τίτλων που συναγελάζονται με κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτους διεθνικούς δρώντες, οργανισμούς, επιχειρήσεις και από "ιδρύματα" όπως αυτά του τυχοδιώκτη-κερδοσκόπου Σόρος. Αναμφίβολα, μερικές επιχειρήσεις και οργανισμοί συμμετέχουν καλή τη πίστη σ' αυτό το αλλόκοτο χρηματοδοτικό συνονθύλευμα, χωρίς πιθανότατα να έχουν αντιληφθεί τι είναι αυτό που ακριβώς διακυβεύεται.

Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι διεθνικές δραστηριότητες, για ένα αριθμό λόγων, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν αμιγώς ακαδημαϊκές-επιστημονικές: Είναι πρωτίστως πολιτικού χαρακτήρα δραστηριότητες και παρά το ότι είναι βαθύτατων διανεμητικών προεκτάσεων για ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα στερούνται εν τούτοις επαρκών κοινωνικοπολιτικών και επιστημονικών ελέγχων και εξισορροπήσεων. Ακόμη, ως βαθύτατα προπαγανδιστικού ιδεολογικοπολιτικού χαρακτήρα με βαθύτατες διεθνοπολιτικές προεκτάσεις διανεμητικών συνεπειών, επηρεάζουν δυσανάλογα τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα κάποιων ασθενών κρατών των Βαλκανίων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τα μηνύματα πολλών Ελλήνων του διαδικτύου, οι οποίοι δεν είναι κατ' ανάγκη όλοι τιτλούχοι των λεγόμενων "κοινωνικών επιστημών", δείχνουν να έχουν κατανοήσει αυτό που αντιλαμβάνεται κάθε άτομο προικισμένο με στοιχειώδη νοημοσύνη. Ότι δηλαδή η εργαλειακή ιδεολογικοπολιτική χρήση της ιστορικής γνώσης ως μέσου κατήχησης ανυποψίαστων μαθητών, φοιτητών και αναγνωστών είναι απαράδεκτη και πολιτικά ύποπτη. Θα πρόσθετα πως αντίθετα με τις αιτιάσεις και τις ύβρεις μερικών επιφυλλιδογράφων, οι εξεγερθέντες κατά της "κριτικής" ιστοριογραφίας θεωρούν απαράδεκτη την πολιτικοποίηση της ιστορίας με επιλεκτική χρήση των πηγών είτε αυτό γίνεται προς την μια κατεύθυνση είτε προς την άλλη. Ο υπογράφων ασφαλώς και συμφωνεί απόλυτα με αυτή την θέση. Ένα ζήτημα που δεν προέκυψε χθες και πάντοτε θα απασχολεί την ιστοριογραφία, είναι –όσο και να θέλουν να αποπροσανατολίσουν οι δράστες της διεθνικής-ιδεολογικοπολιτικής ιστοριογραφίας– η συγγραφή καλής ιστορίας και όχι η στρέβλωση της ιστορίας με την αθώωση των φασιστοειδών αυτοκρατορικών δυναστειών.

Το επιστημονικό έλλειμμα των υψιπετών κοσμοπλαστών που για κάποιους περίεργους λόγους γίνονται τα αγαπημένα παιδιά των κυριακάτικων εφημερίδων, των αντιπροσώπων ξένων κρατών, μερικών στελεχών πολιτικών κομμάτων και υπαλλήλων μερικών διεθνών οργανισμών, καταμαρτυρείται, μεταξύ άλλων, από τον κυριολεκτικά ακραίο, δογματικό, λυσσαλέο και απολίτιστο τρόπου που αντιμετωπίζουν την αντίθετη άποψη. Ο υποβόσκων φανατισμός προδίδεται από παντελώς απαράδεκτους χαρακτηρισμούς. Χαρακτηριστικά, όσοι δεν συμφωνούν μαζί τους, "θέλουν τις συγκρούσεις, "είναι συναισθηματικοί", "πάσχουν από ψυχώσεις και υποκρισία", "μας οδηγούν στην λογική των κουκουλοφόρων", κτλ. Τα απαράδεκτα άλματα συλλογισμών δεν λείπουν, όταν σημερινά πολιτικά ζητήματα όπως το μακεδονικό ή το κυπριακό και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις συνδέονται αυθαίρετα με το ζήτημα της διδαχής της ιστορίας. Ακόμη, η αποθράσυνση φθάνει σε τέτοιο σημείο ούτως ώστε κάποιοι με ύπουλα άλματα συλλογισμών, με απλουστευτικές γενικεύσεις και με γενικόλογες λανθασμένες αναφορές (π.χ. στο τι λέει ο ΟΗΕ ή η Ουνέσκο), γίνονται ευθέως απολογητές των φασιστοειδών πολυεθνικών αυτοκρατοριών του παρωχημένων εποχών υπονομεύοντας τα αποτελέσματα των αγώνων ανεξαρτησίας-ελευθερίας. Έτσι, σύμφωνα με τους ειδικούς της ιστορικής ανεκδοτολογίας, οι Έλληνες είμαστε φοβεροί και επικίνδυνοι "εθνικιστές" επειδή διδασκόμαστε ότι "η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν 'τουρκική' και επιπλέον 'απολίτιστη' και συνεχώς βίαιη έναντι των Ελλήνων και άλλων χριστιανών'. Δηλαδή, διερμηνεύω: α) οι νεότουρκοι καμιά σχέση δεν έχουν με τους Οθωμανούς, β) η Οθωμανική εξουσία, πλην μερικών άτυχων στιγμών ήταν πολιτισμένη και αγαθοεργός και γ) η επί πολλούς αιώνες υποδούλωση των ελλήνων και άλλων λαών δεν ήταν φασισμός και καταστολή της ανθρώπινης οντότητας-ετερότητας αλλά μόνο αγαθοεργή δυναστεία που πρόσφερε τάξη, δικαιοσύνη και… προνόμια.

Στην βάση αυτής ακριβώς της διεστραμμένης ιστοριογραφικής αντίληψης που θέλει να βλέπει τα ιστορικά γεγονότα με στρεβλωτικούς ιδεολογικοπολιτικούς φακούς, στοχεύεται η ιστορική αλήθεια: Επιχειρείται να λειανθεί η εικόνα του τέρατος-φασιστή-δυνάστη, να εμφανιστούν οι σύγχρονοι στρατοκράτες της Άγκυρας ως περίπου ευγενικής καταβολής και, αντίστροφα, να απεικονιστούν ιστορικά οι επαναστάτες της ελευθερίας που όντως προκάλεσαν ποταμούς αιμάτων για να κερδίσουν οι υπόδουλοι λαοί την ανεξαρτησία τους ως περίπου εγκληματίες. Να παρουσιαστούν, στην χειρότερη περίπτωση ως ακατονόμαστοι "εγκληματίες πολέμου" που πρέπει να υποβαθμίζονται ή και να εξαφανίζονται από τα σχολικά βιβλία και στην καλύτερη περίπτωση ως ταραξίες στο πλαίσιο μιας παρεξηγημένης και παρωχημένης ιστορικής όταν όλοι λίγο πολύ έφταιγαν. Εξεζητημένα και με μακιαβελικές τεχνικές, οι ιστορικές χαλκεύσεις εξισώνουν την φασιστική-δυναστική βία με την βία των αγωνιστών της ελευθερίας.

Για να κατανοήσουμε τι ακριβώς στοχεύουν τέτοιες πασίδηλες τσαρλατανιές, σημειώνεται ότι δεν είναι τυχαίο πως σχετίζονται με την ίδια περίπου συνομοταξία διεθνολογούντων και φιλοσοφούντων η οποία χέρι-χέρι με διεθνικούς και άλλους υπόγειους δρώντες υποστήριξαν μετά μανίας και με τις ίδιες μεθόδους το φασιστοειδές σχέδιο Αναν που αν γινόταν αποδεκτό θα κατέστελλε για πάντα την ατομική και συλλογική ελευθερία ενός ολόκληρου λαού. Θα κατέλυε το κράτος και θα κατέστελλε τα ανθρώπινα δικαιώματα, την λαϊκή κυριαρχία και συλλήβδην όλα τα δημοκρατικά δικαιώματα. Ακόμη, θα νομιμοποιούσε τα εγκλήματα πολέμου (βλ. επιστημονικά ακλόνητη ανάλυση στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.ifestos.edu.gr/32.htm). Κανείς δεν έχει παρά να καταφύγει στον μεγάλο στοχαστικό σκουπιδότοπο για να αναζητήσει σορούς πνευματικών σκουπιδιών της εποχής των αβάστακτων πιέσεων για την αποδοχή του σχεδίου Αναν (2001-2004). Όπως χαρακτηριστικά γράφτηκε σε αντιπροσωπευτικό κείμενο: "Στην παγκοσμιοποιημένη υφήλιο της μιας υπερδυνάμεως και της μειωμένης ισχύος των κρατών που την περιβάλλουν ... (πρέπει) να απαλλαγούμε από τις μυθολογίες του παρελθόντος. ... Δυναμική του μέλλοντος είναι οι εθνικές οντότητες να ανθίσουν στο μεταθνικό σύστημα...". Αυτή η διεστραμμένη επιστημολογική επιλογή που βλέπει τους ανθρώπους με στρεβλό, αυτιστικό και ιδεολογικά προκατειλημμένο φακό, είναι, σημειώνεται, η ίδια με τους επιφυλλιδογράφους πολλών άλλων εντύπων. "Οι Τούρκοι", συνεχίζει, "δεν μας συγχωρούν ότι με την επανάσταση του 1821 αρχίζει να διαλύεται η οθωμανική αυτοκρατορία... ο καλός διαπραγματευτής εκτός από το δικό του συμφέρον λαμβάνει υπ' όψιν και το συμφέρον του άλλου" και γι' αυτό, θα πρέπει (σημείωση δική μου: μονομερώς), "στην διελκυστίνδα των προβαλλομένων απαιτήσεων και των ζητουμένων παραχωρήσεων, να μπαίνουμε στην θέση του άλλου..." Έτσι, θα μπαίνουμε στην ομάδα των ευνοουμένων και ισχυρών ηγεμονικών δυνάμεων που ήθελαν να επιβάλουν το σχέδιο Αναν, γεγονός που θα μας εξαιρούσε, συνεχίζει το επιχείρημα, "από τις δυνάμεις της αβεβαιότητας". Τέτοιες υποδουλώσεις και υποτέλειες, όμως, απαιτεί κοσμοθεωρητική και ιδεολογική προσαρμογή. Κυρίως, απαιτεί εγκατάλειψη των ερεισμάτων της διϋποκειμενικής ιστορικής αυτογνωσίας, προσαρμογή, όπως χαρακτηριστικά γράφτηκε, στο μεταφυσικά προσδιορισμένο "υπερεθνικό ή μεταεθνικό πνεύμα των καιρών", στάση που θα λυτρώσει από το "αγκαθωτό εθνικό Υπερεγώ" και θα προικίσει τους ανθρώπους με "μεταεθνικό Εγώ". Μεταφράζω: Έλληνες διεθνολογούντες, φιλοσοφούντες και ιστοριογραφούντες, ανακάλυψαν την χρυσή συνταγή επίλυσης των πολιτικών, πολιτειακών και διεθνών προβλημάτων: Οι άνθρωποι εύκολα, εάν εγκαταλείψουν το "εθνικό εγώ" (sic) και υιοθετήσουν το "Υπερεθνικό Εγώ" (sic) της… μεταεθνικής εποχής στην οποία ήδη βρισκόμαστε (και της οποίας, προφανώς ο ΟΗΕ, η ΕΕ και η Ουνέσκο αποτελούν χαρμόσυνο προάγγελο) θα λύσουν τα διεθνή, πολιτικά και άλλα προβλήματα.

Το γεγονός ότι σύμφωνα με τις θέσεις που κηρύττουν αυτό οδηγεί σε καταστολή της ελευθερίας, επιχειρούν να το λειάνουν με το καρότο της "βεβαιότητας ότι θα εισέλθουμε στον πυρήνα των ευνοημένων του πλανήτη". Η λογική έκβαση αυτών των παραλογισμών είναι η λογοκρισία της ιστορίας. Η ιστορία πρέπει να "καθαρίσει από αίματα", ιδιαίτερα εκείνα τα αίματα που έδωσαν στους λαούς συλλογική ελευθερία-εθνική ανεξαρτησία. Πρέπει επίσης να εξωραϊστεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία και να μην εμφανίζεται ως δυνάστης, να δημιουργηθεί μια ψευδής απεικόνιση ενός αγγελικού πολυπολιτισμικού (όχι πολυεθνικού η τουλάχιστον πολύ-κοινωνικού) κόσμου όπου η Οθωμανική εξουσία διακυβερνούσε αγαθοεργά και στοργικά. Για το γεγονός ότι οι αγώνες λειτουργούν ελευθερίας λειτούργησαν καταστατικά για τις εθνικές ολοκληρώσεις και για την θεμελίωση της ιδέας της εθνικής ανεξαρτησίας, μάλλον θεωρείται επιβλαβής ιστορική εξέλιξη, γιατί, σύμφωνα με την κοσμοπλαστική διαστροφή τους, αυτό κατακερμάτισε τον πλανήτη οδηγώντας σ' ένα εθνοκεντρικό κόσμο υπεύθυνο για όλα τα γνωστά σημερινά προβλήματα. Τα διαστρεμμένα "κριτικά" επιχειρήματα ίσαμε την λογική τους έκβαση οδηγούν μερικούς σε υπερβολικό ζήλο και "απροσεξίες": στρογγυλεύουν εισβολές, γενοκτονίες, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και αντιστρέφουν εγκληματικά την σύγχρονη πολιτική συγκυρία. Έτσι κατά καιρούς διαβάζουμε: όταν οι τούρκοι έσφαζαν τους Σμυρνιώτες αυτοί απλά… αναχώρησαν, το Οθωμανικό παιδομάζωμα μάλλον ήταν αγαθοεργό και αφορούσε τα ορφανά, στο Αιγαίο η Ελλάδα είναι επεκτατική, στην Κύπρο το 1974 απλά αποβιβάστηκαν, το σχέδιο Αναν ήταν θεόσταλτο, και άλλα φαιδρά, χυδαία και προπαγανδιστικά, αλλά δυστυχώς συχνά πλέον ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένα.

Έτσι περίπου θέλουν να αντιλαμβανόμαστε την ιστορία και τον κόσμο οι εντολείς και εντολοδόχοι των διεθνικών παρασκηνίων. "Λάθος" είναι η λέξη γιατί λανθασμένα είναι τα ιδεολογήματα και τα θεωρήματά τους: Θέλουν να έχουμε λάθος γνώση για τα πραγματικά αίτια πολέμου, λάθος αντίληψη για τον χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος, λάθος αντίληψη για την εξέλιξη της μεταψυχροπολεμικής εποχής, λάθος γνώση για τους αγώνες ελευθερίας που γέννησαν το ελληνικό και κυπριακό κράτος, στρεβλή ιστορική αντίληψη για την σχέση του νεοτουρκικού με το Οθωμανικό κράτος, αποπροσανατολιστική απεικόνιση των πραγματικών προβλημάτων των διαβαλκανικών σχέσεων και ασφαλώς μια αυτιστική αντίληψη για το τι σημαίνει ειρηνική επίλυση διαφορών. Ειρηνική επίλυση γι' αυτούς σημαίνει, βασικά, ειρήνη του κατακτητή και αποδοχή των τετελεσμένων της βίας ή χειρότερα και επιστροφή σε δυναστικές και ηγεμονικές εποχές που θα τιθασεύσουν τους σημερινούς απείθαρχους "εθνοκεντρικούς" - "εθνικιστές" λαούς των προβληματικών βαλκανίων. Δεν χρειάζονται πολλά για να αντιληφτεί κάθε νοήμων ότι καμιά επίλυση συγκρούσεων δεν φέρνουν αυτές οι "κριτικές" ιστορίες. Στοχεύουν στην απονεύρωση της ιδέας της ανεξαρτησίας, επιχειρούν να το επιτύχουν χαλκεύοντας ιστορικά καλούπια της ιδεολογικοπολιτικής αρεσκείας τους και ευνοούν κάθε τι που μας υποτάσσει στα ηγεμονικά κελεύσματα.

Τα θεωρήματα και τα ιδεολογήματα της πιο πάνω συνομοταξίας επιστημονολογούντων, φιλοσοφούντων και διεθνολογούντων θα μπορούσαν, βασικά, να συνοψιστούν ως εξής: α) Να επιδείξουμε "πνεύμα σύνεσης", δεχόμενοι την συρρίκνωσή της κυριαρχίας μας. β) Να προσαρμοστούμε στην λογική των τετελεσμένων και της ανισορροπίας ισχύος. γ) Να απονευρωθούμε ως κοινωνία προσαρμόζοντας τις πεποιθήσεις μας στην υποτέλεια και την δουλεία. Ως "πράξη σωφροσύνης", επίσης, να δεχθούμε απνευστί όλες τις αξιώσεις της εκάστοτε δεσπόζουσας ηγεμονικής δύναμης. Αυτό επιβάλλει, κατ' αυτούς, η έλευση της … μεταεθνικής εποχής (των φαντασιώσεών τους). Κυριολεκτικά αυτά ακριβώς μας διατάζουν να κάνουμε, με προπέτεια μάλιστα που αφήνει άφωνο κάθε πολιτισμένο άνθρωπο.

Το σύνηθες επιστημονικοφανές κερασάκι τέτοιων στρεβλών ιδεών είναι ότι η συλλογική ελευθερία με την έννοια της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας-ανεξαρτησίας, δεν έχει δήθεν νόημα στην παγκοσμιοποιημένη εποχή της μιας δυνάμεως. Ξαφνικά και αναίτια, την στιγμή μάλιστα που αστάθεια, αλυτρωτισμοί και απειλές μας περιβάλλουν καθημερινά και επί δεκαετίες, ελληνόφωνοι κονδυλοφόροι και άλλοι βαλκάνιοι καλούν τους συμπολίτες τους να είναι υποχωρητικοί επί ζητημάτων πολιτικής κυριαρχίας-εθνικής ανεξαρτησίας. Η κυριαρχία-ανεξαρτησία, ελευθερία, δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία, ανθρώπινα δικαιώματα και άλλα αγαθά για τα οποία αγωνίστηκαν οι λαοί τους τελευταίους αιώνες δεν έχουν και πολύ νόημα. Για τους επιστημονολογούντες, μάλιστα, τέτοιες έννοιες είναι παρωχημένες, παρανοϊκές, εθνικιστικές και άχρηστες στην… μεταεθνική εποχή. Νόημα έχει, σύμφωνα με τις βαθύτερες αφελείς και επιστημονικοφανείς προσδοκίες τους η προσαρμογή σ' αυτή την μεταεθνική εποχή των φαντασιώσεών τους και τα μαγειρέματα της ιστοριογραφίας τους που όπως δεν κρύβουν θα απονευρώσει μονομερώς την ιστορική συνείδηση των πρώην υποτελών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Υπό το πιο πάνω αυτιστικό πρίσμα, ο μεταφυσικά ή διεθνικά προσδιορισμένος δικός τους σκοπός αντιπαρατίθεται στην υγιή φιλειρηνική ελληνική κοινωνική βούληση κατά της οποίας βάλλουν μαζικά, αδιακρίτως και αδίστακτα. Ο δικός τους "ιερός σκοπός" καθαγιάζει επιθέσεις κατά των κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων και ιστορικά κεκτημένων ελληνικών ιερών και οσίων που στηρίζουν την ελληνική ανεξαρτησία. Αυτά τα ιερά και όσια, χωρίς αιδώ, ειρωνεύονται, χλευάζουν και κουρελιάζουν στις ρυπογραφίες τους. Όσοι διαφωνούν με τους συνειδητούς ή ασυνείδητους συνοδοιπόρους και νεροκουβαλητές των φασιστοειδών υπερσυντηρητικών σοφισμάτων καταβάλλονται προσπάθειες για να απομονωθούν για να δολοφονηθεί ο επιστημονικός και πολιτικός τους χαρακτήρας και για να περιβληθούν με χαρακτηρισμούς όπως "εθνικιστές" και "ψυχωτικοί" που αρέσκονται στην "ιστορία που ρέει αίμα" (βλ. πιο κάτω). Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, ακόμη, αδίστακτοι φορείς επιστημονικών τίτλων γενίκευσαν ακόμη περισσότερο με χαρακτηρισμούς συμβατικά υποτιμητικούς, όπως "νοικοκυρές", "αλευρομάγειροι", "εργάτες" και άλλοι που προφανώς, σύμφωνα με την αυθαίρετη γνώμη τους είναι άσχετοι και δεν δικαιούνται να έχουν άποψη. Όλοι μαζί, οι αντίπαλοι, ή όσοι δεν γονατίζουν μπροστά στην σοροχρηματοδοτούμενη ιστοριογραφία, ομαδοποιούνται και εξοστρακίζονται. Οι μονολογούντες στα μέσα ενημέρωσης, είναι οι μόνοι "επιστήμονες". Οι άλλοι δεν είναι επιστήμονες και δεν ξέρουν. Σ' αυτό το άθλιο και ευτελές επίπεδο κατέβηκαν κάποιοι φορείς επιστημονικών τίτλων, διεκδικώντας μάλιστα και μονοπώλιο ιστορικής γνώσης.

www.ifestos.edu.gr


* * *


Γιάννης Παπαμιχαήλ

ΠΩΣ ΕΡΜΗΝΕΥΕΤΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΑ Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΟΥ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ

Στο όνομα του "εξορθολογισμού" και της άμβλυνσης των συγκρούσεων μεταξύ ιστορικών ομάδων (εθνικά ή ταξικά προσδιορισμένων), στο όνομα δηλαδή της καλλιέργειας ενός δεσποτικού, αυτοκρατορικού "παγκόσμιου ειρηνισμού", κάποιοι εγκάθετοι "οργανικοί υποδιανοούμενοι" της Νέας Τάξης αποφάσισαν (με το αζημίωτο φυσικά) να απαλείψουν τα στοιχεία εκείνα της λαϊκής ιστορικής μνήμης που εμποδίζουν τους Έλληνες εν δυνάμει υπηκόους της "παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών" να ενταχθούν στη νέα συμβολική τάξη. Να διαγράψουν δηλαδή τις μνήμες που συγκροτούν τις νεοελληνικές, πολιτισμικές και πολιτικές ταυτότητες και τις "απαράδεκτες" πλέον πατριωτικές στάσεις και συμπεριφορές.

Εντούτοις, το σημαντικό κατά την άποψή μας δεν βρίσκεται τόσο στην επιλεκτική διαγραφή κάποιων "ενοχλητικών" γεγονότων, σημασιοδοτήσεων ή αξιών από την διδακτική ύλη της (ελληνικής) ιστορίας: κάθε διδακτικός μετασχηματισμός της επιστημονικής γνώσης –και ιδιαίτερα κάθε ιστοριογραφία– περιέχει τέτοιες επιλογές ή "προσαρμογές", που οφείλουν βέβαια να τεκμηριώνονται από διδακτικής και ψυχολογικής άποψης με θεωρητικά και εμπειρικά δεδομένα σχετικά με τους παιδαγωγικούς στόχους και τις μαθησιακές διαδικασίες που τις καθοδηγούν και τις καθιστούν χρήσιμες για τους μαθητές.

Το πιο σημαντικό στοιχείο της αλλαγής των σχολικών εγχειριδίων της Ιστορίας βρίσκεται λοιπόν κατά τη γνώμη μας όχι στο τι "δεν διδάσκεται πια", αλλά στο τι "διδάσκεται" έστω εμμέσως, μέσω ακριβώς αυτών των "αποσιωπήσεων": μια "αυτοκρατορικώς" και εκ των άνω θεσπισμένη αντίληψη "περί της Ιστορίας" – και παράλληλα, μια αγγλο-αμερικανικής έμπνευσης "πολιτική φιλοσοφία" που επιβάλλεται στο σύνολο σχεδόν του δυτικού κόσμου ως η μόνη "πολιτικώς ορθή".

Ως προς την παρατηρούμενη αποδυνάμωση της ιστορικότητας των συνειδήσεων είναι λοιπόν χρήσιμο να θυμηθούμε το πλαίσιο της ευρύτερης εκπαιδευτικής πολιτικής, μέσα από το οποίο θέματα όπως ο "πολιτισμός" ή ο "διάλογος" αναδεικνύονται ως κεντρικά ζητήματα παιδαγωγικής διαπραγμάτευσης με στόχο υποτίθεται, την "ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών": Η αναθεώρηση των σχολικών εγχειριδίων της (νεοελληνικής) ιστορίας εντάσσεται σε μια ευρύτερη απόπειρα αποδόμησης, όχι μόνο των αξιών και των στερεοτύπων επί των οποίων οργανώθηκε πράγματι η "εθνική ιστοριογραφία", αλλά των ίδιων των μεθόδων διαμέσου των οποίων είναι πια "πολιτικώς ορθό" να ορίζεται η ιστορική αλήθεια. Πρόκειται στην ουσία για ένα μάθημα απλοϊκού "σχετικισμού" και εργαλειακής "απομάγευσης" του μέσου "κοινού νου" που εξασκείται μέσω μιας πολύμορφης και πολυεπίπεδης "διδασκαλίας" μαθημάτων όπως η Ιστορία, η Κοινωνιολογία, η "Αγωγή του Πολίτη"…

Για να περιγράψουμε συνοπτικά την κατάσταση στο επίπεδο των "νοοτροπιών", θα λέγαμε ότι είναι σαν ξαφνικά ο "κόσμος", αυτός ο "μεταμοντέρνος", ο ασταθής, ο "χωρίς βαθιές ρίζες", ο "διαρκώς μετακινούμενος" και υπερκινητικός κόσμος του μέσου δυτικού ανθρώπου, που έχει προ πολλού πάψει να είναι αναλφάβητος και απληροφόρητος, να ανακάλυψε πως η ανθρωπότητα ζούσε και ζει σε κοινωνίες που έχουν όλες κάποια Ιστορία, που αποτελεί αντικείμενο "αφήγησης", μέσω της οποίας έχουν διαμορφωθεί οι διάφορες εθνικές κουλτούρες και οι διαφορετικοί πολιτισμοί. Ο δυτικός άνθρωπος συνειδητοποίησε λοιπόν ότι οι σύγχρονες κοινωνίες δεν διαθέτουν διάρκεια και σταθερότητα (που παλαιότερα αποκαλούνταν "ρίζες" και οι οποίες, βυθισμένες κάπου στο μεσόστρωμα μεταξύ της "ιστορικής παράδοσης" και του εθιμικού πλαισίου, ήταν ταυτόχρονα "νοητές" και "ορατές"). Δημιουργείται, λοιπόν, η εντύπωση ότι η "ξαφνική" αυτή "αποκάλυψη" συνέβαλε στο να καταστήσει τον μέσο δυτικό άνθρωπο "πιο σοφό", δηλαδή "σχετικιστή" ή τουλάχιστον "σκεπτικιστή" (όσον αφορά την εγκυρότητα των δικών του παραδόσεων). Κατά "συνέπεια" η παραπάνω "απομάγευση" της σκέψης του, όχι πια έναντι των θεολογικών πεποιθήσεων, αλλά και έναντι της ιστορίας της κοινωνίας όπου ζει, μοιάζει να καθιστά τον "πολίτη" εν δυνάμει πιο ηθικό ή έστω πιο έμπειρο στις διανοητικές και ηθικές "κακοτοπιές" της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού: πιο αποστασιοποιημένο από τα "πράγματα της Ιστορίας", πιο "διανοούμενο" (ικανό, λόγου χάρη, να διανοηθεί τις "ταυτότητες" και την αποσταθεροποίησή τους), πιο αυθόρμητα "αποδομιστή" κάθε θεμελιοκρατίας, πιο "ανεκτικό στην ετερότητα". Αυτό το ηθικό μορφωτικό σχήμα, γύρω από το οποίο ασφαλώς έχουν ρυθμιστεί οι "πολιτισμικές σπουδές", συγκλίνει στην απορρύθμιση όλων των παραδοσιακών βεβαιοτήτων, αλλά στηρίζεται ωστόσο εξολοκλήρου σε ένα μηχανιστικό και καθόλου "ουδέτερο" στερεότυπο κατανόησης της φύσης του επιθυμητού "διαλόγου" μεταξύ των "πολιτισμών" ή μεταξύ των "παραδόσεων". Αποθεώνοντας την Ιστορία του, αυτό το στερεότυπο, που υπονομεύει συστηματικά τα θεμέλια όλων των σταθερών "κοινωνικών βεβαιοτήτων", των παραδόσεων και της ιστορικής ορθολογικότητας, αναδεικνύει, αποσιωπώντας τα, τα δικά του μεθοδολογικά θεμέλια, τα θεμέλια της υπονόμευσης δηλαδή, κάπου μεταξύ του πιο τυπικού αγγλοσαξονικού εμπειρισμού και της ανάδυσης στο προσκήνιο της Ιστορίας ενός "μεταμοντέρνου" και "διεθνιστικού" καπιταλισμού, ηθικά ασύδοτου, απελευθερωμένου από κάθε μορφή "συνόρων" και σοβαρής πολιτικής αμφισβήτησης. Ακριβώς αυτά τα "θεμέλια της εκθεμελίωσης", τις "δομές του αποδομισμού", τους "ρυθμούς της απορρύθμισης", ο αυτοκρατορικός λόγος και η ιδεολογία του προσπαθούν (με μεγάλη προς το παρόν επιτυχία) να αποκρύψουν, έστω αποκαλύπτοντάς τα ως "πρακτικές" εκφράσεις της μόνης "πρακτικής", δημοκρατικής ορθολογικότητας του "δυτικού κόσμου" ή ως "αντικειμενικές περιγραφές" των διαδικασιών του εκσυγχρονισμού και του εξορθολογισμού. Πρόκειται για τη γνωστή αποικιοκρατική ιδέα της ηθικής "ανωτερότητας του δυτικού πολιτισμού", στη σύγχρονη εκδοχή της.

Είναι λοιπόν, ίσως μέσα από αυτό το πλαίσιο που θα έπρεπε να κατανοήσουμε και τις αντιφατικές στάσεις των σύγχρονων δυτικών ανθρώπων έναντι της έννοιας της "παράδοσης" – ιδιαίτερα, μάλιστα, εκείνων που συνδέουν την παρακμή των (εθνικών κλπ.) συνόρων με το ενδεχόμενο της χειραφέτησης των ατόμων (δηλαδή της απελευθέρωσης της επιθυμίας, "της έκρηξης του φανταστικού και της δημιουργικότητας") και με τα άλλα κοσμοπολίτικα ιδεώδη του συρμού. Διότι, αν με τον όρο παράδοση εννοούμε συνήθως ένα σύνολο τελετουργιών, μια συλλογή δογμάτων ή διδασκαλιών, έναν συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς, έναν τρόπο θεώρησης του κόσμου ή του εαυτού μας, έναν τρόπο για να αντιλαμβανόμαστε τους άλλους και να ερμηνεύουμε την πραγματικότητα, μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε ότι ο "κριτικός λόγος" εναντίον της "εθνικής ιστοριογραφίας" θα είναι επίσης συχνά εκείνος που θα εξυμνεί κάθε "καινοτομία" και κάθε ατομική "χειραφέτηση" από τα δεσμά των κλειστών κοινωνιών του παρελθόντος, που θα προτρέπει στην "απελευθέρωση του ατόμου" από τους μύθους, τις σημασίες και τις ιστορίες των "συλλογικών υποκειμένων". Αυτός ο λόγος λοιπόν έχει μια μεγάλη παράδοση. Αυτή η παράδοση, μαζί με όλες τις σημασίες που τη συγκροτούν, αποτελεί σήμερα αντικείμενο μιας συστηματικής εκπαιδευτικής μεταβίβασης. Στις σχηματικές αντιλήψεις της ιστορικής εξέλιξης του "μέσου δυτικού διανοούμενου", αυτού του πνευματικού τέκνου όλων των νεότερων ή μεταμοντέρνων εκσυγχρονισμών, η έννοια της "παράδοσης" αποτελεί συνώνυμο "κάποιου πράγματος στάσιμου", αν όχι κάτι το ριζικά "οπισθοδρομικό". Η αρνητική, λοιπόν, κοινωνική αναπαράσταση της έννοιας της "ιστορικής παράδοσης", όχι μόνο αποτελεί τμήμα μιας συγκεκριμένης ιστορικά πολιτισμικής παράδοσης, αλλά όπως όλες οι "διανοητικές παραδόσεις" μέσα από την εξέλιξη και τη μετεξέλιξή τους, διατηρεί ως προς την κοινωνική της δυναμική έναν συγκεκριμένο πολιτικό στόχο. Η παράδοση του λόγου, που εκθειάζει πάντα την "αλλαγή" και αντιμετωπίζει επιφυλακτικά κάθε παράδοση, αποτελεί τρόπον τινά το πιο τυπικά "αμερικανικό" σκέλος της σχετικής αγγλοαμερικανικής εμπειριστικής, νεωτερικής παράδοσης. Στοχεύει στην αποσάθρωση της χωροχρονικής θεμελίωσης (της διάρκειας και της "ιστορικότητας" ) των κοινωνιών, στην ανασυγκρότηση των ατομικών συνειδήσεων της "παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών" και στην "ορθολογική" δέσμευσή τους, στο μεταμοντέρνο, "αέναο παρόν". Στην απομυθοποίηση κάθε ιδέας "συμβολικής συνέχειας", γύρω από την οποία το νομαδικό, "παγκόσμιο πλήθος" θα μπορούσε να οργανωθεί ποιοτικά ως πολιτική συλλογικότητα στον ιστορικό χρόνο. Αποβλέπει, τελικά, στη "διακοπή της συνομιλίας", που η παράδοση, σύμφωνα με την έκφραση του Gadamer, "εκδιπλώνει το χρόνο". Είναι λοιπόν ακριβώς, με τη σταδιακή συγκρότηση αυτής της συγκεκριμένης "τοτεμικής" κοινωνικής παράστασης περί των "παραδόσεων", που ο κοινός επιστημονισμός του "μέσου διανοούμενου" εμφανίζεται ταυτόχρονα ως "εκσυγχρονιστικός", "κριτικός", αναλυτικά διαπιστωτικός και "ριζικά αντιρομαντικός". Στο πλαίσιο αυτής της διανοητικής προδιάθεσης, και χωρίς να (αισθάνεται πως) αντιφάσκει με τα σχετικιστικά πρότυπα ή τα ιδεώδη της ανεκτικότητας που απορρέουν από τις ίδιες τις αγγλο–αμερικανικές παραδόσεις, τις οποίες έχει βαθύτατα ενστερνιστεί, ο "μέσος διανοούμενος", απαλλάσσεται από το φορτίο όλων των υπόλοιπων ιστορικών παραδόσεων (εθνικών, θρησκευτικών κλπ.) μετασχηματίζοντας σε έθιμα, με ένα λόγω "φολκλοροποιώντας" τις παραδόσεις σε όλα τα πεδία της κοινωνικής δράσης και πρακτικής του: αντίθετα από τις παραδόσεις, τα έθιμα και οι "κουλτούρες" σπανίως έχουν πραγματική κανονιστική ισχύ.

Σκιαγραφώντας, όμως, μια εν δυνάμει πραγματικότητα σαν την "ιδεολογία του μέσου διανοούμενου των δυτικών κοινωνιών" (μια ιδεολογία, που είναι αρκετά μακριά από το να χαρακτηρίζει το σύνολο των σχετικών διεργασιών και των αντιφάσεων που μπορεί σήμερα κανείς να καταγράψει), κινδυνεύουμε με τη σειρά μας να ταυτίσουμε αυτήν την αναγκαία σχηματοποίηση με ένα ήδη τετελεσμένο, πραγματικό "γεγονός". Στο ιστορικό γίγνεσθαι δεν υπάρχουν, ωστόσο, τέτοια οριστικά δεδομένα. Είναι, λόγου χάρη, εμφανή, ακριβώς στην ίδια "κοινή γνώμη" των ευρωπαϊκών κοινωνιών, ορισμένα σημάδια των "αντιστάσεων της παράδοσης". Κατανοητές ως "επιβιώματα του παρελθόντος", οι παραπάνω αντιστάσεις αποβλέπουν στη διατήρηση κάποιων κοινωνικών πρακτικών που συχνά προσεγγίζονται με τους "ιδεαλιστικούς όρους" της ρομαντικά εξιδανικευμένης "κοινωνικής συνεκτικότητας". Στο πεδίο της οργάνωσης των κοινωνικών παραστάσεων της "ιστορικής συνέχειας", (π.χ. του Παπαρηγόπουλου), συνήθως εμφανίζεται ως αντίπαλος αυτών των ιδεολογικών "επιβιωμάτων" ένας πολιτικός λόγος που θεωρεί τον εαυτό του "εκφραστή" ενός "διανοητικού και πολιτισμικού εκσυγχρονισμού". Ριζικά απορριπτικός απέναντι στα "επιβιώματα", ιδίως στο μέτρο που δεν θα αποτελούσαν απλώς κάποια "έθιμα", ο "εκσυγχρονιστικός" λόγος τείνει να αντιμετωπίσει την όποια κοινωνική και πολιτική τους νομιμοποίηση ως εκδήλωση και δείγμα γραφής ενός, μάλλον απλοϊκού, "ιστορικισμού". Στην προέκταση, ωστόσο, της "αυτοκρατορικής" μετατροπής των (εθνικών κλπ.) παραδόσεων σε απλά τελετουργικά και έθιμα προς "κατανάλωση", μπορούμε πολύ καλά να φανταστούμε το ενδεχόμενο της μετατροπής αυτών των "περιφρονημένων κοινωνικών αντιστάσεων" σε "φονταμενταλιστικό" πλαίσιο εκδήλωσης των κοινωνικο-πολιτισμικών αντιθέσεων. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν λογικό να περιμένει κανείς και την εμφάνιση μιας τάσης προς την απότομη μεταστροφή των εθίμων σε "παραδόσεις"… Είναι σαφές ότι οι αυτοκρατορικές ανασυγκροτήσεις των εθνικών πολιτισμών συνοδεύονται συμμετρικά από την ανάπτυξη όλων των "λεπενισμών". Και αυτό μάλλον θα συμβαίνει όλο και πιο συχνά, ακριβώς στο μέτρο που ο "πόλεμος των πολιτισμών" αναπαράγεται συμβολικά σε εθνικό επίπεδο, ιδιαίτερα στις πιο "ιστορικές" κοινωνίες, θρυμματίζοντας τη λαϊκή (πολιτική) κουλτούρα και παράδοση μεταξύ δυο ("φονταμενταλιστικά αντιθετικών") πολιτισμικών παραδειγμάτων κοινωνικής συμβίωσης ή/και σύγκρουσης: το "παραδοσιακό" εθνικό και ταξικό παράδειγμα της ομαδοποίησης των κοινωνικών συμφερόντων, που εκτίθενται στο ιδεατό ή νοητό μέλλον τους υπό το ηθικο-πολιτικό σχήμα της ιστορικής και "εδαφικής" θεμελίωσης των συλλογικών συμφερόντων και το τοτεμικά αμερικανικό (αυτοκρατορικό) παράδειγμα της εξατομίκευσης των αντικρουόμενων συμφερόντων και της ρεαλιστικής (κυνικής) αυτοπραγμάτωσης των ατόμων στο αποεδαφοποιημένο παρόν ("όλοι εναντίον όλων").

Όπως όλοι πια γνωρίζουμε, οι οργανικοί διανοούμενοι της νέας, αυτοκρατορικής τάξης φορούν τον άνετο λόγο της "Αριστεράς". Περιφέρονται με συγκινητικό πάθος κάπου μεταξύ "αντιεθνικισμού" και "κοσμοπολιτισμού", δηλαδή ξενόφιλου "αντιπατριωτισμού", οικειοφοβίας και συμβολικής υπερκινητικότητας. Όσοι από αυτούς, έχουν την τύχη ή την ατυχία να είναι και αμερικανοτραφείς, με την κλασσική θρασύτητα και την ημιμάθειά τους, θεωρούν συνήθως ότι μεταφέρουν και εκ των έσω τον "Λόγο του Θεού" ή το "Νόμο της Φύσης" των κοινωνικών και πολιτικών πραγμάτων: όπως όλοι οι καλοί φυσιοκράτες δεν ισχυρίζονται ποτέ πως νομοθετούν ή μεταφέρουν, ως ιεραπόστολοι του "ορθού λόγου", τις δικές τους φιλοσοφικές, πολιτικές και ηθικές παραδόσεις. Ισχυρίζονται μόνο πως περιγράφουν, "ως εξωτερικοί, αντικειμενικοί παρατηρητές", μια κατάσταση πραγμάτων. Περιγράφοντας ενδεχομένως με κάποια αντικειμενικότητα, τις συνέπειες των εθνικισμών του παρελθόντος όπως και τις κρατικές πρακτικές "επινόησης των ιστορικών παραδόσεων" των ιστορικών ευρωπαϊκών εθνικών κρατών, ξεχνούν να μιλήσουν για τις αγγλοαμερικανικές "επινοήσεις" ή την επίσης εξόφθαλμη πραγματική παράδοση της "αντικειμενικής περιγραφής" των παραδόσεων των Άλλων από κάποιον "εξωτερικό παρατηρητή". Δεν αναλύουν καθόλου τους γενικότερους, πολιτικο-πολιτισμικούς και ιστορικούς όρους που θα νομιμοποιήσουν μεθοδολογικά τη μετατόπιση του ερευνητικού ενδιαφέροντος της ιστορίας σε αναλυτικές περιγραφές των τοπικών οικονομικών ή πολιτικών μικρο-γεγονότων, δεν κάνουν καν τον κόπο να αναλύσουν το σημείο αφετηρίας της "αντικειμενικότητάς" τους: η αυτοκρατορική λογική λογοκρίνει κάθε διανοητική απόπειρα που θα είχε πραγματικά ως στόχο της την κριτική αυτογνωσία του "εθνογραφούντος ιδεογράφου". Οι περισσότεροι αναμορφωτές της σχολικής ιστορίας μας μοιάζουν να σέβονται λοιπόν τα επιστημονικά προσχήματα, ενώ επικροτούν ταυτόχρονα την αυτοκρατορική μεθοδολογική επάρκεια (και την αυθάδεια, για τους υπόλοιπους "ιθαγενείς"), της πολιτικής κουλτούρας, από όπου αυτοί οι στοχαστές συνήθως προέρχονται.

Αντίθετα από ότι συμβαίνει με τους εκάστοτε "ιερείς" και τους "πιστούς" του κάθε θρησκευτικού δόγματος, οι ηγεσίες των ιερατείων ήταν και παραμένουν ριζικά "άθεες": γνωρίζουν πολύ καλά τις κοινωνικές και πολιτικές σκοπιμότητες που εξυπηρετούν τα αξιακά και φιλοσοφικά συστήματα οργάνωσης της κάθε συμβολικής τάξης πραγμάτων. Ο λεπτός σκεπτικισμός και οι αμφιβολίες που διατυπώνουν, άμεσα ή έμμεσα, οι πραγματικοί στοχαστές και διανοούμενοι της αυτοκρατορίας (Φουκουγιάμα, Χάμπερμας, Νέγκρι κλπ.) έρχονται συχνά σε αντίθεση με τις χονδροειδείς ερμηνείες ή "εφαρμογές" του δόγματος από το ακαδημαϊκό παπαδαριό της Νέας Τάξης (λόγου χάρη τους συγγράφοντες τα νέα σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας) και, κατά μείζονα λόγο, από τους "απλούς πιστούς" και τους "μαθητές" τους.

Δεν ψεύδονται λοιπόν όσοι αναφέρουν (π.χ. D. Gross) πως το (ευρωπαϊκό) κράτος δάμασε την παράδοση χάριν των δικών του σκοπών, είτε προσφέροντας την πλήρη υποστήριξή του στην "παράδοση του εθνικισμού", που από τη φύση της επικυρώνει με σθεναρότητα το σύγχρονο "έθνος- κράτος", είτε υποθάλποντας "δυναμικά τον εθνικισμό μέσω της θεσμοποίησής του σε επίσημες τελετές και επίσημες εθνικές εορτές", είτε ακόμα εξασφαλίζοντας "τη συμπερίληψη του εθνικισμού στα σχολικά βιβλία και τα προγράμματα διδασκαλίας". Είναι όμως επίσης φανερό, πως από την άποψη του ιστορικού γίγνεσθαι συμβαίνει σήμερα μάλλον το αντίθετο: ακριβώς επειδή το "νεότερο έθνος – κράτος" έχει πάψει να είναι "σύγχρονο" και τείνει ταχύτατα να υποκατασταθεί, ως προς την κρατική του οντότητα και κυριαρχία, από το αυτοκρατορικό υπερκράτος, είναι ο πολιτισμικός εθνικισμός αυτού του υπερκράτους και η "επινόηση των δικών του πολιτικών παραδόσεων" που μοιάζουν να αντιστοιχούν στον ιστορικό χαρακτηρισμό του "σύγχρονου". Μεταξύ άλλων, αυτός ο ιδιότυπος πολιτισμικός αυτοκρατορικός εθνικισμός εκδηλώνεται στις παλαιές, ιστορικές εθνικές κοινωνίες της Ευρώπης "αμυντικά" και με τρόπο "κριτικό", ως "καταδίκη των εθνικισμών και των παράλογων πολέμων". Διαχέεται ως ειρηνιστική ιδεολογία ("ανεκτικότητα", συμβίωση των διαφορών κλπ.) – συνεπώς ως "ορθολογική παιδαγωγική που στοχεύει στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών. Κάποια ακαδημαϊκή "αριστερή διανόηση" παρέχει άλλωστε τα βασικά εδέσματα του μεταεθνικού ιδεολογικού "μενού". Πρώτα από όλα βέβαια, με την μόνιμη "υπενθύμιση" των κοινωνικών ανισοτήτων – συνεπώς του ταξικού (αστικού) χαρακτήρα των εθνικών κρατών. Η "υπενθύμιση" στοχεύει βέβαια στην αποσταθεροποίηση των "εθνικών συνειδήσεων" και στην κοσμοπολίτικη νοηματοδότηση των λαϊκών εκδηλώσεων του "πατριωτισμού", με μια χροιά "φύση οπισθοδρομική". Ακόμα στο όνομα είτε των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, είτε των "προλεταρίων που δεν έχουν πατρίδα", είτε συνηθέστερα και των δυο, η ίδια "αριστερά", συμμετοχική, "διεθνιστική", κατά φαντασία ή κατά δήλωση ριζοσπαστική, ανοίγει τους ιδεολογικούς δρόμους της αυτοκρατορικής "ορθολογικής διαγραφής" των ιστορικών συνθηκών και των συγκρούσεων επί των οποίων συγκροτήθηκε στην νεότερη Ιστορία των συλλογικών υποκειμένων της Γηραιάς ιδίως Ηπείρου, η οργανική διαπλοκή των συνειδήσεων και των ταυτοτήτων των εθνικών λαών και των κοινωνικών τάξεων.

Συνοψίζοντας: οι οργανικού διανοούμενοι της Νέας Αυτοκρατορικής Τάξης επιχειρούν την πλήρη αποδόμηση των ερεισμάτων της νεοελληνικής "εθνικής μνήμης". Η αποδόμηση των ιστορικών συνειδήσεων που επιχειρείται μέσα από την αναθεώρηση των εγχειριδίων της Ιστορίας δεν είναι απλώς "ιδεολογική". Είναι μεθοδολογική: πρόκειται για μια πολιτικά οργανωμένη προσπάθεια που αποσκοπεί στη δημιουργία ενός "πολιτικά ορθού" τρόπου σκέψης περί των σχέσεων ατόμου – κοινωνίας. Ενός τρόπου σκέψης συναινετικού και πολιτικά "δουλικού".

Επειδή η ιστορία συνιστά τον συνειδησιακό πυρήνα κάθε "έθνους" δηλαδή κάθε σταθερής στο χρόνο ανθρώπινης συλλογικότητας, η απόπειρα διαγραφής αυτού του πυρήνα από τις κοινωνικές συνειδήσεις συνιστά όχι μόνο μια πράξη πολιτική αλλά και ενδεχομένως τον κεντρικό άξονα μιας απόπειρας "εθνοκτονίας". Καμία σοβαρή κοινωνία δεν μπαίνει ποτέ σε "διάλογο" με εκείνους τους αποκαλούμενους "προδότες" που επιχειρούν κάτι τέτοιο σε βάρος της. Γι' αυτό ακριβώς κανένας εκπαιδευτικός άξιος του ονόματος αυτού δεν θα πρέπει να προσαρμόσει την παιδαγωγική του πρακτική σε αυτό το ιδεολογικό σκουπιδαριό που εμφανίζεται ως "εκσυγχρονισμός", του μαθήματος της νεοελληνικής ιστορίας.

περ. ΡΕΣΑΛΤΟ, Ιανουάριος 2007


* * *


Γιώργος Καραμπελιάς

ΟΧΙ ΣΤΑ ΜΥΘΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΤΑΞΗΣ

Πρέπει να "κατασκευαστεί" ένα ιστορικό παρελθόν ανάλογο με το μέλλον που μας ετοιμάζουν. Κάθε αυτοκρατορία επιδιώκει να γράψει την ιστορία όλων των υπόδουλων, να μονοπωλήσει την εικόνα που έχουν για το παρελθόν τους, έτσι ώστε να μπορεί να ελέγχει το ποιοι είναι σήμερα και το πώς θα λειτουργήσουν αύριο.

Παρότι η παγκοσμιοποίηση ευαγγελιζόταν το "Τέλος της Ιστορίας", οι εξελίξεις την διαψεύδουν κατηγορηματικά. Η Ιστορία όχι μόνο συνεχίζεται αλλά "επιστρέφει" πλησίστια: στη Λατινική Αμερική, οι Ινδιάνοι εμπνέονται από τον προκολομβιανό κόσμο, στη Μέση Ανατολή, η εποχή των Σταυροφοριών αναδύεται ακέραιη, ενώ, στη χώρα μας τα βλέμματα είναι στραμμένα στο Βυζάντιο, στην Τουρκοκρατία, στην Επανάσταση, στην Αντίσταση.

Όχι, ούτε το ρολόι του χρόνου ούτε οι λαοί έχουν τρελαθεί. Απλούστατα, επειδή η "Νέα Τάξη" επιζητά την εκ βάθρων μετάλλαξη λαών, εθνών και κοινωνιών, σύμφωνα με τα πρότυπα και τις απαιτήσεις της, οι κυριαρχούμενοι, στον αγώνα τους για αυτοδιάθεση, αναζητούν ερείσματα στη δική τους "Ιστορία".

Υστερα από την κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου, η περιοχή μας γνώρισε τον κατακερματισμό που υποδαύλισαν οι ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας την παραδοσιακή τακτική τού "διαίρει και βασίλευε" με την ενίσχυση των λεγόμενων στρατηγικών μειονοτήτων, για την αποσύνθεση των εθνών-κρατών και τη γενικευμένη αποσταθεροποίηση, ώστε να μην μπορέσουν οι βαλκανικοί λαοί να συγκροτήσουν έναν σχετικά αυτόνομο οικονομικό και πολιτικό πόλο.

Η ολοκλήρωση αυτής της στρατηγικής απαιτεί και έναν "παράγοντα συνοχής", ρόλο τον οποίο έχουν αναθέσει στην Τουρκία, περιφερειακή δύναμη με ισχυρό στρατό, ανερχόμενη οικονομία, αυτοκρατορικό παρελθόν και επεκτατικές τάσεις, ώστε να εδραιωθεί μια νεο-οθωμανική "ειρήνη" στην περιοχή. Γι' αυτό και οι ΗΠΑ σπρώχνουν τους στρατοκράτες της Αγκυρας να στραφούν προς την Ευρώπη και τα Βαλκάνια· εξ ου και το σχέδιο Ανάν ή η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Στην Ελλάδα, οι άρχουσες τάξεις έχουν αποδεχθεί πλήρως αυτό το σενάριο. Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση, με το πρόσχημα του "κατευνασμού", έχουν αναλάβει την... εκπροσώπηση της γείτονος στην Ευρώπη. Σε οικονομικό επίπεδο, οι μεγαλοεπιχειρηματίες έχουν επιδοθεί σ' ένα ρεσιτάλ συμφωνιών. Ενδεικτικά, εκτός από την Εθνική Τράπεζα που επένδυσε 4 δισ. στην Τουρκία, το 35% του κύκλου εργασιών της Ιντραλότ, του κ. Κόκκαλη, πραγματοποιείται εκεί, ενώ ο κ. Μπόμπολας με τον πρόεδρο του ελληνοτουρκικού επιμελητηρίου, Ρ. Ταρά, κατασκευάζουν μια νέα... πόλη στο Ομάν, κόστους 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι Φαναριώτες επιστρέφουν.

Και όμως η Τουρκία δεν παραιτείται από το casus belli, κατέχει τη μισή Κύπρο, εγείρει μειονοτικό ζήτημα στη Θράκη και καταστέλλει αδυσώπητα όλα τα κοινωνικά, πολιτικά και εθνικά κινήματα στο εσωτερικό της.

Για την εμπέδωση αυτής της στρατηγικής που τείνει να μεταβάλει την Ελλάδα -και την Κύπρο- σε χώρες υποτελείς όχι μόνο στον υπερατλαντικό μονάρχη αλλά και στον τοπικό γκαουλάιτερ, είναι απαραίτητος ο έλεγχος της διανόησης και η αλλοίωση του φρονήματος του λαού.

Γι' αυτό, καθημερινά, αδιάκοπα, υπάλληλοι και παρακοιμώμενοι των ξένων πρεσβειών, ή ποικιλώνυμων "ιδρυμάτων" τύπου Σόρος, βαφτίζουν την αντίθεση στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό "πρωτόγονο αντιαμερικανισμό", την καταδίκη των σιωνιστικών εγκλημάτων "αντισημιτισμό", την καταγγελία της παγκοσμιοποίησης "απομονωτισμό", την υπεράσπιση της πατρίδας "εθνικισμό" και "ρατσισμό". Κάποιοι έφτασαν να χαρακτηρίσουν "νεκρόφιλο" τον Ρίτσο, "φασίστα" τον Εγγονόπουλο, "βυζαντινιστή" τον Θεοδωράκη, "παρακρατικό" τον Παπαρρηγόπουλο, η δε κ. Άννα Διαμαντοπούλου μας προέτρεψε να υιοθετήσουμε τα αγγλικά ως επίσημη γλώσσα.

Στρατηγικό ρόλο σε αυτό το εγχείρημα καταλαμβάνει το ζήτημα της Ιστορίας, διότι ο εξανδραποδισμός ενός λαού διέρχεται από τη ριζοτόμηση της ιστορίας και της παράδοσής του:

Στα πανεπιστήμια, εδώ και χρόνια, κυκλοφορεί μια πρωτότυπη "ιστορική" αντίληψη που θέλει τους 'Ελληνες να συγκροτούνται ως έθνος μετά την Επανάσταση του 1821, αποκόβοντάς τους από μια ιστορική παράδοση χιλιετιών: "Είμαστε απλώς Νεοέλληνες", πρόσφατης κοπής· επιπλέον, καλά ζούσαμε στην "πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία" που, κατά τον ιστορικό Αντώνη Λιάκο, πρέπει να αντικαταστήσει τον όρο Τουρκοκρατία.

Ετσι και σήμερα πρέπει να προσαρμοστούμε στα νέα "πολυεθνικά μορφώματα", που μας ετοιμάζει η Νέα Τάξη. Αυτή η λογική:

Α. Εξωραΐζει ή υποβαθμίζει την οθωμανική κατάκτηση, τη Μικρασιατική Καταστροφή, την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974.

Β. Αποσκοπεί στην κάμψη αυτού που ο Ν. Σβορώνος αποκάλεσε "αντιστασιακό φρόνημα του ελληνισμού", "απομυθοποιώντας" όλες τις μεγάλες αντιστασιακές στιγμές. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις νέες "αφηγήσεις", στο 1821 ή στην Εθνική Αντίσταση η έμφαση πρέπει να δίνεται κυρίως στην εμφύλια διαμάχη.

Γ. Σ' ένα ευρύτερο πεδίο, επιδιώκει την αποδυνάμωση του εθνικού αισθήματος, της ιστορικής μνήμης και όλων των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων των Ελλήνων. Το πατριωτικό αίσθημα κατασυκοφαντείται ως "εθνικιστικό", ενώ επιστρατεύεται η δικτατορία των συνταγματαρχών, ή ο Καρατζαφέρης, ως ιδεολογικό φόβητρο.

– Μιλούν για "αποδραματοποίηση" της Ιστορίας και αποσιωπούν τη γενοκτονία των Ποντίων, την ίδια στιγμή που αρνούνται –και δικαίως– οποιαδήποτε "λήθη" ως προς το Ολοκαύτωμα των Εβραίων.
– Μάχονται λυσσαλέα τον "ελληνικό εθνοκεντρισμό", ενώ αποδέχονται την "αφήγηση" των Νεοτούρκων για τον Κεμάλ.
– Χρησιμοποιούν ως επιχείρημα τον "κατευνασμό" μεταξύ Γάλλων και Γερμανών, "ξεχνώντας" πως αυτός στηρίχθηκε στην αναγνώριση των ναζιστικών εγκλημάτων και την εγκατάλειψη του μιλιταρισμού από τη Γερμανία. Οταν όμως οι υπήκοοι αυτού του νέου αναδυόμενου "πολυεθνικού μορφώματος" ανακάλυψαν ότι αυτή η αντίληψη διοχετεύεται ακόμα και στο δημοτικό σχολείο –όπως συμβαίνει με το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ'–, τότε ξέσπασε η "θύελλα".

Όντως το νέο βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού, που εγκρίθηκε επί Σημίτη και κυκλοφόρησε επί Καραμανλή, απηχεί αυτή την αντίληψη· η απόφαση για τη συγγραφή του συνδέεται με συμφωνίες των Τζεμ - Παπανδρέου, το 1999, χωρίς βέβαια τίποτε το ανάλογο να συμβεί από την τουρκική πλευρά.

Στο βιβλίο η ελληνική Επανάσταση περιγράφεται λίγο ώς πολύ με το ύφος των οδηγιών ενός... επιτραπέζιου παιχνιδιού· το παιδομάζωμα παρουσιάζεται ως "στρατολόγηση" των χριστιανικών πληθυσμών· οι Μικρασιάτες "συνωστίζονται" στο λιμάνι της Σμύρνης το 1922· αποσιωπούνται οι γενοκτονίες των Νεοτούρκων· ταυτοχρόνως, τονίζονται υπερβολικά οι πτυχές της συνύπαρξης για να υποβαθμιστεί η υποδούλωση, οι διωγμοί, η καταπίεση, η εκμετάλλευση. Αλλά ακόμα και από τη... Γαλλική Επανάσταση απουσιάζουν ο Ροβεσπιέρος και ο Μαρά.

Οι αντιδράσεις ήταν τόσο έντονες και γενικευμένες, ώστε το ζήτημα αναδείχθηκε σταδιακά σ' ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά ζητήματα της επικαιρότητας. Η συζήτηση άναψε, με άρθρα και τοποθετήσεις που απηχούσαν και τις δύο απόψεις.

Παράλληλα, πάρθηκαν πολλαπλές πρωτοβουλίες για την απόσυρση του βιβλίου, μέσω Διαδικτύου (π.χ. η ιστοσελίδα του ΑΝΤΙΒΑΡΟΥ), σε τηλεοπτικές εκπομπές (π.χ. ο 902 TV), με εκδηλώσεις και αναλύσεις (π.χ. το τεύχος 62 του περιοδικού ΑΡΔΗΝ).

Η αντίδραση των υποστηρικτών της "νέας ιστορίας" υπήρξε αλαζονική και πανικόβλητη. Η κ. Κουλούρη χαρακτήρισε τους αντιδρώντες αλαζονικά "housewives" και "εργάτες από τη Γερμανία". Ο κ. Λιάκος αναφέρθηκε σε... "ψυχωτικούς", επιστρατεύοντας το γνωστό αμάλγαμα ακροδεξιών και αριστερών! Και όμως, κατά του συγκεκριμένου βιβλίου έχουν ταχθεί το ΚΚΕ, όλα (!) τα κόμματα της κυπριακής Βουλής, πολλοί δημοσιογράφοι (μόνο στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Στάθης, Τριάντης, Στεφανίδης, Μαλιγκούδης κ.ά.). Εκτός δε από τις ενοχλητικές "νοικοκυρές", στις 4.100 υπογραφές των διαμαρτυρομένων στο ΑΝΤΙΒΑΡΟ περιλαμβάνονται 125 πανεπιστημιακοί, 600 εκπαιδευτικοί και πολλοί άλλοι "αναρμόδιοι", όπως 541 ποντιακά και προσφυγικά σωματεία, η Ενωση Σμυρναίων, ενώσεις Κωνσταντινουπολιτών.

Τέλος, ο υπουργός Παιδείας της Κύπρου διαμαρτυρήθηκε στην Ελληνίδα υπουργό γι' αυτό ακριβώς το θέμα.

Δημιουργήθηκε, δηλαδή, ένα κίνημα που ήδη ξεπερνάει το συγκεκριμένο και αγκαλιάζει την ιστορική μας μνήμη γενικότερα. Και αυτό το κίνημα δεν αντιμετωπίζεται με συκοφαντίες, ούτε με πλαστογραφίες και αμαλγάματα.

Οσο για την Αριστερά, που ορισμένοι επικαλούνται, έγινε μεγάλη λαϊκή δύναμη μόνο όταν τέθηκε επικεφαλής του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα· δεν ακολούθησε τους ελάχιστους που καλούσαν σε "συμφιλίωση" με τους κατακτητές, με το σύνθημα "Γερμανοί εργάτες, αδέρφια μας", ούτε αργότερα εκείνους που συκοφαντούσαν τον αγώνα της Κύπρου.

Ο υποφαινόμενος, στα χρόνια του Δημοτικού, συμμετείχε πρώτη φορά σε διαδήλωση για την Κύπρο. Στη συνέχεια, ήρθε πολλές φορές σε σύγκρουση με την εξουσία. Ποτέ όμως δεν ξέχασε το δίδαγμα των παιδικών του χρόνων: Για έναν λαό που, εδώ και οκτώ αιώνες, έχει πρόβλημα ανεξαρτησίας, όσοι, με οποιοδήποτε πρόσχημα, αρνούνται τη σύγκρουση με την πραγματική εξουσία, την ξένη προστασία και τον ιμπεριαλισμό, αργά ή γρήγορα, συντάσσονται μαζί της.

Τα σύμβολα της αντίστασης σε αυτό τον τόπο ευτυχώς ορίζονται ακόμα από ζώντες όπως ο Μανόλης Γλέζος, ο Βάσος Λυσσαρίδης, ο Τάσσος Παπαδόπουλος και τεθνεώτες όπως ο Γρηγόρης Αυξεντίου και ο Σολωμός Σολωμού. Η Ιστορία μας διηγείται πριν απ' όλα την "Αντίσταση στη φοβερή εξουσία", σύμφωνα με τα λόγια του ποιητή, και όχι τα μυθεύματα των οσφυοκαμπτών.

εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 25 Φεβρουαρίου 2007


* * *
Κείμενα των Στ. Λυγερού, Κ. Φωτιάδη, Γ. Τριάντη, 
Big Fat Opinion, Δώρας Μόσχου, Χρήστου Κάτσικα
Πέτρου Παπακωνσταντίνου και Γιώργου Καστρινάκη


* * *


Σταύρος Λυγερός

Η ΥΦΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ

Ο πυρήνας της διαμάχης για το βιβλίο Iστορίας της ΣΤ' Δημοτικού είναι βαθύτατα ιδεολογικός και αφορά τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή στις σημερινές συνθήκες η έννοια του εθνικού συμφέροντος και τελικώς η έννοια της εθνικής ταυτότητας. Απ' αυτήν την άποψη είναι ένας ακόμα κρίκος μιας αλυσίδας αντιπαραθέσεων, που μέχρι τώρα αφορούσαν κυρίως πτυχές της εξωτερικής πολιτικής.

Πέρα από την κάθετη ιδεολογική διάκριση σε Αριστερά - Δεξιά, που σε γενικές γραμμές αντιστοιχεί στον κομματικό χάρτη, έχει διαμορφωθεί και μία δεύτερη, η οποία τέμνει οριζοντίως και τις πολιτικές και τις κοινωνικές ελίτ. Όπως συμβαίνει δε πάντα σε τέτοιες αντιπαραθέσεις, και στη μία και στην άλλη πλευρά στοιχίζονται διαφορετικές μεταξύ τους δυνάμεις. Μακάρι στη μία να υπήρχαν μόνο κάποιοι γραφικοί εθνικιστές ή στην άλλη μόνο κάποιοι πράκτορες. Έχουμε, όμως, να κάνουμε με δύο μεγάλα ρεύματα, στους κόλπους των οποίων υπάρχουν και σοβαρές και γελοιογραφικές εκδοχές, και συντηρητικοί και προοδευτικοί, και ιδεολόγοι και ωφελιμιστές.

Όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι εξωστρεφής, πρέπει να συμμετέχει δυναμικά και δημιουργικά στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν θα το κάνει κουβαλώντας τις εθνικές της αποσκευές ή ως εθνικά "πολτοποιημένη" κοινωνία, προσαρμοσμένη στις προδιαγραφές της pax americana.

Το βασικό πρόβλημα με το βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού είναι ότι αντικειμενικά υπηρετεί το δεύτερο. Στο όνομα της κατά τα άλλα σωστής θέσης ότι πρέπει να μην καλλιεργούμε τη μισαλλοδοξία στους μαθητές, πάει στο άλλο άκρο: απονευρώνει την ιστορία, πολτοποιεί την αίσθηση του ανήκειν και συμβάλλει σε μια διαδικασία που αντικειμενικά οδηγεί στην "υφαρπαγή" της εθνικής ταυτότητας. Μόνο, όμως, αυτός που έχει ιθαγένεια μπορεί να την αναγνωρίσει ειλικρινώς και στον "άλλο". Διαφορετικά, η στάση έναντι του "άλλου" εκφυλίζεται στις επιταγές του "πολιτικά ορθού". Σε μια τυπική αναγνώριση, δηλαδή, που ενίοτε κρύβει βαθιά περιφρόνηση.

Σε κάθε χώρα, η διδασκαλία της ιστορίας στα σχολεία εκ των πραγμάτων διαμορφώνει την εθνική συνείδηση. Το επίμαχο βιβλίο δεν υπερβαίνει απλώς μια στείρα ελληνοκεντρική ανάγνωση της ιστορίας. Έχοντας αναθέσει στον εαυτό της την αποστολή να ξεριζώσει τον εθνικισμό, η συγγραφέας υπέβαλε την ιστορία στη δική της προκρούστεια κλίνη. Δεν είναι τυχαίο, βεβαίως, ότι εξωραΐζει την οθωμανική κατοχή. Στην πραγματικότητα, προσπαθεί να περάσει από το παράθυρο μια δογματική αντίστροφη "εθνική ιδεολογία", πολύ πιο επικίνδυνη από τους –μάλλον αγαθούς– εθνικούς μύθους, που με τόσο φανατισμό προσπαθεί να αποδομήσει

εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 23 Μαρτίου 2007





* * *


Κώστας Φωτιάδης

ΤΟ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
ΣΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΣΤ' ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ

Η ενασχόλησή μου με το βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού της κ. Ρεπούση απορρέει πρώτα από την ιδιότητά μου ως ιστορικού που αναλώθηκε στη μελέτη των ιστορικών γεγονότων του ευρύτερου χώρου της Μικράς Ασίας και έπειτα από την ιδιότητά μου ως παιδί πρόσφυγα προερχόμενου από το χώρο του ιστορικού Πόντου. Επειδή φρονώ ότι και οι δύο αυτές ιδιότητές μου στοιχειοθετούν το δικαίωμα να εκφράζω άποψη αναφορικά με το μείζον κατά την εκτίμησή μου ζήτημα της συγκεκριμένης διαχείρισης του Μικρασιατικού θέματος από το εγχειρίδιο της κ. Ρεπούση, αποφάσισα να καταθέσω και τη δική μου αντίληψη των πραγμάτων.

Η πρώτη θεωρητική-ιδεολογική ένσταση που έχω αφορά στο μείζον ζήτημα του τι είναι η ιστορία. Σύμφωνα με την παραδοσιακή αντίληψη της ιστορίας που κυριάρχησε ώς το 1940 η ιστορία ήταν μια παράδοση προσέγγισης των πρωτογενών πηγών. Η παράδοση αυτή σχετιζόταν με τον έλεγχο της γνησιότητάς τους, ενώ ο ιστορικός αποδεχόταν την εξάλειψή του ως υποκειμένου για να πετύχει την ανάπλαση του παρελθόντος μέσα από τον αφηγηματικό λόγο.

Με το ιστοριογραφικό παράδειγμα της σχολής των Annales η ιστορία έπαψε να λειτουργεί ως αφήγημα και αντιμετωπίστηκε ως πρόβλημα. Σύμφωνα με την εκδοχή του μοντερνισμού ο οποίος αποτελεί έναν συγκερασμό του θετικισμού, του μαρξισμού και του δομισμού στα πλαίσια της ιστορίας ο ιστορικός διαλέγεται με τις ποικίλες όψεις μιας πολύμορφης πραγματικότητας, μέρος της οποίας αντιπροσώπευαν οι πηγές και να διαμορφώσει τη δική του ολιστική προσέγγιση. Ακόμα ο ιστορικός οδηγείται σε μια αναγωγή του ειδικού στο γενικό και του τοπικού στο εθνικό και το παγκόσμιο και σε μια αντιστοίχηση υλικών, δομών και νοοτροπιών. Οι μεταβολές στο οικονομικό πεδίο ευθύνονται σύμφωνα με τον μοντερνισμό για τη μετεξέλιξη των ιδεών στο πεδίο της κοινωνίας ενώ οι δομές και πολύ λιγότερο τα υποκείμενα διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο στην ιστορική εξέλιξη.

Πριν από το τέλος του 20ου αιώνα δημιουργήθηκε μια κρίση δομών στις ιστορικές σπουδές που οδήγησε στο εγχείρημα του μεταμοντερνισμού ή της μετανεωτερικότητας. Τα βασικά σημεία τριβής με το ερμηνευτικό μοντέλο του μοντερνισμού είναι η στροφή του ενδιαφέροντος στην πολιτισμική ιστορία, η αντίληψη ότι οι πηγές είναι κείμενα που διαμεσολαβούν ανάμεσα στην ιστορική πραγματικότητα και στην αφηγηματική της αναπαράσταση, η εισαγωγή του ερμηνευτικού σχήματος της ασυνέχειας και η έμφαση στις ιστορίες επί μέρους ομάδων, τάξεων, κοινωνιών.

Επειδή λοιπόν κάθε βιβλίο απαντά με τον τρόπο του στο ερώτημα τι είναι η ιστορία, φρονώ ότι το συγκεκριμένο βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού ανήκει εξ ορισμού στη μετανεωτερική εκδοχή της ιστορίας, αφού δεν αποπειράται να δημιουργήσει έναν ενιαίο εθνικό ιστορικό μύθο, δίνει ερεθίσματα για να δειχτεί ο διαμεσολαβημένος χαρακτήρας των πηγών (βλ. την πρόταση να συγκριθούν οι αντιδράσεις των Ελλήνων μετά την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη με τον λόγο του Κεμάλ για την ελληνική κατοχή της Σμύρνης) και παρουσιάζει το εθνικών διαστάσεων γεγονός της μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφής κατακερματισμένο, χωρίς διαθέσεις αιτιοκρατικής προσέγγισης, εκεί όπου η σχολή των Annales θα αναζητούσε διαπλοκές στο διπλωματικό πεδίο. Η εκδοχή ανάγνωσης της ιστορίας που προκρίνεται από τη συγγραφέα πόρρω απέχει εξάλλου της παραδοσιακής εκδοχής που εστίαζε στην προσέγγιση των συμβάντων.

Προσωπικά θεωρώ ότι η επιστημονική οπτική των συναδέλφων είναι πάντοτε σεβαστή. Εντοπίζω όμως στη συγκεκριμένη ανάγνωση του Μικρασιατικού Ζητήματος από την κ. Ρεπούση μια μεγάλη αντίφαση: την απόπειρα να συγκεράσει το παραδοσιακό και στη βάση του εθνοκεντρικό εγχείρημα της κατασκευής ενός εγχειριδίου εθνικής ιστορίας για τα παιδιά της ΣΤ' Δημοτικού με αντιπαραδοσιακά υλικά: με υλικά του μετανεωτερικού παραδείγματος όπως ο κατακερματισμός των πολλών επί μέρους ιστοριών, κοινωνιών και η καθόλου υποψιασμένη και συχνά ύποπτη προσπάθεια να αμβλυνθούν εκείνες οι πτυχές των ιστορικών γεγονότων που χωρίζουν τους ιστορικούς μύθους δύο γειτονικών λαών (στην περίπτωσή μας του ελληνικού και του τουρκικού) και δομούν την αντίληψη της ετερότητας.

Και εξηγούμαι: Οι Έλληνες και οι Τούρκοι μπορούν να γίνουν εταίροι σε μια ενιαία Ευρώπη μόνο αν συνειδητοποιήσουν το παρελθόν τους και μπορέσουν να αναθεωρήσουν τα σφάλματα που δυναμίτισαν τις μεταξύ τους σχέσεις. Δεν κερδίζεται η φιλία με "αποσιωπήσεις" του στυλ "χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν στην Ελλάδα". Η ιστορία είναι αμείλικτη, έχει τη δική της δυναμική και η συλλογική μνήμη της πολιτισμικής ομάδας από την οποία κατάγομαι και για την οποία σεμνύνομαι έχει να επιδείξει πολλές εκατόμβες θυμάτων που σφάζονταν από τους Τούρκους κυνηγούς την ώρα του συνωστισμού. Το κλίμα που δημιουργείται από το βιβλίο προσπαθεί απεγνωσμένα να φέρει στη μνήμη μας αναλογίες με το συνωστισμό στα λιμάνια της σύγχρονης Ελλάδας την περίοδο των θερινών μας διακοπών. Πρόκειται όμως για μια ελάχιστα υποψιασμένη και πολύ ύποπτη εκδοχή της ιστορικής πραγματικότητας. Όσο και αν οι πρωτογενείς πηγές διαμεσολαβούνται οι πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα σε μαύρα χάλια. Όσοι ποτέ κατάφεραν να φτάσουν. Και αυτό είναι το μόνο που διαμεσολαβείται έτσι από όλους και από όλες τις ιστορικές σχολές σκέψης. Κυριολεκτικά από όλες.

Κατά τα άλλα συμφωνά με το πνεύμα ότι θα πρέπει να διαβάσουμε πάλι τις πηγές να συμφωνήσουμε επιτέλους με τη ρήση του Σολωμού ότι "το έθνος θα πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό" και να δώσουμε απαντήσεις σε νέα ερωτήματα που τίθενται πλέον την περίοδο της παγκοσμιοποίησης όπως "Ποιο το μέλλον της εθνικής ιστορίας σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία" ή "Ποιο το δέον γενέσθαι στα πλαίσια της διαπολιτισμικής αγωγής με το μάθημα των επί μέρους εθνικών αναγνωσμάτων". Πρέπει όμως προηγουμένως να συναποφασίσουμε αν μπορούμε να δομήσουμε την εθνική ολιστική προσέγγιση της ιστορίας με μετανεωτερικά υλικά και αν αυτό συμβάλλει στην καλλιέργεια της ιστορικής συνείδησης των μαθητών μας.

Ένα από τα σημεία τριβής μου με την παραδοσιακή ιστορική σχολή ήταν και η εμμονή της στην ελλαδοκεντρική διάσταση,. Εξηγούμαι ότι εννοώ την προσκόλληση του ιστορικού αφηγήματος στα πεπραγμένα του Ελληνικού Βασιλείου. Η ιστορία των ελληνικών πληθυσμών που βρέθηκαν έξω από τα όρια του Ελληνικού Κράτους το 1830 ή το 1912 δεν απασχολούσε ποτέ την επίσημη ιστορία. Η στρέβλωση αυτή καθιστούσε εξ ορισμού αναθεωρητέα κατά την εκτίμησή μου την παραδοσιακή σχολική ιστορία. Η αναθεώρηση όμως αυτή έγινε επιδεινώνοντας τα πράγματα στο παρόν βιβλίο και σε λίγο θα νοσταλγούμε τις δώδεκα σελίδες του Μικρασιατικού Ζητήματος του προηγούμενου βιβλίου. Πώς φτάσαμε όμως σε αυτό το σημείο; Η εξήγηση είναι απλή: αν μέχρι τώρα η παρουσίαση ενός ακμαίου ελληνικού πολιτισμού έξω από τα όρια του Ελληνικού Κράτους υπήρχε φόβος ότι θα έδινε τροφή στον νεοελληνικό αλυτρωτισμό, και θα προετοίμαζε ιδεολογικά τους Έλληνες για δυναμικές διεκδικήσεις αλύτρωτων πατρίδων, ο μετασχηματισμός της ανθρωπότητας σε ένα παγκόσμιο χωριό προϋποθέτει τον σταργγαλισμό της εθνικής ιδιαιτερότητας και συνείδησης για να προετοιμαστεί έτσι η αφομοίωση στο αμερικάνικο μοντέλο. Ο αφελληνισμός διευκολύνεται από την ελληνοτουρκική φιλία και την απώλεια της συλλογικής μνήμης. Μόνο έτσι η ανθρωπότητα πορεύεται ειρηνικά σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας αγοράς. Και αυτή την αντίληψη ακολουθεί το παρόν βιβλίο που απονευρώνει εσκεμμένα το λόγο και αποφεύγει να δώσει έμφαση σε όσα μας χωρίζουν με τους Τούρκους. Λυπάμαι αλλά δεν θα αντικαταστήσω τον ελλαδοκεντρισμό, που δεν με εκφράζει καθότι θιασώτης του ελληνοκεντρισμού, με το ιδανικό του αμερικανοκεντρισμού.

Και έρχομαι τέλος στη σκύλευση της ιστορικής μνήμης των Μικρασιατών και Ποντίων που επιχειρείται από το συγκεκριμένο βιβλίο. Θα μπορούσα σε αυτό το σημείο να γράψω πολλά για τις ιστορικές ανακολουθίες, τις αντιφάσεις του, την έλλειψη καταμερισμού της ύλης ανάμεσα στον ελλαδικό και τον μικρασιατικό – παρευξείνιο Ελληνισμό. 'Ως πότε θα αγνοούμε συνειδητά τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου από τους νεότουρκους και τους κεμαλικούς; Δεν θα πω τίποτα όμως από όλα αυτά. Θα τονίσω μόνο το συναισθηματικό κομμάτι σε ό,τι με αφορά και θα ζητήσω από τη συγγραφέα να μου εξηγήσει πόσο παιδαγωγικά ορθό είναι να έρθουν τα παιδιά μου και τα παιδιά όλων των Μικρασιατών αντιμέτωπα με μια εκδοχή της ιστορίας, όπως αυτή περί συνωστισμού για θερινές διακοπές που υπηρετείται από το παρόν βιβλίο, και στην παράδοση της οικογένειας που φυλάγει τις αναμνήσεις από αυτό το παρελθόν ως οικογενειακά κειμήλια με ξεχωριστή συμβολική αξία. Ποιον θα πιστέψουν τα παιδιά μας; Δεν νομίζετε, κ. Ρεπούση, ότι θα μας κάνετε αναξιόπιστους, ανακόλουθους, αφερέγγυους και μυθομανείς, μόνιμα απολογούμενους απέναντι σε μια νέα γενιά που δεν έχει δικές της μνήμες από πολέμους και καταστροφές; Μας αξίζει κάτι τέτοιο, να αποξενωθούμε και να καταδικαστούμε συλλήβδην ως κατασκευαστές εθνικών μύθων;

H διαχείριση της ιστορικής μνήμης των Μικρασιατών και Ποντίων και των άλλων προσφύγων είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αντιμετωπιστεί μέσα από ένα βιβλίο σαν της κ. Ρεπούση. Τόσο σοβαρή ώστε το συγκεκριμένο βιβλίο μας πληγώνει σήμερα. Και μας κάνει να αισθανόμαστε κι εμείς πρόσφυγες και σήμερα στην Ελλάδα που δεν συμμερίζεται τις ευαισθησίες μας. Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν…

www.pontos.gr, Μάρτιος 2007


* * *


Γιάννης Τριάντης

ΤΑ ΛΑΒΑΡΑ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ

Υέτιος φθίνει ο Μάρτιος με τους κρουνούς του φωτός ανοιχτούς και την Ισημερία να σφραγίζει το διαβατήριο του έαρος. Στα βάθη της Ασίας, πολύχρωμες φυλές γιορτάζουν την Πρωτοχρονιά, σπονδή στον Ζωροαστρισμό.

Κι όπως έρχεται η 25η Μαρτίου, το σοβαρό ερώτημα – ενισχυμένο από το πολύ σοβαρό Βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού εισβάλλει ρωμαλέο στη σκηνή: Αφού ζούσαν υπέροχα οι λεγόμενοι Έλληνες, με τα σχολειά, τις ελευθερίες και τις ανέσεις τους, τι τον ήθελαν τον ξεσηκωμό του '21; Αιμοβόροι άνθρωποι. Τρομοκράτες. Σφαγείς. Κατσικοκλέφτες. Και τσιράκια των Δυτικών, προφανώς, που είχαν βάλει στο μάτι την Οθωμανική Αυτοκρατορία... Και δεν φτάνει που κατακρεούργησαν αθώο κόσμο και κοσμάκη, οι θρασύτατοι αυτοί οικειοποιήθηκαν αυθαιρέτως το όνομα και το κλέος των αρχαίων Ελλήνων, έστησαν το γνωστό κρατικό κατασκεύασμα και ποζάρουν αλαζονικά στην ίδια βιτρίνα με εκείνους τους αγλαούς του παρελθόντος, μιλώντας για "Συνέχεια του Ελληνισμού"... Ποια "συνέχεια", κύριοι; Επειδή κόπτεται αυτός ο άσχετος ο Στάθης και κάτι ιστορικοί της πλάκας, όπως ο Σβορώνος;

Και ποια γλώσσα; Σιγά το τεκμήριο. Ότι τάχα μου μιλάνε την ίδια γλώσσα με τους αρχαίους οι σημερινοί… Κακώς, κάκιστα, το πολύ σοβαρό βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού δεν αποκάλυψε την ιστορική αλήθεια σχετικά με τη γλώσσα. Ότι δηλαδή, οι ξένοι χρηματοδότησαν ταχύρρυθμα μαθήματα εκμαθήσεως της ελληνικής, λίγο πριν και λίγο μετά το '21, ώστε αυτή η ετερόκλητη κοινωνία των κλεφτοκοτάδων να συνδεθεί και διά της γλώσσης με τους αρχαίους Έλληνες. Και εν πάση περιπτώσει, πού ακούστηκε να συστήνεται κράτος και να παίρνει το όνομά του από τον γεωγραφικό χώρο; (Τι πάει να πει ότι αυτό το κάνει η FYROM; Λάθος. Οι γείτονες είναι κατ' ευθείαν απόγονοι των Μακεδόνων, όπως μαρτυρεί και η γλώσσα τους.)

Όσο για την Ακαδημία, η οποία βρήκε σωρεία λαθών στο Βιβλίο, της αξίζει ο ψόγος του κ. Μπίστη: τι άλλο θα έλεγε το συντηρητικό αυτό Ίδρυμα; Δυστυχώς, μέχρι στιγμής δεν έχει αποφανθεί ο ΣΕΒ του κ. Δασκαλόπουλου, ούτε το Ίδρυμα Σόρος για να κονιορτοποιηθούν οι μασκαράδες του εθνικισμού, που επιχειρούν να βγάλουν άχρηστο το πολύ σοβαρό βιβλίο Ιστορίας και να παραμυθιάσουν τον κόσμο με το φτηνό ιδεολόγημα της "συνέχειας του Ελληνισμού".

Λοιπόν, αύριο με τα παιδάκια μου και το πολύ σοβαρό βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού θα κατεβούμε στο Σύνταγμα, την ώρα της παρέλασης και θα φωνάξουμε να στηθεί Μνημείο του 'Αγνωστου Οθωμανού, ως ελάχιστη ένδειξη τιμής στην προσφορά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των θυμάτων της κατά την εξέγερση των πλιατσικολόγων που καμώνονται τους Έλληνες. Οπως λέει άλλωστε και το αντίστοιχο, πολύ σοβαρό βιβλίο Ιστορίας που διδάσκεται στα σχολεία της Τουρκίας...

εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 23 Μαρτίου 2007


* * *


Big Fat Opinion

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΕΝΑ ΕΘΝΙΚΙ

Τις προάλλες έπεσα πάνω στον φίλο μου τον Κώστα, τον οποίο είχα να δω χρόνια. Καλό παιδί, αλλά τελειωμένο εθνίκι. Παραθέτω μέρος της συζήτησης που είχα μαζί του για να δείτε και εσείς με τι εθνόσκυλο είχα να κάνω.

BFO: Να, ας πούμε με το βιβλίο της ιστορίας. Τι μύγα σας τσίμπησε πάλι; Είναι κακό δηλαδή να μη μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο να μισούν τους Τούρκους; Τι θέλουμε να γίνουν, πορωμένοι πατριώτες ή ανθρώποι με κριτικό και ελεύθερο πνεύμα;

ΚΩΣΤΑΣ: Δεν υποστηρίζει κανείς το να μάθουν τα παιδιά να "μισούν τους Τούρκους". Θα πρέπει όμως να μάθουν ότι υπήρξε κάποτε κάτι που λέγονταν "τουρκοκρατία" και πως αυτό ήταν μισητό. Θα πρέπει να ξέρουν ότι έλαβε κάποτε χώρα εισβολή στην Κύπρο. Αν ο σκοπός σου είναι να διδάξεις την ιστορία, τότε πρέπει να την διδάξεις ως έχει, όχι εξωραϊζοντας γεγονότα του παρελθόντος (π.χ. ότι η σφαγή της Σμύρνης μπορεί να περιγραφεί ως "συνωστισμός στο λιμάνι") για να πετύχεις τάχα μου την φιλία των λαών. Δεν κτίζεις "κριτική σκέψη" στα παιδιά με αυτό τον τρόπο. Είτε παρουσιάζεις τα γεγονότα ως έχουν, είτε πουλάς προπαγάδα, τάχα μου υπερ της ειρήνης.

BFO: Γιατί "τάχα μου"; Δεν είναι σημαντική η φιλία των λαών; Τι είναι σημαντικότερο, να διδαχθούμε το τι ακριβώς έγινε στην Χιο και ποιός έσφαξε ποιόν, ή να ζήσουμε σήμερα ειρηνικά με τους γείτονές μας;

ΚΩΣΤΑΣ: Νομίζω ότι έχουμε μπερδέψει τα μπούτια ημών. Η ειρήνη και ο πόλεμος δεν είναι θέμα διδακτέας ύλης αλλά στρατηγικών επιλογών, συμφερόντων, ιστορικών συσχετισμών και άλλων σχετικών παραγόντων. Αν είναι να γίνει πόλεμος δεν θα τον κυρήξει ο κυρ Μεχμέτ ή ο κυρ Μήτσος, αλλά το στρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας ή η μεγαλοαστική τάξη της Ελλάδας. Εξάλλου, όπως μας διδάσκει η πείρα, τα νήματα του πολέμου τα κινούν οι μεγάλες δυνάμεις.

Άλλωστε δεν κτίζεις την ειρήνη με εξωραϊσμό του παρελθόντος και συμψηφισμό. Η ειρήνη μπορεί να βασιστεί μόνο στην κατανόηση του τι έχει γίνει και το ειλικρινές και έμπρακτο ξεπέρασμα του. Αλλιώς η ιστορία εκδικείται. Νομίζεις ότι τα παιδάκια στις πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες δεν διδάσκονταν την προπαγάνδα των σοβιετικών επί εβδομήντα χρόνια; Οδήγησε αυτό στην "ειρήνη" με την Ρωσσία, μόλις διεσπάσθη η ΕΣΣΔ; Η ειρήνη στηρίζεται στην πράξη, στην συγνώμη και την αλληλοπεριχώρηση, όχι σε θεωρίες. Νομίζεις μήπως ότι π.χ. ένα σχολικό βιβλίο στην Παλαιστίνη που να λέει τι ωραία περνάνε με το Ισραήλ θα φέρει την ειρήνη στην Μέση Ανατολή; Δεν βλέπει ο κόσμος τι γίνεται απέξω, με το τείχος που κτίζεται, τις μπολντόζες που γκρεμίζουν τα σπίτια του, την κατοχή των εδαφών του κλπ.; Τα παιδιά μεγαλώνουν, βλέπουν και κρίνουν.

Παρουσιάζουν διάφοροι επαγγελματίες αφελείς το παράδειγμα Γαλλίας και Γερμανίας οι οποίες συνέγραψαν κοινά βιβλία ιστορίας. Καλά, δεν έχουμε καμμία αίσθηση της αναλογίας; Χάσαμε κάθε πολιτικό κριτήριο; Οι δυο αυτές χώρες προχώρησαν στην κίνηση αυτή αφού πρώτα α) η Γερμανία έχασε τον πόλεμο, β) έπαψε κάθε αξίωση επί των εδαφών της άλλης χώρας, γ) έκαναν την αυτοκριτική τους, και δ) επέρασαν πενήντα χρόνια. Αν η Γερμανία διατηρούσε υπό κατοχή ή έστω διεκδικούσε εδάφη της Γαλλίας θα έκαναν το ίδιο;

BFO: Κάτσε ρε φίλε. Δηλαδή οι τόσοι επιστήμονες που μαζεύτηκαν και συνέγραψαν τα βιβλία, ή οι άλλοι που τα υποστηρίζουν δεν ξέρουν τι κάνουν και ξέρεις εσύ; Δηλαδή ποιός είναι αρμοδιότερος για τα σχολικά βιβλία, αν όχι οι επιστήμονες ιστορικοί;

ΚΩΣΤΑΣ: Σε μια εποχή παρακμής της επιστημονικής σκέψης γενικά και γενικευμένης παραπλάνησης ειδικότερα, είναι αστείο να μιλάμε για ανεξάρτητους επιστήμονες που διαβεβαιώνουν με την βούλα τους την εγκυρότητα της ιστορίας που συγγράφουν. Τα πάντα κρίνονται εκ του αποτελέσματος και των επιχειρημάτων, όχι με βάση τους ακαδημαϊκούς τίτλους.

Εδώ στις θετικές επιστήμες και γίνεται απίστευτο αλισβερίσι παγκοσμίως, με πληρωμένα "αποτελέσματα", κάλυψη του βιομηχανικού και στρατιωτικού κατεστημένου και πλήρη προσχώρηση στα καπιταλιστικά ιδεολογήματα. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι στις ανθρωπιστικές "επιστήμες" τα πράγματα θα είναι καλύτερα; Όταν μάλιστα οι ανθρωπιστικές επιστήμες, αντίθετα με τις θετικές, είναι από την φύση τους έρμαια πολιτικών θεωριών, ιδεολογημάτων και συμφερόντων. "Επιστήμονες" των ανθρωπιστικών επιστημών άλλωστε στελεχώνουν και τα λεγόμενα "θινκ τανκς" που διατυπώνουν την ιδεολογία των μεγάλων δυτικών δυνάμεων. Η ιστορία εξάλλου δεν είναι μαθηματικά, ώστε να διαβεβαιώνουν όλοι το ίδιο αποτέλεσμα. Υπάρχει η ιστορία των νικητών, η ιστορία του συστήματος κλπ.

Ειδικά σε χώρες μπανανίες όπως η δική μας, όπου το επιστημονικό μας κατεστημένο έχει λάβει τους τίτλους του στο εξωτερικό και επιστρέφει με όλη την δυτική προπαγάνδα στις βαλίτσες του και την ορμή του νεοφώτιστου. Εδώ πάει ο άλλος και πλένει πιάτα για δέκα χρόνια στις ντάινες της Αστόριας και επιστρέφει τελείως "αμερικανάκι", και θα γλυτώσει εκείνος που μπαίνει στο εκπαιδευτικό τους σύστημα και μαθαίνει να σκέφτεται με βάση τις θεωρίες, τις παραδοχές και τα paradigm τους; Αναγκαστικά θα μεταφέρει τα ιδεολογήματα που διδάχθηκε στον τόπο μας, ανάμεικτα με τις μεθοδολογικές αρχές της επιστήμης του.

Ορίστε πως το θέτει ο Γκυ Ντεμπόρ:

Όλοι οι ειδικοί είναι άνθρωποι του κράτους και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, και δεν αναγνωρίζονται σαν τέτοιοι παρά μόνο εξαιτίας αυτού του γεγονότος. Κάθε ειδικός υπηρετεί το αφεντικό του, διότι καθεμία απ' τις παλιές δυνατότητες ανεξαρτησίας έχει σχεδόν εκμηδενιστεί απ' τις συνθήκες οργάνωσης της σημερινής κοινωνίας. Ο ειδικός που υπηρετεί καλύτερα είναι ασφαλώς εκείνος που ψεύδεται (…) Δεν υπάρχει τώρα πια κρίση, για την οποία να υπάρχει η εγγύηση μιας σχετικής ανεξαρτησίας, από μέρους εκείνων που αποτελούσαν τον επιστημονικό κόσμο. Απο μέρους εκείνων, λόγου χάρη, που υπερηφανεύονταν άλλοτε για την ικανότητα τους επαλήθευσης, που τους επέτρεπε να προσεγγίζουν ό,τι αποκαλούσαν αμερόληπτη ιστορία των πραγμάτων, ή τουλάχιστον να πιστεύουν ότι άξιζε να γνωστοποιηθεί. 

BFO: Και δεν μου λες, γιατί δηλαδή όλοι αυτοί να ενδιαφέρονται για το πως διδάσκεται η ιστορία στην Ελλάδα;

ΚΩΣΤΑΣ: Μια και πιάσαμε τα τσιτάτα, θα στο θέσω με τα λόγια του Σουμπκομαντάντε Μάρκος. Είναι μήπως και αυτός Ελληναράς (ή μάλλον Τσιαπαράς); Γράφει λοιπόν ο δικός σου:

Ο ψυχρός πόλεμος θα έπρεπε να δώσει έναν μονοπολικό κόσμο, ένα και μόνο έθνος που κυριαρχεί στον κόσμο χωρίς αντίπαλο, αλλά για να το πετύχει αυτό, ο μονοπολικος κόσμος θα πρέπει να πετύχει την λεγόμενη "παγκοσμιοποίηση"(…) Η ιδέα στην οποία βασίζεται η παγκοσμιοποίηση είναι αυτό που αποκαλούμε "νεοφιλελευθερισμό", μια νέα θρησκεία η οποία επιτρέπει στην παγκοσμιοποίηση να λάβει χώρα. Σ' αυτόν τον "Δ' Παγκόσμιο Πόλεμο", εδάφη κατακτούνται, εχθροί καταστρέφονται και οι κατεκτημένες περιοχές τίθενται υπό διακυβέρνηση. Αυτός ο "Δ' Παγκόσμιος Πόλεμος" καταστρέφει την ανθρωπότητα καθώς η παγκοσμιοποίηση οικουμενικοποιεί την αγορά, και ότιδηποτε ανθρώπινο αντιτίθεται στην λογική της αγοράς αποτελεί εχθρό και θα πρέπει να καταστραφεί.

Ποιό είναι το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο μονοπολικός κόσμος στην πορεία του προς την παγκοσμιοποίηση; Τα εθνικά κράτη, οι αντιστάσεις, η κουλτούρα, ο τρόπος του κάθε έθνους να βλέπει τον κόσμο, ό,τι το κάνει να διαφέρει από τα άλλα έθνη. Πως είναι δυνατό να δημιουργηθεί ένα παγκόσμιο χωριό όπου όλοι είναι ίδιοι αν υπάρχουν τόσες διαφορές; Όταν λέμε ότι πρέπει να διαλυθούν τα εθνικά κράτη και να μετατραπούν σε ερήμους, δεν εννοούμε ότι θα σκοτώσουν τον κόσμο, αλλά τον τρόπο ζωής του κάθε λαού. Μετά την καταστροφή θα έρθει το ξανακτίσιμο. Θα ξανακτιστούν οι διάφορες περιοχές μέσα σε ένα νέο πλαίσιο. Εκείνο που ορίζουν οι νόμοι της αγοράς. Αυτή είναι η κινητήρια δύναμη της παγκοσμιοποίησης.

Το πρώτο της εμπόδιο είναι τα εθνικά κράτη: πρέπει να τους επιτεθεί και να τα καταστρέψει. Ότι κάνει ένα κράτος "εθνικό" πρέπει να καταστραφεί: η γλώσσα, ο πολιτισμός, η οικονομία, η πολιτική του ζωή και ο κοινωνικός του ιστός(…) Κάθε πολιτισμική διαφορά η οποία κάνει ένα Γάλλο Γάλλο, έναν Ιταλό Ιταλό, ένα Δανό Δανό, έναν Μεξικανό Μεξικανό, πρέπει να καταστραφεί, γιατί αποτελεί φράγμα στην παγκοσμιοποίηση της αγοράς (…) Αυτό σημαίνει ότι η πολιτιστική ιστορία, η ιστορία της παράδοσης, συγκρούεται με αυτή την διαδικασία και αποτελεί επομένως εχθρού της παγκοσμιοποίησης. Αυτό είναι ιδιαίτερα σοβαρό στην Ευρώπη, όπου υπάρχουν έθνη με μεγάλες παραδόσεις.

(Σουμπκομαντάντε Μάρκος, Ο Δ' Παγκόσμιος Πόλεμος)


BFO: Πάντως, ως γνωστόν τα έθνη είναι κατασκευασμένες έννοιες.

ΚΩΣΤΑΣ: Εξαρτάται. Τι εννοείς με αυτό; Αν εννοείς ότι δεν είναι κάτι το απτό, εν μέρει έχεις δίκιο. Αλλά μη απτή είναι επίσης η έννοια της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας κλπ. Δεν πρέπει να παλεύουμε γι' αυτές και να τις θεωρούμε σημαντικές; Εξάλλου, όπως η ελευθερία, έτσι και το έθνος έχει και ένα απτό μέρος. Το απτό στην ελευθερία είναι να μπορείς π.χ. να μετακινείσαι ελεύθερα, να επιλέγεις τι θα κάνεις κλπ. Το απτό στο έθνος είναι πως το αποτελεί ένα υλικό σώμα, το άθροισμα των ομοεθνών σου, και των συγκεκριμένων συνηθειών, πιστεύω, πολιτισμικών προσλαμβανουσών κλπ. που καθοδηγούν την συμπεριφορά τους, η οποία είναι και απτή και πρακτική. Τι πιο πρακτικό από το πώς ζείς, τι τρώς, σε τι είδους σπίτι μένεις;

BFO: Το εννοώ περισσότερο με την έννοια ότι τα έθνη είναι μια κατασκευασμένη ιδέα από μια ομάδα ανθρώπων (διανοούμενους κλπ.) που απευθύνεται στον πολύ κόσμο για τον έλεγχο του, για να είναι "κρέας για τα κανόνια" κλπ. Δεν υπήρχε καν η έννοια του έθνους πριν από τριακόσια χρόνια.

ΚΩΣΤΑΣ: Αυτές είναι ανιστόρητες κουταμάρες. Κατ' αρχήν η ιδέα πως τα έθνη εφευρέθηκαν πριν από ολίγους αιώνες είναι μια μπαρούφα και μισή. Τι ήταν οι Κινέζοι προ δυο χιλιάδων ετών; Περίμεναν άραγε τον Χομπσμπάουμ για να μάθουν ότι αποτελούν έθνος; Οι Εβραίοι ως τι επιβίωσαν επί χιλιετίες, σκορπισμένοι μάλιστα δεξιά και αριστερά χωρίς δικό τους κράτος; Οι Έλληνες, καίτοι χωρισμένοι σε πόλεις-κράτη δεν συνιστούσαν ενιαίο έθνος, και δεν μιλούσαν και έγραφαν με συνείδηση της κοινής τους ταυτότητας (π.χ. Έλληνες είναι "οι της ελληνικής παιδείας μετέχοντες"); Οι Πέρσες, οι Ινδοί κλπ. τι ήταν;

Τα περί εθνών είναι συνέχεια της ίδιας υπεροψίας και ρατσιστικής σκέψης που διέκρινε την Δύση από την απαρχή της αποικιοκρατίας: ό,τι ισχύει για το δυτικό άνθρωπο είναι ο παγκόσμιος κανόνας. Διαβάζουν οι δικοί μας "επιστήμονες" των ανθρωπιστικών επιστημών τις δυτικές θεωρίες για την γέννεση των σύγχρονων ευρωπαϊκών εθνών και ως επαρχιώτες φασονάδες τις μεταφέρουν αμάσητες. Στα είπα και πριν. Άσε που τις μεταφέρουν και χοντροκομμένες, σαν κλισέ εφήβων. Θέλω να πω, γράφουν οι ξένοι και περιγράφουν τις σύνθετες και μακρόχρονες διαδικασίες εθνογέννεσης των σύγχρονων δυτικών κρατών, στις οποίες έπαιξαν ρόλο εκατοντάδες παράγοντες, οικονομικοί, πολιτιστικοί, πολιτικοί κλπ. Την ανεκδιήγητη μπαρούφα όμως ότι τα έθνη εμφανίστηκαν επειδή επέβαλλαν την ιδέα τους οι διανοούμενοι, μόνο στην χώρα μας την ακούμε!

BFO: Έστω. Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο θέμα μας. Δηλαδή, όλοι συνωμοτούνε ειδικά εναντίον της Ελλάδας, έτσι; Σαν μεγάλη ιδέα δεν έχουμε για τον εαυτό μας; Μαζεύτηκαν δηλαδή διάφοροι σκοτεινοί τύποι και ασχολούνται όλοι με το αν θα γράφει το βιβλίο ιστορίας "σφαγή" ή "συνωστισμός"; Τι παράνοια είναι αυτή που σας δέρνει εσάς τους ελληναράδες!

ΚΩΣΤΑΣ: Είπε κανείς ότι συνωμοτούν "ειδικά εναντίον της Ελλάδας"; Οι μεγάλες δυνάμεις συνωμοτούν παντού και πάντα, εναντίον όλων των αντιπάλων τους, εξωτερικών και εσωτερικών. Δηλαδή εσύ τώρα το πρωτάκουσες; Συνωμοσία δεν σημαίνει Λιακόπουλος, x-files και γελοιότητες. Σημαίνει απλά καλυμένη πολιτική δράση. Ξέρουμε ας πούμε ότι οι ΗΠΑ ήταν πίσω από δεκάδες δικτατορίες στην Λατινική Αμερική και αλλού. Δεν βγήκαν προφανώς να το πουν καθαρά (το οποίο θα προκαλούσε διεθνή κατακραυγή), αλλά κινήθηκαν με μυστικές συμφωνίες, διπλωματία κεκλεισμένων των θυρών, κρυφούς λογαριασμούς οικονομικής υποστήριξης κ.ο.κ. Ε, αυτές τις μυστικές κινήσεις τις λέμε παραδοσιακά "συνομωσία".

Ορίστε τι λέει ο Αμερικάνος συγγραφέας Γκορ Βιντάλ επί του θέματος:

Δυστυχώς οι Αμερικανοί, ως άλλα σκυλιά του Παβλώφ, έχουν εκπαιδευτεί από τα ΜΜΕ να αντιδρούν με χαχανητά σε κάθε αναφορά της λέξης «συνωμοσία». Για να πιστέψει ένας Αμερικανός ότι υπάρχει συνωμοσία, πρέπει επίσης να πιστεύει στα UFO.

Την ίδια πλύση εγκεφάλου προμοτάρουν και στην χώρα μας. Έχουμε φθάσει οποιος καταγγέλει στημένα παιχνίδια να θεωρείται συνωμοσιολόγος τύπου Λιακόπουλου και ψώνιο. Λες και δεν ξέρουμε από πρώτο χέρι πως κανονίζονται τα πράγματα. Η χούντα άραγε με ποιανού την υποστήριξη "άνθισε" στην χώρα μας; Ρε εδώ είχαμε το σκάνδαλο με το σύστημα υποκλοπών που παρακολουθούσε όλο τον πολιτικό κόσμο της χώρας μας και πέρασε στο ντούκου, και εσύ μου λες ότι δεν υπάρχουν "συνωμοσίες";

BFO: Δηλαδή για όλα στην Ελλάδα φταίνε η Ευρώπη και η Νέα Τάξη;

ΚΩΣΤΑΣ: Όχι, για τις λεπτομέρειες μόνο. Για τα σοβαρά φταίει η Νίτσα Λουλέ κι ο κυρ Μήτσος ο σκουπιδιάρης.

Τα πράγματα είναι απλά: κάθε δύναμη που έχει συμφέροντα να υπηρετήσει καθώς και δυνάμεις και λεφτά να διαθέσει θα ενεργεί υπερ των συμφερόντων της. Φανερά, όπου την παίρνει και κρυφά αλλού. Κονδύλια για μίζες, για κλείσιμο στομάτων, για ακαδημαϊκή "έρευνα", για έλεγχο πολιτικών, δημοσιογράφων και διανοούμενων παίζουν παντού και πάντα. Στο οικονομικό τομέα οι βρώμικες κινήσεις δίνουν και παίρνουν, είναι γνωστά αυτά. Ακόμη και στον πολιτιστικό τομέα: π.χ. οι χορηγίες του ιδρύματος Φορντ στην χώρα μας και αλλαχού.

Δυστυχώς ο κόσμος, ειδικά ο νεότερος, αγνοεί αυτό το παρελθόν, ή αδυνατεί να καταλάβει την πολιτική του σημασία, απολιτικοποιημένος καθώς είναι. Γι' αυτό και σήμερα έχουν αποθρασυνθεί τελείως. Τουλάχιστον το ίδρυμα Φορντ παρίστανε τον χορηγό της τέχνης. Αντίθετα, σήμερα δίνουν χρήματα απευθείας για πολιτικούς σκοπούς, μπροστά στα μάτια όλων, και μάλιστα άτομα και οργανισμοί γνωστοί για το ρόλο τους. Να, δες το CDRSEE, το οποίο προωθεί την αλλαγή των σχολικών βιβλίων ιστορίας και σπονσοράρει ιστορικούς και άλλους. Αν γινόνταν κάτι τέτοιο την δεκαετία του '70 ή του '80 θα είχε βουίξει ο τόπος. Σήμερα, μετά από είκοσι χρόνια "εκσυγχρονισμού", αποβλακωμένοι και απολιτικοποιημένοι, οι "λάιτ" αριστεροί μας συντάσσονται απευθείας με τις επιταγές του εσμού των μεγαλοσυμφερόντων και των μεγάλων δυνάμεων καταπολεμώντας τον "εθνικισμό" όσων αντιδρούν.

BFO: "Λάιτ" αριστεροί;

ΚΩΣΤΑΣ: Οι κλασσικοί λακέδες της εξουσίας, μωρέ, "οργανικοί διανοούμενοι" του εκσυγχρονισμού που το παίζουν ΣΥΝασπισμένοι αριστεροί. Θα τους βρείς σε όλες τις θέσεις μάσας, να ροκανίζουν ευρωπαϊκά κονδύλια, στα πανεπιστήμια, στα υπουργεία, σε οργανισμούς, σε συνέδρια κλπ. Κάτι άτομα σαν εκείνο τον γερμανό υπουργό που το '70 πέταγε μολότωφ και το '90 έχει χωθεί στις πιο ψηλές καρέκλες. Ταυτόχρονα, γράφουν με ύφος διακοσίων καρδινάλιων για να ενημερώσουν και εμάς τους κάφρους για την μεγάλη εκσυγχρονιστική αποστολή που πρέπει να αναλάβουμε. Δηλώνουν αριστεροί αλλά ψηφίζουν Αρτέμη Μάτσα. Δηλαδή σε κάθε ευκαιρία η άποψη που εκφράζουν ταυτίζεται με τις στρατηγικές, τις επιδιώξεις, τα σχέδια και τους χειρισμούς των μεγάλων δυνάμεων, δηλαδή της εξής μιας, των ΗΠΑ. Η "Γενιά του Πολυτεχνείου", καθώς ξεπουλιόνταν μες στις δεκαετίες, ανέθρεψε την επόμενη "αριστερή" γενιά σαν τα μούτρα της και χειρότερα.

BFO: Εντάξει, οι δήθεν αριστεροί είναι γλειώδεις. Αλλά δηλαδή εσείς οι εθνικιστές είστε καλύτεροι που θέλετε να πάμε να πάρουμε την Πόλη;! Δηλαδή αυτός είναι ο στόχος μας εν έτει 2007;

ΚΩΣΤΑΣ: Καταρχήν τι είναι ο εθνικισμός, ξέρεις; Ξέρεις πότε εφευρέθηκε και τι υποδηλώνει ο όρος; Και αυτός δυτικό φρούτο είναι. Εμφανίζεται καταρχήν ως πολιτική ιδεολογία για την απελευθέρωση των δυτικών εθνών από τις πολυεθνικές αυτοκρατορίες και τις δυναστείες τους. Από αυτή την άποψη υπήρξε απελευθερωτικός και προοδευτικός. Είναι τον 20ο αιώνα που ο όρος πήρε βρώμικο όνομα, όταν και πάλι τα δυτικά κράτη αιματοκύλισαν την Ευρώπη δις. Έχουμε λοιπόν, στην δυτική ιστορία τους δυο παγκοσμίους πολέμους, τις αποικίες, το ρατσισμό και την δουλεία, φασισμό και ναζισμό, το ολοκαύτωμα, την Δρέσδη, την Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, ποτάμια αίματος και μίσους, και είναι οι… Έλληνες ειδικά που είναι εθνικιστές; Ή έστω τα Βαλκάνια; Από πού κι ώς πού προέκυψε αυτό το απαράδεκτο ιδεολόγημα;

Και για να τελειώνουμε με τις ηλίθιες καρικατούρες. Ποιός ζητάει να πάμε να πάρουμε την Πόλη; Αν το ζητάνε δέκα-είκοσι βαρεμένοι κάποιας ακροδεξιάς οργάνωσης, σημαίνει αυτό ότι οι Έλληνες γενικά, ή όσοι μιλάνε για τα εθνικά ζητήματα ειδικά το πρεσβεύουν; Ζήτησε κανείς οποιονδήποτε επεκτατικό πόλεμο; Γιατί, αυτό σημαίνει εθνικισμός, με την αρνητική έννοια όπως την ξέρουμε από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν έχω υπόψη μου κανέναν που να ζητάει κάτι τέτοιο – ίσως μόνο σε καμμιά ακροδεξιά οργάνωση ή σε κάνα ψυχιατρείο. Όταν φτάνει να βαφτίζεται "εθνικισμός" το να θέλεις να κρατήσεις την ανεξαρτησία σου ή το να μην ενδίδεις στη θέσμιση προτεκτοράτου –όπως με το Σχέδιο Ανάν–, σημαίνει ότι έχουμε χάσει τελείως την μπάλα. Αλλά εδώ έχουμε φτάσει να διαβάζουμε σε ιστολόγια για τον "Βενιζέλο και τη λύσσα του να προσαρτήσουμε την Κρήτη και τη Θεσσαλονίκη" (!!!). Εμ, βέβαια, άκου "λύσσα" να θέλουμε ελληνική Κρήτη και Θεσσαλονίκη. Ίσως και η ελληνική Πελοπόννησος παραπάει ως απαίτηση, αφού όπως μας λέει η κ. Κουλούρη:

Οι πολιτικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας στα Βαλκάνια και η αναθεώρηση του παρελθόντος που συνεπάγονται οδήγησαν τις βαλκανικές ιστοριογραφίες σε μια αναζήτηση του "κοινού" παρελθόντος, των κοινών ιστορικών εμπειριών της βυζαντινής και της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της "κληρονομιάς" τους στη θρησκευτική, πολιτισμική και θεσμική σφαίρα.

Η νέα αυτή τάση σημαίνει αναθεώρηση της βασικής, κοινής στα βαλκανικά εθνικά κράτη (πλην του τουρκικού, βεβαίως) ερμηνείας της οθωμανικής κληρονομιάς: ότι η οθωμανική περίοδος της ιστορίας τους υπήρξε μια "αλλότρια" επιβολή στις αυτόχθονες χριστιανικές κοινωνίες που είχε τη μορφή "ζυγού".


"Αλλότρια" σε εισαγωγικά η οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία βέβαια δεν ήταν καν "ζυγός" (σε εισαγωγικά και αυτός). Όταν οι ιστορικοί, όπως η κ. Κουλούρη, γράφουν τέτοια, δεν προκαλεί εντύπωση που φθάνουμε να διαβάζουμε κατά της προσάρτησης της Κρήτης και της Θεσσαλονίκης.

BFO: Καλά, πλάκα έκανα περί Πόλης.

ΚΩΣΤΑΣ: Βρε τον αστειέμπορα, σε καλό να μας βγεί τόσο γέλιο. Αυτό είναι μια άλλη κατάντια του πολιτικού διαλόγου εν έτει 2007. Γεμίσαμε "πλακατζήδες", ήτοι ηλίθιους οι οποίοι πετάνε από εδώ και από εκεί σαχλίτσες παρόμοιου τύπου εν είδει πολιτικού σχολίου και όταν τους στριμώξει κανείς επισημαίνοντας τις ασυναρτησίες τους το γυρίζουν στο "πλάκα έκανα".

Αλλά και τα "σοβαρά επιχειρήματα" παρομοίου επιπέδου είναι. Επισημαίνεις π.χ. υπαρκτές και αναγνωρισμένες σχέσεις διαπλοκής, όπως το CDRSEE και τους χρηματοδότες τους και σε λένε "συνομωσιολόγο" ή σε παρουσιάζουν ως γραφικό που πιστεύει ότι όλοι συνωμοτούν εναντίον μας κλπ. Φυσικά τα συγκεκριμένα σου στοιχεία τα κάνουν γαργάρα. Λες πάλι για τις χαλκέψεις των βιβλίων ιστορίας και αποφαίνονται ότι σκοπός σου είναι να διαιωνίσεις το μίσος προς την Τουρκία, ότι θέλεις "πειθήνιο κρέας για τα κανόνια" κλπ.

Καταγγέλεις τους χειρισμούς και τις πολεμικές εκστρατείες των ΗΠΑ και σε βαφτίζουν "αφελή αντιαμερικάνο" που μισεί τον αμερικάνικο λαό και άλλες τέτοιες παπάρες. Θα προσθέσουν βέβαια και την καραμέλα "Ο αντιαμερικανισμός είναι ο σοσιαλισμός των ηλιθίων". Και βέβαια δεν θα παραλείψουν να πετάξουν και κάποια σπόντα ότι είσαικαι αντισημίτης, ειδικά αν τολμήσεις να κριτικάρεις την πολιτική του Ισραήλ.

Αν πάλι μιλάς για την ελληνική ιστορία ή τολμήσεις να πείς ότι ο ελληνικός πολιτισμός έχει συνέχεια στο χρόνο από την εποχή του Ομήρου τότε σε χαρακτηρίζουν αυτομάτως "οπαδό του Λιακόπουλου" που πιστεύει στην ομάδα έψιλον και τους Ελ που ήρθαν από την Αφροδίτη. Ή αν καταφερθείς εναντίον του σχεδίου Ανάν, το οποίο ορίζει ένα ανεκδιήγητο προτεκτοράτο με απαράδεκτη δομή διακυβέρνησης, σε λένε υπέρμαχο του μίσους, πολεμοκάπηλο κλπ.

Κλασσικό κόλπο είναι να εξωθούν το συλλογισμό σου στο άλλο άκρο και μετά να σου αποδίδουν αυτή την καρικατούρα. Π.χ. αν πείς κάτι κατά της αμερικάνικης επέμβασης στο Ιρακ τότε είσαι οπαδός του Σαντάμ, αν πεις ότι η ελληνική γλώσσα είναι ενιαία τότε σε παρουσιάζουν σαν να ισχυρίζεσαι ότι δεν είχε καμμία αλλαγή εδώ και 3.000 χρόνια, αν μιλήσεις υπερ της παράδοσης αυτό σημαίνει ότι θέλεις να πετάξουμε την τεχνολογία, αν κριτικάρεις τις ΗΠΑ τότε δεν πρέπει να φοράς μπλουτζήν, αν αντιμάχεσαι την κατοχή της Κύπρου τότε δικαιώνεις τα εγκλήματα του Σαμψών και άλλες τέτοιες διαστρεβλώσεις.

Αν αυτοί οι χαρακτηρισμοί και οι κουτοπονηριές παρατηρούνταν μόνο σε δέκα περιθωριακά έντυπα ή σε μερικά βαρεμένα ιστολόγια θα ήταν καλά. Δυστυχώς τα βρίσκει κανείς σε κείμενα από τις μεγαλύτερες εφημερίδες και τους πιο προβεβλημένους αρθρογράφους μέχρι στις δηλώσεις και τα γραπτά πανεπιστημιακών. Ο δημόσιος λόγος, ο οποίος ποτέ δεν ήταν υψηλού επιπέδου στα μέρη μας, έχει ξεπέσει στο επίπεδο της βρούβας.

BFO: Πάντως πρέπει να παραδεχθείς ότι οι ελληναράδες σχηματίζουν ύποπτες συμμαχίες, από ακροδεξιά στοιχεία μέχρι ΚΚΕδες.

ΚΩΣΤΑΣ: Άλλη βλακεία αυτό. Καταρχήν το "ελληναράδες" ή το "εθνικιστές" αποδίδεται σε άτομα που καμμία σχέση δεν έχουν με τον όρο, μόνο με μόνο επειδή τολμάνε να μιλάνε για τα εθνικά θέματα. Άμα τους βαφτίζεις όλους "ελληναράδες" είναι εύκολο να αποδείξεις ό,τι "συμμαχία" θέλεις. Έπειτα, το να συμφωνείς σε ένα θέμα με κάποιον δεν σημαίνει ότι αποδέχεσαι τις απόψεις του γενικώς και αορίστως. Το ότι ένας ακροδεξιός τίθεται κατά του Σχεδίου Ανάν όπως και εμείς, δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε και στα υπόλοιπα, π.χ. στις απόψεις του υπερ των φασιστικών ιδεών, υπέρ του να πάρουμε την Πόλη, υπερ του ρατσισμού έναντι των μεταναστών κλπ. Στοιχειώδες, αγαπητέ Ουώτσον. Μπορεί κανείς να εξετάσει τις θέσεις π.χ. του ΑΡΔΗΝ, να δεί και τις θέσεις του κάθε ακροδεξιού και θα δεί αμέσως τις θεμελιώδεις διαφωνίες. Αλλά το τσουβάλιασμα είναι πιο εύκολη υπόθεση. Είπαμε: δημόσιος διάλογος επιπέδου βρούβας.

Αν θέλεις να μιλήσουμε για περίεργη σύμπλευση τότε τι να πούμε για την καθεστωτική "Αριστερά" και όλους τους τάχα μου ευαίσθητους αριστεροχαρούμενους, οι οποίοι σε κάθε ευκαιρία ταυτίζονται με τις απόψεις της κυβέρνησης, των εκσυγχρονιστών και τις Νέας Τάξης; Από το να σπεύσουν να πανηγυρίσουν για τα θετικά της παγκοσμιοποίησης ή την εισαγωγή της "δημοκρατίας" στο Ιρακ μέχρι το να υπερασπίσουν το σχέδιο Ανάν και να επιβάλλουν τα νέα βιβλία ιστορίας, εγγυημένα με την βούλα του Σόρος και άλλων δημοκρατικών δυνάμεων. Αν κάποιος που δηλώνει "αριστερός" ταυτίζεται σε όλα τα κρίσιμα με το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ, ε, τότε δεν θα πρέπει να σκεφτεί πως κάτι δεν πάει καλά με την "αριστεροσύνη" του; Αλλά εδώ έχουμε φτάσει "αριστεροί" να χρηματοδοτούνται από ξένες οργανώσεις, ώς και από δεξαμενές σκέψης της υπερδύναμης, και να θεωρείται αποδεκτό.

bigfatopinion.blogspot.com, 2 Μαρτίου 2007


* * *


Δώρα Μόσχου

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ της ΣΤ' Δημοτικού έχει εγερθεί, το τελευταίο διάστημα, μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με το πώς πρέπει να γράφεται και να διδάσκεται η ιστορία. Η συζήτηση αυτή έχει διευρυνθεί – λόγω και των γενικευμένων αντιδράσεων απέναντι στο βιβλίο – και έχει συμπεριλάβει και άλλα ζητήματα, όπως, για παράδειγμα, ποιος έχει το δικαίωμα να ασχολείται με την ιστορία, να μαθαίνει την ιστορία, ακόμα και να κρίνει την ιστορία.

Εάν μείνει κανείς σε μια επιφανειακή ανάγνωση της διαμάχης (κάτι περισσότερο, κατά τη γνώμη μας: της διαπάλης) που έχει ξεσπάσει το τελευταίο διάστημα γύρω από το εν λόγω πόνημα ρεκτών ιστορικών, θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα προοδευτικό βιβλίο, ένα βιβλίο που προάγει με τρόπο απλό και εύληπτο από δωδεκάχρονα παιδιά την ιστορική γνώση σε βάθος – τη γνώση της ιστορίας των δομών – και ότι απέναντί του έχει συσπειρωθεί ό,τι αντιδραστικότερο διαθέτει η ελληνική κοινωνία. Μία όμως δεύτερη, προσεκτικότερη ανάγνωση τόσο του ίδιου του βιβλίου, όσο και της απολογητικής ρητορείας των συγγραφέων και υποστηρικτών του, θα αποκαλύψει μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα.

Να το πούμε από την αρχή: το βιβλίο της ιστορίας της ΣΤ` Δημοτικού είναι ένα κακό βιβλίο. Είναι ένα κακό βιβλίο όχι γιατί "καταρρίπτει τα στερεότυπα της εθνικής ιστοριογραφίας" (όπως επαίρονται ότι κάνει οι υποστηρικτές του), αλλά για πολλούς άλλους λόγους τους οποίους, κατ' αρχήν επιγραμματικά, θα παραθέσουμε αμέσως παρακάτω, επιχειρώντας, αμέσως μετά, μια πιο αναλυτική τους προσέγγιση:

1) Το βιβλίο είναι παιδαγωγικά κακό και αμέθοδο: συμπυκνώνει μία τεράστια ιστορική περίοδο (600 περίπου χρόνων, μέσα στα οποία συντελέστηκαν οι μεγαλύτερες, κοσμοϊστορικές αλλαγές της ανθρώπινης ιστορίας) σε 140 περίπου σελίδες, με αποτέλεσμα να δίνει πληροφορίες ελλιπείς, ή τόσο συμπυκνωμένες ώστε τελικά να εμπεριέχει σοβαρά λάθη – αν τελικά μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοια.

2) Από πολλούς θεωρείται ως μεγάλο του προσόν η πλούσια (όντως) εικονογράφηση και η παράθεση αποσπασμάτων από πηγές, καθώς και οι ασκήσεις που θέτει στους μαθητές. Ωστόσο, αν ανοίξει κανείς το βιβλίο σε μια τυχαία σελίδα του, θα κουραστεί από τη διάσπαση της ύλης – και θα δει ότι, με την κατανομή αυτή, δεν διευκολύνεται ο μαθητής να συγκροτήσει συνεχή, αφηγηματικό λόγο.

3) Σαφώς σημαντικότερο πρόβλημα είναι η ιστορική μεθοδολογία που έχουν ακολουθήσει οι συγγραφείς και, συνακόλουθα, ο ιδεολογικός τους προσανατολισμός (κι ας ορκίζονται στο όνομα της… καθαρής επιστήμης). Σε αυτό το ζήτημα θα αναφερθώ αναλυτικά αμέσως παρακάτω.

4) Σύμφωνα με τη μεθοδολογία και την ιδεολογία των ρεκτών συντακτών του, το βιβλίο πάσχει από… επιλεκτική μνήμη: θυμάται και… ξεχνά γεγονότα, δομές, πρόσωπα, κινήματα, ενίοτε και… ολόκληρες χώρες, κατά το δοκούν.

Σε πρόσφατο αφιέρωμα της εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ στο εν λόγω βιβλίο, η φανατική υποστηρήκτριά του, ιστορικός κ. Χριστίνα Κουλούρη, επιχειρεί να απαντήσει –με ορισμένη μετριοπάθεια, είναι αλήθεια– σε μία από τις βασικότερες αιτιάσεις που έχουν απευθύνει εναντίον του πολλοί κύκλοι, διαφορετικών πολιτικών και ιδεολογικών προσανατολισμών: στο γεγονός ότι το βιβλίο υποβαθμίζει ποικιλοτρόπως τη μεγάλη Επανάσταση των Ελλήνων του 1821, ενώ περιγράφει με ήπιους χαρακτηρισμούς και όρους "πολιτικής ορθότητας" τα δεινά των ελλήνων της Σμύρνης, κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η κ. Κουλούρη λοιπόν –συμπυκνώνουμε την κεντρική ιδέα των λόγων της– ισχυρίζεται ότι υπάρχουν δύο τάσεις στη σύγχρονη σχολική ιστοριογραφία και ότι το βιβλίο προσπάθησε να κινηθεί ανάμεσά τους. Η μία τάση –κατά την κ. Κουλούρη πάντα– είναι η παραδοσιακή, η "συντηρητική", εκείνη η οποία δίνει ιδιαίτερο βάρος στα πολεμικά γεγονότα, στις συγκρούσεις μεταξύ των εθνών και των εθνών-κρατών. Πρόκειται –σύμφωνα πάντα με την άποψη της συγγραφέως– για μια ιστοριογραφία που αναπαράγει το μίσος και τις συγκρούσεις ανάμεσα στους λαούς. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο –μαθαίνουμε από το άρθρο– η UNESCO έδωσε κατευθύνσεις, σύμφωνα με τις οποίες τα σχολικά βιβλία θα πρέπει να ασχολούνται περισσότερο με το πεδίο της οικονομίας, των κοινωνικών δομών, ή της καθημερινής ζωής του παρελθόντος, ώστε να μην αναπαράγονται τα "εθνικά στερεότυπα" και να μη "συντηρείται το μίσος". Η κ. Κουλούρη αποδέχεται τη μέση οδό: ούτε μία ιστορία πλήρως "καθαρμένη" από πολεμικά ή εν γένει βίαια γεγονότα, ούτε όμως και μία ιστοριογραφία που οι σελίδες της να "στάζουν αίμα". Καταλήγει μάλιστα με την αποστροφή ότι τα βιβλία πολλών δυτικοευρωπαϊκών χωρών (φέρνει ως παράδειγμα τη Γαλλία και τη Γερμανία) "δεν στάζουν πια αίμα", "χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι Γάλλοι ή οι Γερμανοί αγαπούν λιγώτερο την πατρίδα τους".

Πολλά θα είχε να αντιτείνει κανείς σε αυτούς τους συλλογισμούς. Κατ` αρχήν, δεν μπορούμε να μπούμε στη λογική της επιλογής ανάμεσα στη "μία ή την άλλη" ιστορία. Η κινητήρια δύναμη της ιστορίας, σύμφωνα με τον ιστορικό υλισμό, είναι η πάλη των τάξεων, η οποία διεξάγεται στο πεδίο των μεταβολών της οικονομικής βάσης κάθε κοινωνίας –της βάσης η οποία συγκροτείται από τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής– τις σχέσεις ιδιοκτησίας. Τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα αποτελούν το τελικό αποκρυστάλλωμα, την τελική συμπύκνωση της εξέλιξης των οικονομικών δομών. Αλλά και –σε τελευταία ανάλυση, όπως προσφυώς αναφέρει ο Ένγκελς– το αίτιο κάθε πολιτικού ή στρατιωτικού γεγονότος είναι οικονομικό – ανάγεται ακριβώς στη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής. Πώς λοιπόν μπορούμε να αποσπάσουμε τη "μια" από την "άλλη" ιστορία και να επιλέξουμε ποιάς τη διδασκαλία θα προκρίνουμε στο δημόσιο σχολείο;

Υπάρχουν ωστόσο σε αυτή την τοποθέτηση και άλλες, εξαιρετικά σοβαρές πλευρές. Πάντα σύμφωνα με τον ιστορικό υλισμό, "η βία είναι η μαμή της ιστορίας". Δεν υπάρχει, στην ιστορία της ανθρωπότητας, κίνημα εθνικοαπελευθερωτικό ή ταξικό – κοινωνικό, που να έχει τελεσφορήσει, που να έχει επιφέρει τη ρήξη με το παλιό και την οικοδόμηση του καινούργιου, χωρίς τη χρήση βίας. Ακόμη περισσότερο: δεν υπάρχει ιστορική περίπτωση κατά την οποία η κυρίαρχη τάξη –ή ο επικυρίαρχος ενός έθνους υπό κατοχή– να μην έχει ασκήσει βία για να διαιωνίσει την εξουσία του. Από αυτή την άποψη, δεν είναι τα βιβλία ιστορίας που "στάζουν αίμα" και που παράγουν το μίσος: είναι οι ίδιες οι υλικές, ιστορικές συνθήκες κάθε εποχής και κάθε σύγκρουσης. Και για να τελειώνουμε με αυτή την επιχειρηματολογία: είναι άραγε ίδια η πολεμική ιστορία της Γαλλίας ή της Γερμανίας (χωρών με πρωτεύουσα θέση στο σύστημα του ιμπεριαλισμού, παλαιές αποικιακές δυνάμεις, η δεύτερη από τις οποίες έχει εξαπολύσει δύο παγκοσμίους πολέμους), με την αντίστοιχη της Ελλάδας; Ενός έθνους-κράτους που δημιουργήθηκε μετά από μία μεγάλη επανάσταση και που, σε κάθε περίπτωση, πληρώνει την ενδιάμεση και εξαρτημένη θέση της στο σύστημα;

Αλλά και ο έτερος των υποστηρικτών του βιβλίου, πανεπιστημιακός κ. Αντώνης Λιάκος, καθώς και η υπεύθυνη της συγγραφικής ομάδας, κ. Μαρία Ρεπούση, συμμετέχουν με άρθρα τους στο αφιέρωμα της καλής εφημερίδας. Το άρθρο του κυρίου Λιάκου, κοσμείται με φωτογραφία καλογραιών που διαδηλώνουν για το θέμα των ταυτοτήτων (εντελώς άσχετη με το θέμα, που επιχειρεί απλώς να υποδηλώσει ότι όλοι οι επικριτές του βιβλίου είναι του… ιδίου φυράματος), ενώ ο κύριος καθηγητής, με ατράνταχτη επιστημονική επιχειρηματολογία και τακτ που προσιδιάζει σε προοδευτικό λόγιο χαρακτηρίζει ψυχωσικούς όλους όσους έχουν εκφράσει τις αντιρρήσεις τους για το εν λόγω πόνημα. Από τα δύο άρθρα, μαθαίνουμε επίσης ότι "η ιστορία είναι η γνωριμία με το ξένο, το διαφορετικό" αλλά και "οι πολλαπλές προσλήψεις της πραγματικότητας". Πρόκειται για τη μεταμοντέρνα αντίληψη της ιστορίας (η οποία, στην πραγματικότητα, είναι εντελώς ιδεαλιστική και μεταφυσική, άρα αντιδραστική) σύμφωνα με την οποία η ιστορία δεν είναι επιστήμη και δεν διέπεται από νομοτέλειες: είναι αφήγηση και, όσες επί μέρους αφηγήσεις υπάρχουν για ένα ιστορικό συμβάν, τόσες είναι και οι ιστορικές πραγματικότητες! Ήτοι, αντικειμενική πραγματικότητα, περιγράψιμη από τον ιστορικό δεν υπάρχει! […]

Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι επίσης ένα από τα ακραία συμπτώματα μιας τάσης που έχει παρουσιαστεί τα τελευταία χρόνια και που είναι γνωστή σαν "αναθεώρηση της ιστορίας". Σύμφωνα με την τάση αυτή, εξισώνεται η βία του κυρίαρχου με τη βία του κυριαρχούμενου και, υπό αυτό το πρίσμα, εξετάζονται και αξιολογούνται γεγονότα όπως η εαμική εθνική αντίσταση (τα τελευταία χρόνια έχει ξεσπάσει οξεία διαπάλη πάνω στο ζήτημα), ή η Οκτωβριανή Επανάσταση. Η τέτοιου είδους αντιμετώπιση περιλαμβάνει πλέον και παλαιότερα σημαντικά γεγονότα της ελληνικής ή της παγκόσμιας ιστορίας, όπως η ελληνική και η γαλλική επανάσταση […]

Ωστόσο, πίσω από όλη αυτή τη φιλολογία, κρύβεται, κατά τη γνώμη μας, ένα κεντρικό ερώτημα που απασχολεί, όχι μόνο την ιστοριογραφία, αλλά και τις πολιτικές εκτιμήσεις και κρίσεις για το σήμερα και για το αύριο της ανθρωπότητας: ο κυριαρχούμενος, η εθνικά ή και κοινωνικά υπόδουλος έχει δικαίωμα στην άσκηση βίας απέναντι στον κυρίαρχο; Και, ιστορικά και πολιτικά, μπορούμε να βάλουμε το ίδιο πρόσημο στη βία του κυριάρχου και στη βία του κυριαρχούμενου; Τελικά, μήπως το διακύβευμα όλης αυτής της συζήτησης είναι το δικαίωμα στην άσκηση επαναστατικής βίας;

www.resaltomag.gr, Μάρτιος 2007


* * *


Χρήστος Κάτσικας

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ!

Η διαμάχη που έχει ξεσπάσει για τα νέα βιβλία Ιστορίας με αφορμή το βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού δημιούργησε δύο αντίπαλα στρατόπεδα και δύο ρεύματα, τα οποία ελάχιστα έχουν να προσφέρουν όχι μόνο στη συζήτηση για τα σχολικά εγχειρίδια, αλλά και για το ίδιο το επίμαχο θέμα, αυτό της ιστορίας και της ιστορικής εγγραφής της.

Οι δύο πόλοι της αντιμαχίας (με τις εθνικιστικές κορώνες να υπερτερούν γιατί ξύνουν τη μνήμη και τις πληγές του λαού μας καλύτερα), είναι από τη μια πλευρά ο εκσυγχρονισμός και ο κοσμοπολιτισμός και από την άλλη οι γνωστοί εθνικιστικοί κύκλοι, με τους βουλευτές της Ν.Δ. που κλείνουν το μάτι στα συντηρητικά αντανακλαστικά των ψηφοφόρων.

Το εκπαιδευτικό κίνημα και οι πιο δραστήριες συνιστώσες του ακόμα κρατούν στάση αμηχανίας. Όμως το ζήτημα το αφορά. Από μια άποψη περισσότερο από κάθε άλλον, διότι εδώ διακυβεύονται "ιδεολογίες", παίζεται η τύχη της μνήμης και του τρόπου που αντιμετωπίζεται η ιστορία.

Απέναντι στον θεσμικό εκσυγχρονισμό (έτσι όπως αυτός εκφράζεται από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και τις "μοντέρνες" αντιλήψεις για τη γνώση και το σχολείο) και την επαναφορά στη νοσταλγική ασφάλεια της παράδοσης, οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να επιχειρήσουν την έξοδο. Με κανέναν.

Ούτε με το σερβίρισμα της νέας σκέψης που απαλείφει κάθε έννοια συγκρότησης και κοινωνικής πάλης για να παραδώσει τον μαθητή - αυριανό πολίτη χωρίς σκέψη, χωρίς ιδεολογικό και πολιτικό έρμα, έρμαιο στην αγορά, ούτε όμως και με τον κούφιο πατριωτισμό, την κενολογία, τις αντιλήψεις περί ανάδελφου έθνους κλπ.

Η πρώτη ιδεολογική και πολιτική άποψη, παρά την επιστημονική της προβιά και το κύρος των ειδικών, προτείνει μια ιστορική σούπα, όπου, σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό Θανάση Τσιριγώτη, το δευτερεύον εξισώνεται με το κύριο, οι κοινωνικές συγκρούσεις μηδενίζονται, ο ιστορικός χρόνος δεν υπάρχει, η συνολική αφήγηση σφαγιάζεται σε πληροφορίες, εικόνες, αριθμούς και πηγές, για να φτιαχτεί τάχα η ιστορία σαν κουλουράκι (ο καθένας και η προσωπική του ιστορική άποψη).

Η δεύτερη άποψη προτείνει τα ιερά και όσια του έθνους, την παράδοση και τη θρησκεία και απέναντι στην παγκοσμιοποίηση αντιτάσσει την επιστροφή στις εθνικές ρίζες, κηρύσσει τον σοβινισμό, προκρίνει τη μυθολογία απέναντι στην επιστήμη.

Ανάμεσα στις συμπληγάδες οι εκπαιδευτικοί έχουν έναν μόνο δρόμο. Να περάσουν ανάμεσα, όσο μπορούν αλώβητοι.

Η ματιά στην Ιστορία δεν είναι αθώα και ουδέτερη όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι τεχνοκράτες· οι ιδέες κάθε εποχής είναι αυτές της κυρίαρχης τάξης. Όχι με ταυτότητα και "σιδερένιο" τρόπο, ωστόσο αντανακλούν τον βαθύτερο ψυχισμό της εποχής. Καμία γνώση και καμία μέθοδος για την πρόσκτησή της, όσο τεχνοκρατική και να εμφανίζεται, δεν είναι ιδεολογικά στεγανή, ουδέτερη.

Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: από τα νέα βιβλία απουσιάζει ο συνεκτικός ιστός, απουσιάζουν τα ιστορικά πλαίσια, οι κοινωνικές συγκρούσεις εξοστρακίζονται, ο ιστορικός χρόνος δεν υπάρχει, η συνολική αφήγηση σφαγιάζεται σε πληροφορίες, εικόνες, αριθμούς και πηγές. Απομένει η τμηματική πληροφορία, η αποσπασματική είδηση, το απομονωμένο γεγονός, χωρίς την ιστορική και κοινωνική του πλαισίωση. Το "πώς" και το "γιατί" έχουν εξαφανιστεί. Μιλάμε για μια άχαρη περιήγηση στο παρελθόν μέσα από θέματα από τα οποία απουσιάζει κάθε αναφορά στις κοινωνικές τάξεις και τους αγώνες τους.

Πρόκειται για σπαράγματα-θραύσματα γεγονότων χωρίς συνέχεια. Σκόρπιες πληροφορίες "ατάκτως εριμμένες" προσφέρονται προς "κατανάλωση", ένας σωστός τσελεμεντές, όπου χάνεται η σχέση αιτίας και αποτελέσματος, καθώς και το νόημα της κάθε γνώσης. Ο θρυμματισμός είναι συντριπτικός, ενώ η απόσπαση των πληροφοριών από το θεωρητικό τους θεμέλιο εντονότατη.

Απουσιάζει η διήγηση. Μα αυτό ακριβώς είναι η Ιστορία: η διήγηση για τα πάθη των ανθρώπων, για τον μόχθο τους, για τη ζωή και για το κτίσιμο των κοινωνιών τους, για την πίστη που είχαν, τα λάθη που έκαναν, τις αντιστάσεις τους, το αίμα που έχυσαν για δίκαιους και άδικους λόγους. Για όλα αυτά συναρπάζει και μέσα από αυτά δημιουργεί την έφεση για γνώση και την κριτική διάθεση. Από όλο αυτό το συναρπαστικό "παραμύθι", σύμφωνα με τον πανεπιστημιακό Γιώργο Μαργαρίτη, η μεταρρυθμιστική "πολιτικά ορθή" απορρύθμιση θέλει να αφήσει ένα και μόνο: το τίποτα.

Η διάρθρωση της ύλης εγκαταλείπει τη συστηματικότητα που επιβάλλουν η επιστημονική δομή των αντικειμένων και η διδακτική επεξεργασία τους. Με αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με τον παιδαγωγό Μάριο Μιχαηλίδη, επιτυγχάνεται μια επιφανειακή, ακριβώς αποσπασματική μάθηση (στο όνομα της διασύνδεσης!), η οποία αποτελεί την παιδαγωγικο-ψυχολογική βάση της "κατάρτισης", στόχου στρατηγικής σημασίας για το σύστημα σήμερα.

Είναι μνημεία ιστορικής λοβοτομής.

εφ. ΤΑ ΝΕΑ , 3 Απριλίου 2007


* * *


Πέτρος Παπακωνσταντίνου

"ΠΟΛΕΜΟΙ" ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΙΟ ΦΩΤΕΙΝΟ… ΠΑΡΕΛΘΟΝ!

"Η Ιστορία είναι το πιο επικίνδυνο προϊόν που παρασκεύασε η χημεία του εγκεφάλου. Οι ιδιότητές της είναι πασίγνωστες. Παράγει όνειρα και διανοητική μέθη. Γεμίζει τους ανθρώπους με εσφαλμένες μνήμες, ωθεί στα άκρα τις αντιδράσεις τους, ανοίγει παλιές πληγές, φέρνει τη θύελλα σε στιγμές γαλήνης και προκαλεί είτε ντελίριουμ μεγαλείου είτε μανία καταδιώξεως. Καθιστά έθνη ολόκληρα πικρόχολα, αλαζονικά, ανυπόφορα και ματαιόδοξα". Ο αφορισμός του Γάλλου ποιητή Πωλ Βαλερύ δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτός στην απολυτότητά του. Όσοι διδαχθήκαμε, όμως, τα πρώτα σχολικά μαθήματα Ιστορίας την εποχή του "Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών", ενστικτωδώς μπαίνουμε στον πειρασμό να του δώσουμε κάποια βάση. Ειδικά μετά την πρόσφατη πλειοδοσία εθνικοφροσύνης στους πολιτιστικούς πολέμους των τηλεοπτικών παραθύρων με αφορμή το πολύκροτο βιβλίο της ΣT' Δημοτικού.

Δυστυχώς, δεν υπολείπεται σε ιδεοληπτικό φανατισμό το αντίπαλο στρατόπεδο, που αναγορεύει σε κοσμική θρησκεία την ψευδώνυμη "πολυπολιτισμικότητα", συγχέει τον διεθνισμό με την ελεύθερη επιλογή έθνικ κουζίνας, υποβαθμίζει τους εθνικοαπελευθερωτικούς πολέμους, αλλά δεν ενοχλείται από τον "ανθρωπιστικό" πόλεμο κατά της Σερβίας και φιλοδοξεί να γκρεμίσει τους εθνικούς μύθους, μόνο για να τους αντικαστασήσει με τους ήκιστα αθώους μύθους της Εσπερίας. Ενα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτού του στρατοπέδου, ιδιαίτερα δε της εκσυγχρονιστικής Κεντροαριστεράς του Κολωνακίου, είναι το σύνδρομο του Γκιούλιβερ που ζει σε χώρα πυγμαίων, εκείνου που μια άδικη μοίρα τον πέταξε σε έναν καθυστερημένο τόπο, όπου κυριαρχούν οι εμμονές του παρελθόντος, τις οποίες έχει ξεπεράσει προ πολλού ο δυτικός πολιτισμένος κόσμος. Στην πραγματικότητα, οι διαμάχες για το ιστορικό παρελθόν, αντί να αποτελούν ελληνική, επαρχιακή ιδιαιτερότητα, αναδεικνύονται, ακριβώς αυτήν την εποχή σε διεθνή επιδημία.

Ως πρότυπο προς μίμηση για Ελλάδα και Τουρκία προβάλλεται το κοινό βιβλίο ιστορίας για τους μαθητές της τελευταίας τάξης του λυκείου δύο παραδοσιακά αντιπάλων χωρών, που έγιναν στενοί εταίροι: της Γαλλίας και της Γερμανίας. Ωστόσο, το εν λόγω βιβλίο περιορίζεται στη μετά το 1945 ευρωπαϊκή ιστορία και χρησιμοποιείται από περιορισμένο αριθμό σχολείων, συμπληρωματικά σε άλλα, ευρύτερα διαδεδομένα εγχειρίδια. Όσο για την ιδέα μιας κοινής ευρωπαϊκής ιστορίας για τα 27 κράτη-μέλη της Ένωσης, εξακολουθεί να φαντάζει ουτοπική, όταν για παράδειγμα η πολωνική Βουλή συζητεί νομοσχέδιο που ανακηρύσσει βασιλιά της χώρας τον Ιησού Χριστό και η αναμόχλευση των προμολεμικών αντιθέσεων δηλητηριάζει τις σχέσεις της Βαρσοβίας με το Βερολίνο.

Πιο δύσκολη από τη γεφύρωση των δύο πλευρών του Ρήνου αποδεικνύεται, όχι απροσδόκητα, η γεφύρωση των δύο ακτών της Μεσογείου. Το 1999, η ελεγχόμενη από την Κεντροαριστερά Γαλλική Εθνοσυνέλευση ψήφισε νόμο που εισήγαγε, επιτέλους, στη διδακτέα ύλη τον Πόλεμο της Αλγερίας (1954 - 62), συμπεριλαμβανομένης της ειδεχθούς σφαγής δεκάδων Αλγερινών στο Παρίσι, τον Οκτώβριο του 1961. Ωστόσο, οι αναφορές στην ιστορία της γαλλικής αποικιοκρατίας ήταν πάντα εξαιρετικά περιορισμένες και οι ήρωες της ανεξαρτησίας της Αλγερίας απόντες από τα σχολικά βιβλία.

Ακόμη χειρότερα, η υπό τον Νικολά Σαρκοζύ γκωλική πλειοψηφία πέρασε τον Φεβρουάριο του 2005 από την Εθνοσυνέλευση νόμο, ο οποίος εκτιμούσε ως "συνολικά θετικό" τον ρόλο της γαλλικής αποικιοκρατίας! Η υπερπατριωτική πλειοδοσία του Σαρκοζύ στον δρόμο για την προεδρία προκάλεσε ρήξη στις διπλωματικές σχέσεις Γαλλίας - Αλγερίας, με τον πρόεδρο Μπουτεφλίκα να κάνει λόγο για "πολιτιστική γενοκτονία". Κάτω από τις οξύτατες αντιδράσεις του Αλγερίου, αλλά και των αραβικής καταγωγής μεταναστών στη Γαλλία, ο πρόεδρος Σιράκ αναγκάστηκε τελικά να ακυρώσει τον επίμαχο νόμο. Παρ' όλα αυτά, έμεινε η πικρή αίσθηση της επιβεβαίωσης μιας παλιάς, αφρικανικής παροιμίας: "Μέχρις ότου αποκτήσουν και τα λιοντάρια τους δικούς τους ιστορικούς, η ιστορία του κυνηγιού θα εξακολουθεί να δοξάζει τους κυνηγούς".

Την άνοιξη του 2005, οι μεγαλύτερες πόλεις της Κίνας και των δύο κορεατικών κρατών γνώρισαν ένα "τσουνάμι" βίαιων αντι-ιαπωνικών διαδηλώσεων. Πέτρα του σκανδάλου ήταν το διαβόητο "Αταράσι Ρεκίσι Κιοκάσο", δηλαδή "Νέο Εγχειρίδιο Ιστορίας". Η πρωτοβουλία για τη συγγραφή του ανήκε στη συντηρητική "Ιαπωνική Εταιρεία για την Αναθεώρηση των Βιβλίων Ιστορίας". Επρόκειτο, ουσιαστικά, για ένα "πλυντήριο" των πιο απεχθών εγκλημάτων της ιαπωνικής αποικιοκρατίας στην Ανατολική Ασία, όπως της σφαγής στην παλιά πρωτεύουσα της Κίνας Νανκίν, της βίαιης εκπόρνευσης γυναικών από την Κίνα και την Κορέα για χάρη του ιαπωνικού στρατού κ.ά. Το ζήτημα έμεινε ανοιχτό και μετά την παράδοση της σκυτάλης από τον Ιάπωνα πρωθυπουργό Γιουνιχίρο Κοϊζούμι στον διάδοχό του Σίνζο Άμπε και εξακολουθεί να δηλητηριάζει μέχρι σήμερα τις σχέσεις μεταξύ της Ιαπωνίας και των γειτόνων της.

Λιγότερο γνωστές είναι οι πυρκαγιές που άναψε η αναθεώρηση των σχολικών βιβλίων ιστορίας στην κατ' εξοχήν "πολυπολιτισμική" Ινδία. Τον Νοέμβριο του 2002, ενώ στην εξουσία βρισκόταν το ινδουιστικό-εθνικιστικό κόμμα της Δεξιάς, το υπουργείο Παιδείας διέταξε την αναθεώρηση των εγχειριδίων αναγνωρισμένων ιστορικών, που διδάσκονταν επί δεκαετίες στα σχολεία, προκαλώντας οξύτατη διαμάχη με την κοσμική αντιπολίτευση του κόμματος του Κογκρέσου και των κομμουνιστών. Η ινδουιστική κυβέρνηση κατηγορήθηκε ότι προσπαθούσε να ξαναγράψει την ιστορία στα μέτρα της απαλείφοντας οτιδήποτε δεν ταίριαζε στην πιο φονταμενταλιστική εκδοχή της κυρίαρχης θρησκείας και στο δόγμα ότι όλα τα θετικά ήρθαν από τους Ινδουιστές και όλα τα αρνητικά από τους Μουσουλμάνους και τους Δυτικούς.

Το Ισραήλ συνηθίζει να κατηγορεί τους Παλαιστινίους ότι στα σχολικά τους βιβλία δεν εμφανίζεται πουθενά η Πράσινη Γραμμή του 1967, έτσι ώστε να ενσφηνώνεται στο υποσυνείδητο η ιδέα "να πετάξουμε τους Εβραίους στη θάλασσα", και γενικότερα ότι καλλιεργούν το φυλετικό μίσος. Αν όμως νομιμοποιείται να ασκεί κανείς κριτική στον εθνικισμό ενός έθνους υπό κατοχή, πώς θα πρέπει άραγε να υποδεχθεί τον εθνικισμό του θύτη;

Ιστορικός ηγέτης του ισραηλινού φιλειρηνικού κινήματος, ο Γιούρι Αβνίρι σημειώνει: "Πρόσφατα, η υπουργός Παιδείας Γιούλι Ταμίρ ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να περιλάβει στα σχολικά βιβλία Ιστορίας την Πράσινη Γραμμή, η οποία είχε αφαιρεθεί μετά τον πόλεμο των έξι ημερών. Η Δεξιά αντέδρασε οργισμένα και δεν ξανακούσαμε τίποτα γι' αυτό.

Από το νηπιαγωγείο μέχρι την τελευταία ημέρα του λυκείου, ο Ισραηλινός μαθητής δεν μαθαίνει ότι οι Άραβες έχουν το παραμικρό δικαίωμα σ' αυτήν τη γη. Αντιθέτως, είναι απολύτως σαφές ότι η γη ανήκει σε μας και μόνο, ότι μας την έδωσε ο ίδιος ο Θεός, ότι εκδιωχθήκαμε από τους Ρωμαίους μετά την καταστροφή του ναού μας το έτος 70 (πράγμα που είναι μύθος), αλλά επιστρέψαμε με τη δημιουργία του σιωνιστικού κινήματος. Από τότε, οι Άραβες προσπαθούν ξανά και ξανά να μας εκμηδενίσουν… Ο Εβραίος- Ισραηλινός μαθητής 'μαθαίνει' ότι οι Άραβες είναι πρωτόγονοι λαοί, με δολοφονική θρησκεία και αξιοθρήνητο πολιτισμό".

Ο κατάλογος θα μπορούσε να τραβήξει σε μάκρος. Όσο για το επιμύθιο, δύο εκδοχές φαίνονται εξίσου κατάλληλες. Η πρώτη είναι εκείνη του Ρώσσου ιστορικού Μιχαήλ Ποκρόφσκι, κατά την οποία "η ιστορία είναι πολιτική προβεβλημένη στο παρελθόν". Η δεύτερη προέρχεται από το δυσοίωνο "1984" του Τζωρτζ Όργουελ: "Όποιος ελέγχει το παρόν, ελέγχει το παρελθόν. Οποιος ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το μέλλον".

εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 1 Απριλίου 2007


* * *


Γιώργος Καστρινάκης 

H ΕΠΑΝΟΙΚΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΣΗΜΑΣΙΩΝ

Θα διαπιστώσουμε μια θεαματική ασυνέπεια εάν τυχόν θελήσουμε να αντιπαραβάλουμε τις "αρχές" που επικαλούνται οι υπέρμαχοι του περιώνυμου σχολικού βιβλίου Ιστορίας, με τις "μεθόδους" που, οι ίδιοι άνθρωποι, επιστρατεύουν στην προσπάθειά τους να το προστατέψουν: Από τη μία οι αξίες της άμβλυνσης των διαφορών, του κατευνασμού, της συνδιαλλαγής – και από την άλλη οι πρακτικές τού (λεκτικού) προπηλακισμού, της συκοφαντίας, του εκφοβισμού. Ανάμεσά τους, το ασυρρίκνωτο κενό ενός αμετανόητου σφάλματος. Τόσο πεισματικού, μάλιστα, ώστε έχει ήδη εξελιχθεί σε αυτοτιμωρητικό.

Κατά τούτη την έννοια ωστόσο, είναι εντυπωσιακό να διαπιστώνουμε πόσο αποφασιστικά κατάφεραν, οι αυτουργοί του, να… καταπωθούν από το… όρυγμα που για άλλους ετοίμαζαν: Θέλησαν να εκπαιδεύσουν τις επόμενες γενιές στην αδυναμία ανάγνωσης του παρελθόντος. Και το μόνο αποτέλεσμα που, αμέσως, παρήγαγαν ήταν να οδηγήσουν τον εαυτό τους σε αδυναμία κατανόησης του παρόντος.

Αδυναμία κατανόησης παντελή. Όχι όμως και παντελή αδυναμία διαίσθησης (αμυδρής υποψίας). Εξ ής και η σπασμωδικότητα, η αναστάτωση, η αμετροέπεια. Η απόπειρα, δηλαδή, άμυνας διά μέσου μιας ανατροφοδοτημένης επιθετικότητας. Η οποία, εν τέλει, απλώς υπογράμμισε το αδιέξοδο.

Επιθετικότητα η οποία προκύπτει ως φυσική, άλλωστε, αντίδραση μιας φιλοσοφίας που έχει θεμελιωθεί πάνω, ακριβώς, στην ανατροπή του προτάγματος της κατάφασης από εκείνο της άρνησης : στη "σχάση της σχέσης". Με αναπόφευκτη προέκταση, στο τέλος, την κήρυξη πολέμου όλων εναντίον όλων.

Στις "λεπτομέρειες" μιας τέτοιας προοπτικής, αυτό που αξίζει να συγκρατήσουμε είναι ότι αγαπημένη μέθοδος αντιπαράθεσης γίνεται η αγνόηση των επιχειρημάτων και η επικέντρωση στα πρόσωπα. Σκοπός, πια, δεν είναι η αναμέτρηση ιδεών. Σκοπός (μέσα από την αξιοποίηση της υπεροπλίας επί των Μέσων) η εξόντωση των αντιφρονούντων. Κυρίως εκείνων που αναλαβαίνουν πρωτοβουλία να δώσουν φωνή στην κοινή αντίρρηση.

Στο περιθώριο τούτης της πρακτικής, προλαβαίνουν κάποτε να εμφυλοχωρήσουν και ανακοινώσεις τού είδους "στο εξής μικρόφωνα θα έχουν μόνο οι γνωρίζοντες". Ωσάν το όλο "διακύβευμα" να περιορίζεται στη Γνώση και να μην επεκτείνεται στην Ιδεολογία – άρα και να αφορά σύνολο το σώμα της κοινωνίας. Ή ωσάν να υπάρχουν πολιτικές αποφάσεις που νομιμοποιούνται ενώ λαμβάνονται αντιδημοκρατικά. Χωρίς οι ίδιοι που το ισχυρίζονται αυτό, να παρατηρούν πως το μόνο που κατασταλάζει ως "συμφωνία επί της διαφωνίας", εδώ, είναι ότι και οι δύο πλευρές συμπίπτουν στο ποιαν άποψη παραδέχονται ως πλειοψηφική και ποιαν ομολογούν ως μειοψηφούσα…

Η όλη αντιπαράθεση, πάντως, εξελίσσεται σε αυθεντική παρωδία μόλις παρέμβουν "αντιφρονούντες" από την τάξη τών "επαϊόντων". Πανεπιστημιακοί ιστορικοί, για παράδειγμα. Χωρίς χρονοτριβή, τότε, αυτοί θα πρέπει να διαγραφούν από την ειδησεογραφία. Τα Μέσα Επικοινωνίας καλούνται να αποσιωπήσουν την ύπαρξή τους. Ενώ οι προστατευόμενοι των ίδιων Μέσων θα εκμεταλλευτούν την άγνοια του αναγνώστη/ακροατή για να τον βεβαιώσουν ότι "απαξάπαντες" οι "συνάδελφοι"… ομοφωνούν! Χωρίς καν να προσέχουν, και πάλι, ότι το μόνο που πέτυχαν να αποδείξουν είναι την απουσία αναστολών στο να παραμορφώνουν το παρόν. Πόσο ευκολότερα το παρελθόν.

Παρ' όλα αυτά: Όταν παρέμβει η ίδια η Ακαδημία της χώρας; Τότε βέβαια είναι που η επιθετικότητα πρόκειται να κορυφωθεί. Πριν απ' αυτήν, ωστόσο, προλαβαίνει να περεμβληθεί η απλή παραποίηση: "Η Ακαδημία, πάντως, δεν ζήτησε την απόσυρση του βιβλίου." Σαν να μη γνώριζε, εκείνη, ότι εάν τυχόν είχε υποπέσει σε αυτή την αστοχία, η περαιτέρω συζήτηση θα παρέκαμπτε την ουσία και θα εστιαζόταν, συντριπτικά, "επι της διαδικασίας": στο θεσμικό ατόπημα τού Ιδρύματος να υπερβεί την έκφραση επιστημονικής γνώμης και να υπεισέλθει στη δικαιοδοσία τής πολιτικής διαχείρησης. Αυτοπεριοριζομένης, λοιπόν, της Ακαδημίας "εφ ώ ετάχθη", ο "έγκριτος" Τύπος μας σπεύδει να μας θυμίσει ότι διεκδικεί έναν διόλου "ουδέτερο" ρόλο στη μετάδοση της πληροφορίας – έστω και μέσα από την ωμή εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης τών αναγνωστών του.

Ένα βήμα παραπέρα, ασφαλώς, η άποψη της Ακαδημίας θα κατακεραυνωθεί ως, αυτόχρημα, "συντηρητική" – ή οτιδήποτε βαρύτερο. Ως άποψη, δηλαδή, εκ προοιμίου απόβλητη. Η Ακαδημία, μ' άλλα λόγια, θα κατηγορηθεί όχι για αυτό που "λέει" αλλά για αυτό που "είναι"! Όχι επί τη βάσει μιας σύγχρονης κρίσης αλλά επί τη βάσει ενός άχρονου δόγματος… Κι αν, ωστόσο, το Δόγμα αυτό δεν θεσπίστηκε παρά μόνο χάριν τής Σκοπιμότητας; Της σκοπιμότητας να εγκατασταθεί η αντίθετη άποψη εξ ορισμού (!) στο πεδίο τού σφάλματος; Αν η καταγγελία περί "συντηρητισμού" μετονομάζει, απλώς, την καταγγελία τής άρνησης για υποταγή κάτω απ' την εξουσία τού καθηγουμένου – επί του παρόντος – "νοήματος"; Αν η πάγια δυσφήμιση τής Ακαδημίας ισοδυναμεί, κατά βάθος, με την αυτονόητη ευχέρεια του κυρίαρχου (επί των Μέσων) λόγου να τιμωρεί, επιδεικτικά, τον αντίλογο;

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά έχει, προφανώς, να κάνει με την ειλικρίνεια ενώπιον εαυτού, καθενός από εμάς. Ή με την παρρησία της, ιδίας, συνείδησης. Έχει, όμως, να κάνει και με κάτι ακόμα: με την ικανότητα (νοήμονος) κρίσης του.

Ειδικά όταν οι επιμελητές τής αναθεώρησης τής ιστορικής μας αντίληψης, φτάνουν στο σημείο να διακηρύσσουν ότι η –δική μας– απαίτηση απόσυρσης του επίμαχου εγχειριδίου από την Υποχρεωτική Εκπαίδευση, ισοδυναμεί με αξίωση λογοκρισίας. (Σαν να εμποδιζόταν, τότε, η προώθηση του βιβλίου εκτός σχολικών αιθουσών.) "Επιχείρημα" που παύει να μας μιλά επί του θέματος: Μας μιλά –ευθαρσώς– για την ιδέα που έχουν ορισμένοι "διαμορφωτές κοινής γνώμης", περί της νοημοσύνης αρκετών από τούς ανθρώπους τους οποίους επιζητούν να επηρεάσουν. Μας μιλά δηλαδή για, αυτή καθεαυτήν, την επιστράτευση του ανορθολογισμού ως πρωτοπορίας τού… εξορθολογισμού μας. Μας παρέχει, συνάμα, το κλειδί κατανόησης μιας "εξουσίας τού λόγου" προθυμότατης, χάριν επιβολής, να μας αναθέσει, σύσσωμους, στην οριστική αλογία.

Όχι ότι όλα ετούτα δεν ίσχυαν πολύ πριν από την εμφάνιση του συγκεκριμένου συγγράμματος. Ήταν όμως πολύ λιγότερο ορατά "διά γυμνού οφθαλμού". Για όσο διάστημα, αυτό συνεχίσει να συσκοτίζει την κρίση των μικρών μαθητών, θα παρέχει ταυτόχρονα μια πρωτοφανή ευκαιρία σε ένα πλήθος ωριμότερων πολιτών, να αρχίσουμε αληθινά να ενηλικιωνόμαστε, μέσα στο πεδίο μιας επανοικείωσης των σημασιών. Των σημασιών –αν μη τι άλλο– της αυτογνωσίας μας.

www.antibaro.gr, Απρίλιος 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου